Στους πόρους που θα προέλθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και τη «μεγάλη ευκαιρία» που συνιστούν φαίνεται πως εναποθέτει τις ελπίδες της για την ελληνική οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδας και ο διοικητής της, Γιάννης Στουρνάρας, σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που παρέδωσε τη Δευτέρα στον πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα. Η έκθεση της ΤτΕ επιμένει να υποστηρίζει πως στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 αναμένεται «ιδιαίτερα δυναμική» ανάκαμψη, παρότι στις επιμέρους αναφορές της περιγράφει μία ζοφερή οικονομική πραγματικότητα.
Πιο συγκεκριμένα, η Έκθεση συνδέει την πορεία της οικονομίας με αυτήν της πανδημίας, του εμβολιαστικού προγράμματος και του τουρισμού, καθώς και με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, προβλέποντας ωστόσο πολύ δύσκολες στιγμές για την οικονομία, ειδικά με την άρση των μέτρων στήριξης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι δε κίνδυνοι στους οποίους επικεντρώνεται αγγίζουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, καθώς μετά την άρση των μέτρων «προστασίας» που έχουν ληφθεί, εκτιμά πως θα προκύψουν πτωχεύσεις επιχειρήσεων, ειδικά σε κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία, σοβαρή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και περαιτέρω επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Ακόμα έναν κίνδυνο βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδας στις ενδεχόμενες καθυστέρησης απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε κάθε περίπτωση, η Έκθεση επιμένει σε προηγούμενες προβλέψεις της για την πορεία της οικονομίας, κάνοντας λόγο για ανάπτυξη της τάξης του 4,2% για το 2021, καθώς και για ανάπτυξη του 5,3% για το 2022.
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την παράδοση της Έκθεσης στον Κ. Τασούλα, ο διοικητής Στουρνάρας αναφέρθηκε ειδικά σε ένα ποσό ύψους 75 δισ. ευρώ που αναμένει να έρθουν στη χώρα τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης, υποστηρίζοντας μάλιστα πως «δεν θεωρώ ανέφικτο» να έχουμε μέσο όρο ανάπτυξης του 3,5% επί μία δεκαετία, μια πρόβλεψη που ξεπερνά σε αισιοδοξία ακόμα και τις πιο φιλόδοξες προβλέψεις του.
«Ζυγίσαμε τα αρνητικά και τα θετικά του 2020, και από το ζύγι προκύπτει ότι εάν είναι να αλλάξει (η φετινή πρόβλεψη) θα είναι οριακά προς το καλύτερο, παρά τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας. Υπάρχει αβεβαιότητα, αλλά πολύ λιγότερο φέτος» δήλωσε ακόμα ο Γ. Στουρνάρας, απαντώντας σε ερώτηση για τον κίνδυνο από τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, τονίζοντας μάλιστα την ανάγκη επιτάχυνσης του εμβολιασμού των πολιτών.
Όπως αναφέρεται, η ΤτΕ διαπιστώνει ότι τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2020-2021 έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ενώ συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών.
Διαβάστε αναλυτικά την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας.
Για το λόγο αυτό η ΤτΕ κρίνει επιβεβλημένο να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση η ΤτΕ εκτιμά ότι παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν και τις αβεβαιότητες που υπάρχουν, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023. Στους κινδύνους σύμφωνα με την ΤτΕ περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αλλά και η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
Για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών επισημαίνεται ότι παρατηρήθηκε οριακή αύξηση τους στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση τους λόγω της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος καθώς τούτο αποτελεί προϋπόθεση για την στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας και την επίτευξη των στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ ) στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισεκ. ευρώ. Ο όγκος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,3%) στο τέλος Μαρτίου του 2021, σχεδόν δωδεκαπλάσιος του αντίστοιχου λόγου για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στη ζώνη του ευρώ. Εκτιμάται πάντως ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ.
Τέλος η ΤτΕ υποστηρίζει την ανάγκη σταδιακής κατάργησης των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας καθώς όπως επισημαίνεται στην Έκθεση η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων.