Βηρυτός. Παρασκευή 1/11/2019, 8:00μμ. Υπό βροχή. Μικρές καταιγίδες, αρχίζουν, σταματούν, ξαναρχίζουν. Η πλατεία μισογεμάτη – μισοάδεια. Ο σκληρός πυρήνας πάντα παρών και, μαζί ο κόσμος που πάει κι έρχεται. Λίγο πιο έξω, στο μνημείο για τον δολοφονημένο ελληνορθόδοξο, αριστερό, αγωνιστή δημοσιογράφο Σαμίρ Κασίρ, στην πλατεϊτσα πάνω από την οδό Ουρουγουάης, μια ομάδα, 40- 50 άτομα, σε συνέλευση. Φώτα και μικροφωνική, το μικρόφωνο περνάει από τον ένα στον άλλο ήρεμα, χωρίς φωνές, αρκεί να σηκωθείς και είναι η σειρά σου. Σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να καταλαβαίνω.
Στο δρόμο για την πλατεία, μπροστά, τρία κορίτσια, καμμιά μαντήλα. Σταματούν μπροστά σε μια χειροποίητη αφίσα και γελάνε. Μιλούν αγγλικά, ρωτάω για το γέλιο και το κείμενο. Η αφίσα γράφει “Ισα δικαιώματα στις γυναίκες, δικαιώματα για όλους, κάτω η διεφθαρμένη κυβέρνηση”. Γέλιο συμφωνίας, χαράς.
Η Μίρα, με τα κοντά μαλλιά, έτσι βλέπει τον αγώνα τους. “Είναι αγώνας για ανθρώπινα δικαιώματα, για τα ίσα πολιτικά μας δικαιώματα”. Είναι μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες νέους του Λιβάνου που έχουν φύγει, οικονομικοί πρόσφυγες. Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, ανάλογα τη χρονιά, μα κάθε χρονιά, είκοσι με πενήντα χιλιάδες νέοι αφήνουν την πατρίδα Λίβανο. Για τη Μίρα, η δουλειά βρέθηκε στο Ντουμπάι. Όμως, γύρισε, με άδεια, για την εξέγερση.
Πρέπει να είναι εδώ. Είναι η απάντησή της στη δική τους Βούλτεψη, το Χαρίρι, που ναι μεν δεν ξέπεσε στο χαρτί υγείας, αλλά τους απειλούσε, με την ίδια γνωστή λογική, ότι “δε θα έχουμε αλεύρι, δε θα έχουμε ούτε πετρέλαιο, αν συνεχίσετε”. Με το νερό αλμυρό στο μπάνιο, να αρνείται να διαλύσει το σαπούνι, με διακοπές του ίντερνετ καθε βραδυ 2πμ-7πμ, με διακοπές ρεύματος καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, ουσιαστικά χωρίς δημόσιες συγκοινωνίες – δεν υπάρχει καν συγκοινωνία από το αεροδρόμιο για την πόλη-, με την παιδεία διαθεσιμη μόνο στην ελίτ, για το αλεύρι, μας τρώει η ξενιτιά, ήταν η απάντηση. Και κατέβηκαν ακόμη περισσότεροι στο δρόμο.
Τα κορίτσια θέλουν να μιλήσουν, να εξηγήσουν, να μοιραστούν. Δεν έχει πολύ κόσμο σήμερα γιατί “είναι Παρασκευή, οι άνθρωποι θέλουν και να βγουν έξω”. Πως θα ενωθεί ο Λίβανος χωρίς τσιφτετέλι; Ύστερα, “μετά την παραίτηση Χαρίρι πολλοί ένοιωσαν ότι τελειώσαμε και γύρισαν σπίτι”. Όχι, “δεν τελείωσε τίποτε”. Είναι ακόμη πολλοί στο δρόμο, “είναι νωρίς ακόμη, θα έρθουν πιο αργά”. Και, “κάποιοι φοβούνται”. Τι; “Είναι μεγαλύτεροι, είναι πληγωμένοι από τον εμφύλιο, φοβούνται”.
Γνώρισα έναν από αυτούς που φοβούνται, λίγες ώρες πριν. Ο Αμίν, φύλακας, σταθερή δουλειά, άριστα αγγλικά, σύντροφος καπνιστής “τρία πακέτα την ημέρα, αλλά το κόβω όποτε θέλω” – έχω πολλούς φίλους που το κόβουν όποτε θέλουν στην Ελλάδα του λέω… δε γελάει. Φοβάται.
“Τι να πας να κάνεις στην πλατεία; ολα τελείωσαν. Δηλαδή όλα αρχίζουν”. Σουνίτης, οπαδός του Χαρίρι που “μπήκε στην πολιτική [ο Χαρίρι], με επτά δισεκατομμύρια περιουσία και τώρα φεύγει και του έχει μείνει μόνο ένα!”. Ε, αμα τα δωράκια σου στο παράνομο αμόρε είναι της τάξης των 16 εκατομμυρίων δολλαρίων… Δεν του το λέω. Συνεχίζει. Στα 60 του, πατέρας της γενιάς που βγήκε στο δρόμο, με το φόβο του νέου εμφυλίου. Με τα τραύματα και τους φόβους που δεν μπορεί να ξεπεράσει: πέρασε τη μισή του νιότη στον εμφύλιο, ήταν δεκαπέντε όταν άρχισε, ήταν κοντά τριάντα χρονών όταν τελείωσε, αφήνοντας πίσω του πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες νεκρούς. Οι μνήμες είναι ολοζώντανες. Πόσες γενιές, λένε, θέλει να ξεπεράσεις τα τραύματα ενός εμφυλίου; πόσο μας πήρε εμάς;
Είμαι ακόμη με τα κορίτσια στην πλατεία. Συζητάμε ώρα. Τόση, που γίνομαι κι εγώ θέμα συζήτησης. Γιατί ήρθα; πως ήρθα;
Είναι η δεύτερη φορά που λέω σε συνεντευξιαζόμενο τι έγινε, πως βρέθηκαν τα χρήματα, ότι ο κόσμος του Press Project θέλησε να με στείλει εδώ, να τους μεταφέρω τον αγώνα. “Για να ξέρετε ότι μας νοιάζει”, λέω. Οι τρεις τους λάμπουν. Όπως χτες, που η Άγια με αγκάλιασε όταν το έμαθε, έτσι και η Μίρα “ευχαριστώ, τι λες; αλήθεια; δώσε μου την κάρτα σου! Θα σου γράψω!”, και οι τρεις τους κάνουν σα μικρά παιδιά: κάποιος νοιάζεται αρκετά, κάποιος ήρθε να τους πει “είμαστε εδώ για σας”.
Ξαναρωτάω για την παρουσία τόσων γυναικών. “Φαινόμαστε περισσότερο γιατί χρησιμοποιούμε το σεξισμό τους εναντίον τους. Βλέπεις, αν στις αλυσίδες μας δουν γυναίκες, δεν τις αγγίζουν. Αλλάζουν δρόμο, και ψάχνουν να βρουν άντρες, που δεν έχουν πρόβλημα να τους χτυπήσουν. Όμως ποτέ δε θα χτυπήσουν γυναίκα. Οπότε το χρησιμοποιούμε και είμαστε πάντα εμείς μπροστά”. Κορίτσια για φίλημα. Κι αυτό κάνω.
Χωρίζουμε αμήχανα- κανείς μας δε θέλει να διαλύσει η χαρά της συνάντησης, όμως το ρεπορτάζ περιμένει και το ίδιο κι οι συντροφοί τους. Λίγο πιο κάτω κάποιος έχει γράψει στον τοίχο, με μαύρο σπρέι “Δικαιώματα στους LGBTQ Rights+”. Τι ωραίο είναι αυτό το συν μετα τη λέξη δικαιώματα! Οχι σωστό, μα τόσο ωραίο! Και το δυτικό αλφάβητο τον δυσκόλεψε, μα έχει περάσει από πάνω το σπρέι για να διορθώσει το μικρό αρχικό λάθος της ορθογραφίας. Φωτογραφίζω. Απέναντι, τα ηχεία δονούνται, τραγουδάει η λιβανέζα Μαρία Φαραντούρη. “Όχι, δεν είναι κομμουνιστικό το τραγούδι, είναι όλου του λαού του Λιβάνου”. Αντάρτικο.
Η μητέρα με το μωρό στην αγκαλιά έχει ανέβει σε ένα πιο έρημο μέρος. Νταχταρίζει το βρέφος. Της κάνω νόημα να τη φωτογραφίσω, με αφήνει, χαιρετιόμαστε σιωπηλά. Είναι πάνω από δέκα οι οικογένειες με μωρά ή μικρά παιδιά, που μετράω στο δίωρο μου στην πλατεία. Παιδιά σε αγκαλιές, παιδιά με σημαίες. Παιδιά που βυζαίνουν τον αγώνα. Το βίντεο με τους διαδηλωτές να καθησυχάζουν ένα αγοράκι σε αυτοκίνητο, με το “τραγουδι του καρχαρία”, ένα ντόπιο νανούρισμα, δεν ήταν τυχαίο.
Δίπλα στις σκηνές των Λιβανέζων ράππερς, έτσι αυτο-ορίζονται, αγόρια και κορίτσια αγκαλιασμένα χορεύουν ντάμπκε, έναν λεβέντικο λεβαντίνικο χορό, που κάποτε ήταν ανδρικός, μα όχι πια, όχι στην πλατεία. Χορός της χαράς, κυκλωτικός και γραμμικός, με τον πρώτο να εναλλάσσεται, όπως και στους δικούς μας αντίστοιχους. Στη μέση του χορού, τα αγόρια γυρνοβολάνε με καμάρι τη σημαία, ο ένας μετά τον άλλο. Αδελφοσύνη, ενωτική παράδοση, τραγούδι και χορός. Νενικήκαμεν.
Κάποιοι καθαρίζουν τον περιβάλλοντα χώρο, τα κουτιά της ανακύκλωσης είναι γεμάτα, δύο αγόρια κουβαλούν νερό με τα μπιτόνια και πλένουν τις υπαίθριες τουαλέτες. Γκράφιτι παντού, ζωγραφιές με κιμωλία, “Power to the People”. Ειδικό περίπτερο για τους αργιλέδες: έχει κι εδώ υστερικούς αντικαπνιστές, φαντάζομαι – είναι και πιο καπνογόνος ο άτιμος ο αργιλές…
Προφανής ευγένεια. Κι όχι μόνο εδώ, στην πλατεία. Το κορίτσι που παίρνει την καρέκλα από το τραπέζι μου, για να καθήσει με τις φίλες της, στο καφενείο που γράφω, όταν τελειώνουν με τον καφέ τους, φέρνει πάλι, η ίδια, την καρέκλα στη θέση της. Στο τραπέζι τους, ένα αγόρι με πουκάμισο, ένα αγόρι με αθλητικό t-shirt, ένα κορίτσι με μαντήλα, ένα κορίτσι με μίνι. Ο Λίβανος, όλος, στο ίδιο τραπέζι.
Οι ειδήσεις, σήμερα το μεσημέρι, ήταν χαρμόσυνες, για τους εξεγερμένους. Ο Πρόεδρος μιλά για την ανάγκη μη σεκταριστικής κυβέρνησης, ο ηγέτης της Χεσμπολά τοποθετείται υπέρ της ικανοποίησης όλων των αιτημάτων των εξεγερμένων του Λιβάνου. Στο καφενείο, που περιμένω να δώσω ανταπόκριση στην εκπομπή του Θάνου και του Κωνσταντίνου, όσο μιλά ο Νασράλα, πατρικός, ενωτικός, όλα τα κεφάλια είναι καρφωμένα στα κινητά, στο βίντεο. Μια ήσυχη ανακούφιση παντού. “Η Χεσμπολά δεν είναι ούτε κυβέρνηση ούτε κράτος. Δε χρειαζόμαστε κυβέρνηση τεχνοκρατών, χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση που θα πραγματοποιήσει άμεσα όσα ζητάμε οι πολίτες. Δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να γίνουν αμέσως αποδεκτά όλα τα αιτήματα […]”. Και, ύστερα, κατακεραυνώνει το τουίτερ.
Μίλησε με όρους κινήματος, μου λέει ο καθηγητής πολιτικής ανθρωπολογίας στο αμερικανικο πανεπιστήμιο της πόλης, Νικόλας Κοσματόπουλος. Έχουμε συναντηθεί για συνέντευξη, μα όλα παγώνουν με την εμφάνιση Νασράλα στην οθόνη. Όλα. Από συνεντευξιαζόμενος γίνεται μεταφραστής. Η συνέντευξη του ίδιου του Νικόλα, θα περιμένει την επιστροφή για να ανέβει, όμως μια φράση του λες και συμμαζεύει τα πάντα: Μια γενιά που ως τώρα όριζε εαυτήν βάσει του περίγυρου, των “άλλων”, αποφασίζει να βρει τον εαυτό της, ακέραιο.
Οι άλλοι παύουν να είναι ξένοι, έτσι. Στο Λίβανο, κάποτε ένα κράτος κατασκεύασμα της αποικιοκρατίας, τώρα, είμαστε στο “Εμείς”.