Στις 14 Μαΐου 2011, η Nafissatou Diallo, μαύρη μετανάστρια από τη Γουινέα στις ΗΠΑ που εργαζόταν ως καμαριέρα στο ξενοδοχείο Sofitel της Νέας Υόρκης, βιάστηκε από τον Dominique Strauss-Kahn, διευθυντή του ΔΝΤ και κατά τα έως τότε φαινόμενα πιθανό επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, καθώς πήγαινε να καθαρίσει το δωμάτιο του και μην έχοντας απολύτως καμία ιδέα για την ταυτότητά του.

Περιέγραψε αμέσως με λεπτομέρειες την πράξη στην προϊσταμένη της και στους υπεύθυνους ασφαλείας του ξενοδοχείου και αυτοί κάλεσαν την αστυνομία. Η ιατροδικαστική εξέταση κατέδειξε σημάδια βίας στο σώμα της Nafissatou και σπέρμα στα ρούχα και τη στοματική της κοιλότητα, ενώ η καταγεγραμμένη σε κάμερα 9-λεπτη παραμονή της στο δωμάτιο καθώς και η συναισθηματική της κατάσταση που απέκλειαν το ενδεχόμενο της συναινετικής πράξης αλλά και η συνέπεια με την οποία ανακαλούσε την ιστορία αποτέλεσαν επαρκή στοιχεία για να λάβει το NYPD ένταλμα σύλληψης για τον Strauss-Kahn λίγο πριν επιβιβαστεί σε πτήση της Air France για Παρίσι στο αεροδρόμιο JFK. Τρεις μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2011, η Εισαγγελία της Νέας Υόρκης εγκατέλειψε την υπόθεση και πρότεινε στον δικαστή να αποσύρει τις κατηγορίες λόγω αδύναμου κατηγορητηρίου και, συγκεκριμένα, έλλειψη αξιοπιστίας της μοναδικής μάρτυρα του «περιστατικού», δηλαδή του ίδιου του θύματος του βιασμού. Ο δικαστής δέχτηκε το αίτημα και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.

Η ιστορία της Nafissatou είναι μια από τις χιλιάδες ιστορίες βιασμού που, αν και έγινε «έγκαιρη» προσπάθεια να βρει τον δρόμο της δικαιοσύνης, αυτή η δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε ποτέ. Η Nafissatou μίλησε, έσπασε τη σιωπή, το έκανε αμέσως, είχε τα στοιχεία με το μέρος της και είδε τον βιαστή της να γυρίζει ανενόχλητος στον πολυτελή βίο του ενώ η ίδια διασύρθηκε από τα ΜΜΕ σαν ψεύτρα, σφετερίστρια, πληρωμένη από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όταν, λοιπόν, αναρωτιόμαστε γιατί μια γυναίκα δεν κατήγγειλε νωρίτερα τη σεξουαλική της κακοποίηση ή γιατί το θυμήθηκε τώρα ας έχουμε κατά νου ότι ο δρόμος της δημοσιοποίησης και της καταγγελίας δεν είναι με ρόδα σπαρμένος και ότι οι πιθανότητες να βρει το δίκιο της είναι ελάχιστες. Αν με ρωτάτε, μάλιστα, το να προσπαθήσει κανείς να κατανοήσει αυτή τη σιωπή και να μην σπεύσει να την ψέξει ή να τη θεωρήσει «μέρος του προβλήματος» ή και επαρκή συνθήκη για την επίλυσή του –«σπάστε τη σιωπή σας, θύματα, αλλιώς πάλι σ’ εσάς θα ρίξουμε την ευθύνη» — είναι από τα πιο ουσιαστικά πράγματα που μπορεί να κάνει εάν επιθυμεί να συνεισφέρει, κάπως, στο να γκρεμίσουμε την κουλτούρα βιασμού· μια κουλτούρα που δεν συνεπάγεται ότι με το που βγαίνεις έξω σε βιάζουν, αλλά μια κουλτούρα που ανέχεται και εν πολλοίς τροφοδοτεί το δικαίωμα των βιαστών να βιάζουν, που αναγνωρίζει ως κριτήριο τέλεσης του εγκλήματος την άσκηση βίας και όχι την απουσία συναίνεσης, που κατηγορεί τα θύματα για το ντύσιμο, την εντιμότητα του βίου τους ή το αλκοόλ στο αίμα τους, τυφλώνεται μπροστά στις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν τέτοιες συμπεριφορές και γλιστρά σε επικίνδυνους βιολογισμούς του τύπου «έτσι είναι οι άντρες, κυνηγοί, να δείτε το ζωικό βασίλειο».

Για να καταλάβουμε, λοιπόν, αυτή τη σιωπή, ας παρατηρήσουμε πρώτα ότι δεν είναι ομοιογενής. Έχει για αρχή κάτι το πολύ ενσώματο. Κάθε τραύμα, κάθε παραβίαση, κάθε πληγή, κάθε πόνος μπαίνει δύσκολα, αν όχι και απολύτως ανεπιτυχώς στη γλώσσα. Προσπαθήστε, ας πούμε, να βάλετε σε λόγια τον πόνο της ημικρανίας, τον πόνο της περιόδου, τον κολικό νεφρού, τον πόνο από μια κλωτσιά στα αχαμνά. Βάλτε το σε λόγια χωρίς να νιώσετε ότι είστε υπερβολικοί, γελοίοι, ότι δραματοποιείτε μια κατάσταση, πείτε μου αν φτάνουν οι λέξεις για να τον περιγράψουν ή αν πάντα κάτι διαφεύγει. Ή πάλι θυμηθείτε μια στιγμή που χάσατε τη γη κάτω από τα πόδια σας. Που μάθατε ότι πέθανε ξαφνικά ένας αγαπημένος σας. Που βιώσατε έναν επώδυνο χωρισμό. Που χάσατε τη δουλειά σας. Βάλτε το τώρα σε λέξεις, αμέσως, όμως, μην περιμένετε. Βάλτε σε λέξεις τον πόνο, την απώλεια, το τραύμα τη στιγμή που συμβαίνει ή λίγες ώρες αργότερα.

Αυτή η ενσώματη σιωπή δεν φέρει μόνο τον πόνο της αναβίωσης του τραύματος αλλά και ένα κάρο άλλα συναισθήματα. Για αρχή φέρει την ενοχή. Φορτώστε τον εαυτό σας με τη σκέψη ότι γι’ αυτόν τον ενσώματο πόνο, φταίτε εσείς. «Δεν θα είχε πεθάνει ο πατέρας μου εάν εγώ…» Βάλτε το τώρα σε λόγια και αναλογιστείτε για λίγο πώς νιώθετε. Λόγω του σεξουαλικού χαρακτήρα του εγκλήματος του βιασμού και των πολιτισμικών συνδηλώσεων της σεξουαλικότητας, αυτή η ενσώματη σιωπή φέρει και ντροπή. Η οποία, σε μεγάλο βαθμό, είναι έμφυλα κατασκευασμένη. Οι γυναίκες μαθαίνουν από μικρές ότι πρέπει να νιώθουν ντροπή για τη σεξουαλική τους επιθυμία, με αποτέλεσμα τα όρια μεταξύ του τι επιθυμώ και τι επιτρέπω να συμβεί στο σώμα μου να είναι πολύ θολά. Γι’ αυτό μετά τη σεξουαλική κακοποίηση νιώθουν βρώμικες, σπιλωμένες, μιαρές. Η ντροπή της κάνει να στρέφουν την αηδία προς τα μέσα, ως εάν εκείνες να είναι οι αηδιαστικές. Πονάς, λοιπόν, έχεις φλας μπακ της στιγμής του μεγάλου πόνου, θεωρείς ότι φταις και νιώθεις και από πάνω ντροπιασμένη στα μάτια του κόσμου. Μίλα, όμως. Γιατί δεν μιλάς; Φοβάμαι. Τι φοβάσαι; Τη σωματική διάπλαση του δράστη μου, είναι άντρας, άρα πιο μεγαλόσωμος, πιο δυνατός από μένα, διάβασα κάπου. Ναι, είναι στατιστικά πιθανό ο βιαστής να είναι σωματικά πιο «ρωμαλέος» από το θύμα, αλλά νομίζω μια τέτοια ανάγνωση αναπαράγει ουσιοκρατικά επιχειρήματα για τον διαχωρισμό των φύλων. Πιο πολύ από το μπόι του βιαστή σου φοβάσαι το προνόμιό του. Η απειλή που συντηρεί τη σιωπή προς όφελος του θύτη μπορεί να είναι προς τη σωματική ακεραιότητα, ότι θα σε σπάσει δηλαδή στο ξύλο, αλλά ακόμα πιο πιθανό είναι πως φοβάσαι ότι θα σε απολύσει επειδή είναι εργοδότης σου, θα σε κόψει στο μάθημα επειδή είναι καθηγητής σου, θα σου καταστρέψει την αθλητική καριέρα επειδή είναι στέλεχος στην εθνική αθλητική ομοσπονδία σου, θα σε «δολοφονήσει» στα ΜΜΕ επειδή είναι διάσημο σελέμπριτι με free pass στην όποια παρανομία. Είναι αυτό το προνόμιο, διαπεπλεγμένο σε ένα δίκτυο εξουσιών με άξονες το φύλο, την τάξη, τη φυλή, όπου είσαι σε όλα ή σε κάποια «υπό» που κάνει τη φωνή σου να τρέμει και μετά να σιωπά. Πόσες άραγε πιθανότητες είχε να βρει το δίκιο της η μαύρη μετανάστρια εργάτρια Nafissatou απέναντι στον λευκό, δισεκατομμυριούχο πολιτικό και διευθυντή του ΔΝΤ Strauss-Kahn όταν έσπασε τη σιωπή της; Πόσες οι πιθανότητες να μην είχε προβεί στην καταγγελία εάν γνώριζε την ταυτότητά του;

Διότι εκτός από ενσώματη αυτή η σιωπή εμπεριέχει και μια γνώση. Ότι οι αρμόδιοι θεσμοί—η αστυνομία, η εισαγγελία, το δικαστήριο—είναι, εμπειρικά μιλώντας, εναντίον σου. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μεταξύ 2010 και 2014—στο διάστημα, δηλαδή, που η Nafissatou κατήγγειλε τον Strauss-Kahn— μόνο το 31% των περιπτώσεων βιασμών καταγγέλλονται στην αστυνομία, μόνο το 5,7% προχωρούν σε σύλληψη του δράστη, ενώ η εισαγγελία ετοιμάζει δικογραφία μόνο για το 1,1% και τα δικαστήρια βγάζουν καταδικαστική απόφαση μόνο για το 0,7% αυτών των βιασμών. Αν βιάστηκες στην Αμερική και το είπες, λοιπόν, έχεις 0,7% πιθανότητες να δεις τον βιαστή σου να καταδικάζεται. Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι φορείς εμπίπτουν σε κάποιο γνωσιακό σφάλμα ή γιατί δεν επιδιώκουν, ειλικρινώς σε πολλές περιπτώσεις, να «πατάξουν το έγκλημα» και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Αλλά διότι και αυτοί οι θεσμοί παράγονται και αναπαράγονται μέσα στα δίκτυα εξουσίας που λέγαμε παραπάνω. Δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τον βιασμό και τη σεξουαλική κακοποίηση εντός όχι μόνο των πολλών και πολλαπλών συναισθηματικών αντιδράσεων που προκαλούν στο θύμα αλλά και των κοινωνικών και πολιτισμικών αποχρώσεων αυτών. Εύκολα θα αποδοθεί σε μια γυναίκα που κλαίει με λυγμούς ο χαρακτηρισμός της drama queen, ότι κλαίει επειδή έτσι κάνουν οι γυναίκες, δεν είναι δείγμα αξιολόγησης της υποκειμενικής εμπειρίας της, καθώς «ε οι γυναίκες αυτό κάνουν, μυξοκλαίνε για ψύλλου πήδημα». Αν, από την άλλη έχει παγώσει, δεν επιδεικνύει καμία συναισθηματική αντίδραση, ως άμυνα προφανώς σε αυτό που της συνέβη, η αντιμετώπιση, πάλι, μπορεί να οδηγεί στη δυσπιστία, ότι «αφού, παρόλο που είναι γυναίκα και οι γυναίκες κλαίνε για ψύλλου πήδημα, και αυτή λέει ότι βιάστηκε και δεν κλαίει καν, ε, ψέματα θα λέει». Η πολυπλοκότητα συναισθηματικών αντιδράσεων θυμάτων από πολιτισμικό υπόβαθρο διαφορετικό από αυτό των εκπροσώπων των θεσμών επίσης δεν λαμβάνεται υπόψη, καθώς υπάρχει αυτή η λανθασμένη πεποίθηση ότι, αν και έμφυλες, οι συναισθηματικές αντιδράσεις είναι πανανθρώπινες, ενώ στην πραγματικότητα είναι πολιτισμικά συγκεκριμένες και οφείλει κανείς να μελετήσει τις περισσότερο ή λιγότερο λεπτές διαφορές στη συναισθηματική έκφραση αν πραγματικά επιδιώκει την απόδοση δικαιοσύνης. Αυτοί οι θεσμοί, τέλος, ως κοινωνικό προϊόν είναι ταξικά διαβλητοί. Όχι, πάλι, διότι είναι βρώμικοι ή διεφθαρμένοι οι αστυνομικοί, οι εισαγγελείς ή οι δικαστές και «τα παίρνουν». Αλλά γιατί όταν έχεις τα φράγκα μπορείς να έχεις την καλύτερη δυνατή νομική εκπροσώπηση για την υπεράσπισή σου, ποινικολόγους με τάγματα λαντζέρηδων που θα ξετινάξουν τη δικογραφία για τυχόν ελλείψεις ή ασυνέπειες, πόρους να στρατολογήσεις ιδιώτες ερευνητές να βρουν λάσπη για τα θύματα και τους θεσμικούς λειτουργούς, και τη δυνατότητα, φυσικά, να τραβήξεις μια δίκη για όσο καιρό πάρει. Αν, πάλι, είσαι ταξικά από την άλλη μπάντα, είτε θα σου ορίσει το δικαστήριο έναν δημόσιο δικηγόρο πολιτικής αγωγής είτε θα πρέπει να πληρώνεις με μεγάλη δυσκολία για τη νομική σου υπεράσπιση. Δεν ισχυρίζεται κανείς, φυσικά, ότι οι θύτες βιασμού είναι απαραίτητα πλούσιοι –θα είχε ενδιαφέρον, βέβαια, να εξετάσει κανείς τις ταξικές διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που καταδικάζονται και εκείνους που αθωώνονται—ούτε ότι τα θύματα ανήκουν πάντα στην εργατική τάξη, ίσα ίσα έχουμε πολλά παραδείγματα από διάσημες εύπορες γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού. Επειδή, όμως, συχνά οι βιαστές εκμεταλλεύονται την ευαλωτότητα των θυμάτων τους για την αποσιώπηση του εγκλήματος, πολλές φορές, μάλιστα, με διάφορα χρηματικά ανταλλάγματα, η ταξική διαφορά ενδέχεται να παίζει σημαντικότερο ρόλο από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Ξέρεις, λοιπόν, ότι η αστυνομία, η εισαγγελία, το δικαστήριο δεν θα σε πιστέψουν και μετά από πολυετή ταλαιπωρία, ψυχική και υλική εξουθένωση, ο βιαστής σου θα κυκλοφορεί ελεύθερος, γιατί, λοιπόν, σιωπάς;

Όσο νωρίς κι αν «θυμηθείς» να καταγγείλεις τον βιασμό σου υπάρχουν πολλά εμπόδια μέχρι να βρεις το δίκιο σου. Να συνειδητοποιήσεις τι έγινε και πόσο σε έχει τραυματίσει. Να πιστέψεις εσύ η ίδια ότι είναι βιασμός και δεν το προκάλεσες με τη συμπεριφορά σου. Να παλέψεις μέσα σου με την ενοχή και τη ντροπή που θα καθρεφτίζεται στα μάτια των γύρω σου μετά την αποκάλυψη. Να συμβιβαστείς με τον φόβο που σου προκαλεί ο βιαστής σου και οι πιθανές συνέπειες αν σπάσεις τη σιωπή. Να βρεις τη δύναμη να το μοιραστείς με κάποιους δικούς σου που θα σε πιστέψουν και θα σε στηρίξουν. Να το καταγγείλεις στην αστυνομία, να σε πιστέψουν και να συλλάβουν τον θύτη. Να προχωρήσει η υπόθεση στην εισαγγελία και να πάρεις δικάσιμο. Να έρθει η καταδίκη, εάν έρθει ποτέ.

Η σιωπή καταδικάζει το θύμα να ζει μόνο με το τραύμα του, αλλά η αποκάλυψη το καταδικάζει να ζει με το τραύμα του ξεγυμνωμένο στα μάτια των άλλων. Όταν, λοιπόν, αναρωτιόμαστε γιατί μια γυναίκα δεν κατήγγειλε νωρίτερα τον βιασμό ή τη σεξουαλική της κακοποίηση, όταν μεμφόμαστε τη σιωπή τους, όταν τις θεωρούμε υπαίτιες για επόμενα θύματα των βιαστών τους—πολύ παραπάνω από τους ίδιους τους βιαστές— ας σταθούμε μια στιγμή να αναλογιστούμε πόσο η δική μας η στάση μπορεί να συντηρεί τη σιωπή, ας ζητήσουμε από την πολιτεία να λάβει υπόψη της την ιδιαιτερότητα αυτής της σιωπής με την εξοικείωση των θεσμών αλλά και την επέκταση της παραγραφής του εγκλήματος όπως ήδη συμβαίνει σε κάποιες χώρες, και ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε στην πράξη για να σταθούμε αλληλέγγυα πλάι τους.

Nafissatou, Σοφία, Έλλη, αδερφές μου, εγώ σας πιστεύω.

[1] https://www.washingtonpost.com/business/2018/10/06/less-than-percent-rapes-lead-felony-convictions-least-percent-victims-face-emotional-physical-consequences/