Βρέθηκα πριν από μερικές μέρες στη δυσάρεστη θέση να ξεκινήσω, άθελα μου, μια συζήτηση για το οικιστικό πρόβλημα του Λονδίνου με έναν αρκετά επιτυχημένο τηλεοπτικό παράγοντα. «Αυτό τον καιρό», μου λέει, «δυο φίλοι ψάχνουν σπίτι στο Βόρειο Λονδίνο. Το μπάτζετ τους είναι 750.000 λίρες και δεν βρίσκουν τίποτα».
Φυσικά, τα λόγια του είχαν μια δόση υπερβολής. Η αλήθεια είναι ότι με μια βόλτα στη γειτονιά μου βρίσκει κανείς αρκετά δυαράκια με 400.000 λίρες (γύρω στις 480.000 ευρώ δηλαδή). Τα σπίτια όμως φαίνεται να είναι σταθερά στις 800.000 με 1.2 εκ. λίρες. Τα νούμερα ακούγονται εξωφρενικά, ειδικά σε κάποιον σαν εμένα, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτές οι τιμές ισχύουν μόνο για μια μέση γειτονιά σαν κι αυτή που μένω. Πιο κεντρικά, οι τιμές ξεφεύγουν. Στις γειτονιές της «υψηλής κοινωνίας», ένα διαμέρισμα αποτιμάται συχνά στα 3 εκ. λίρες. Στο Λονδίνο, η κρίση του ’07 που τσάκισε την αμερικάνικη οικονομία και πρόσθεσε δισ. λίρες στο χρέος της Βρετανίας μετά τη διάσωση των τραπεζών είναι σαν να μην συνέβη ποτέ. Οι τιμές των σπιτιών, έχουν σχεδόν αποκατασταθεί στα προ-2007 επίπεδα. Η βρετανική οικονομία, που όπως η συντηρητική κυβέρνηση υποστηρίζει ανακάμπτει μετά από 3 χρόνια λιτότητας, φαίνεται να τρέφει άλλη μία φούσκα μεγατόνων.
Μέσα από το πρόγραμμα «help-to-buy», ο καγκελάριος Τζορτζ Όσμπορν θέλει περισσότεροι Βρετανοί να αγοράσουν σπίτια. Το πρόγραμμα προβλέπει εγγύηση στεγαστικών δανείων από το κράτος, με τον αγοραστή να δίνει μόλις 5% του αρχικού κεφαλαίου ως προκαταβολή. Όπως ήταν αναμενόμενο, πάνω στην πλάτη του προγράμματος η βρετανική οικονομία όντως φαίνεται να ανακάμπτει. Αλλά εδώ αρχίζουν τα τραγελαφικά: Το help-to-buy δεν έχει φτάσει ακόμη στο Λονδίνο, όπου το στεγαστικό πρόβλημα έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Οι καινούριες δουλειές που δημιουργούνται είναι κατά περισσότερο από 30% σε μεσιτικά γραφεία. Τα σπίτια συχνά πωλούνται σε εκατομμυριούχους που δεν κατοικούν ποτέ σ’ αυτά. Ο όρος «no-lighter» μπήκε για τα καλά στο λεξιλόγιο των εργολάβων, που γνωρίζουν ότι χτίζουν νέα σπίτια στα οποία «τα φώτα δεν θα ανάψουν ποτέ». Αυτό συμβαίνει όταν τα σπίτια της πόλης σου μετατρέπονται σε διεθνές νόμισμα, όπως παρατήρησαν πρόσφατα οι New York Times. Επίσης, όμως, πρέπει να προσθέσω, αυτό συμβαίνει όταν δημιουργείς μια οικονομία πλυντήριο χρήματος για το διεθνές έγκλημα.
«Μας είπαν πέρυσι ότι σε δώδεκα μήνες θα είναι boom-town», μου αναφέρει ένας νεαρός ερευνητής από το γραφείο του Τζον Όσμπορν. «Τώρα το βλέπουμε να πραγματοποιείται!». Όταν τον ρώτησα πώς ένα πρόγραμμα που δημιουργεί μια νέα οικιστική φούσκα και ταυτόχρονα προσελκύει μαύρο κεφάλαιο είναι καλό για την οικονομία, μου απάντησε ότι αυτά είναι εικασίες και ότι παίρνουν μέτρα για να μη συμβεί. Φυσικά η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί του, κι αυτό φαίνεται από τον αριθμό των αγορών που πραγματοποιούνται με μετρητά (80% σε κάποιες περιοχές). Το σύνολο των αγορών με μετρητά ήταν περί τα 100 δισ. ευρώ, μόνο εντός του 2012. Έλληνες και Κύπριοι συμμετέχουν φυσικά, με ιστορίες για χαρτοφύλακες που περιέχουν εκατομμύρια να ακούγονται σε πολλά exclusive μεσιτικά από το ’08 ακόμα. Γιατί θεωρούν ότι η «ανάκαμψη» είναι αποτέλεσμα των πολιτικών τους; «Όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, φταις εσύ. Όταν πάνε καλά, δεν είναι από δικό σου σχεδιασμό. Έτσι δεν είναι η πολιτική;».
Τουλάχιστον ξέρουμε ότι «ψοφάνε» να αναλάβουν την ευθύνη. Παρά την «ανάκαμψη» που ο Όσμπορν (σαν άλλος Στουρνάρας) διαλαλεί, το 83% των Βρετανών πιστεύει πως η οικονομία της χώρας είναι σε άσχημη κατάσταση, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του World Economic Forum που δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 99%, δικαιολογημένα. Όμως στην Βρετανία η οικονομία όντως μεγαλώνει, και μάλιστα με μεγαλύτερο του αναμενόμενου ρυθμό. Θα πρέπει να το εκλάβουμε ως απόδειξη ότι η λιτότητα μπορεί όντως να πετύχει τα αναμενόμενα; Μάλλον όχι.
Καταρχάς η πολιτική που φέρνει αυτό το αποτέλεσμα, κάθε άλλο παρά «λιτότητας» είναι. Τα 12 δισ. εγγυήσεις σε δάνεια 130 δισ., που έχει δώσει το κράτος μέσα λίγους μήνες (και συνεχώς αυξάνονται), μόνο ως κρατικός παρεμβατισμός μπορούν να χαρακτηριστούν. Το έλλειμμα της χώρας δεν έχει μειωθεί στο ελάχιστο, παρά τα σκληρά μέτρα. Το χρέος αυξάνεται. Όταν λοιπόν ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ανακοίνωσε από έναν χρυσό θρόνο ότι η λιτότητα δεν ήταν «αναγκαία» για τη διάσωση της οικονομίας αλλά ιδεολογική, και ότι θα αποτελεί μόνιμη πολιτική της κυβέρνησής του στο εξής, δεν ήταν και κάποια τεράστια έκπληξη για όσους το λέγαμε από το 2010 ακόμα.
Γιατί λοιπόν να δουλέψει η λιτότητα σε ένα κράτος σαν την Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου το περιθώριο για τη δημιουργία ακόμη και μιας φούσκας απλά δεν υπάρχει; Πώς να μειώσει ελλείμματα; Είναι απλό, δεν θα το κάνει. Το έλλειμμα της Βρετανίας δεν μειώθηκε, γιατί το όποιο όφελος από περικοπές μετατράπηκε σε μειώσεις φόρων για τους πλουσιότερους Βρετανούς. Η αύξηση των ενοικίων που έφερε η αύξηση των τιμών των σπιτιών ρουφάει από τα κρατικά ταμεία επιδόματα, ουσιαστικά επιδοτήσεις προς τους ήδη ιδιοκτήτες που τα καταχρώνται για να χρεώνουν ό,τι και όσο μπορούν. Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα Telegraph, ο δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον γράφει ότι πρέπει να ευγνωμονούμε τους υπερ-πλούσιους, όχι να τους καταδιώκουμε. Ότι αυτοί πληρώνουν το 29,8% του συνολικού φόρου εισοδήματος (έναντι 11% που ήταν το ’79). Άθελά του μας δείχνει πως οι πολιτικές της κυβέρνησής του έχω σπρώξει το χρήμα προς τα πάνω. Άθελά του μας κάνει να θυμηθούμε πως τα τελευταία 5 χρόνια, από την αρχή της κρίσης, οι πλουσιότεροι Βρετανοί έχουν αυξήσει τις περιουσίες τους κατά 140 δισ. τουλάχιστον.
Κι έτσι, ξανά άθελά της, η Βρετανία γίνεται από κοιτίδα του σύγχρονου καπιταλισμού, οδηγός για τον ύστερο καπιταλισμό. Μια χώρα όπου η λιτότητα δεν εξυπηρέτησε τίποτα και κανέναν πέραν μιας πολύ μικρής ομάδας ατόμων γύρω από την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη. Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι και τους υπόλοιπους ηγέτες της ΕΕ να ανακοινώνουν από χρυσούς θρόνους τον ιδεολογικό και ταξικό χαρακτήρα της λιτότητας, αφού έχουν τελειώσει με το χαβιάρι τους. Και από όσα έχω δει και ακούσει τους τελευταίους μήνες (και τα οποία επιβεβαιώνει τώρα ο Μπόρις Τζόνσον πανηγυρικά), μπορώ να πω με ένα βαθμό σιγουριάς ότι γι’ αυτούς, βρισκόμαστε σε ιδεολογικό πόλεμο.