του Θέμη Τζήμα

Η απάντηση είναι απλή: ναι, είμαστε με τους “Αγιατολάδες” –δηλαδή με το Ιράν– και υπήρξαμε και με όλους τους υπολοίπους.

Το πρόβλημα δεν είναι με τη δική μας απάντηση, αλλά με την ερώτηση. Η όποια ερώτηση σχετικά με το με ποιον είναι ο καθένας, εκτός ιστορικού πλαισίου είναι αφελής αν δεν είναι δόλια.

Αντιθέτως, κάθε συνειδητός πολίτης και πολιτική δύναμη, που επιδιώκει να αναγιγνώσκει την πραγματικότητα διαυγώς, ιδίως δε κάθε σοσιαλιστής, κομμουνιστής, δημοκράτης και εν τέλει ανθρωπιστής οφείλει να τοποθετείται πάνω στην πρωτεύουσα αντίθεση, χωρίς να παραγνωρίζει και τις δευτερεύουσες βεβαίως.

Με άλλα λόγια είναι άλλη η απάντηση και εν τέλει άλλο το νόημα του ερωτήματος “είστε με τους αγιατολάδες”- εν προκειμένω- αν απέναντί τους βρίσκεται μια σοσιαλιστική ή μια έστω πατριωτική, δημοκρατική αντιπολίτευση και τελείως διαφορετικό, τόσο το ερώτημα, όσο και η απάντηση όταν απέναντί τους βρίσκονται οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, οι τζιχαντιστές ή δυνάμεις που υπό το πρόσχημα της δημοκρατίας κινούνται υπό την καθοδήγηση των προαναφερθεισών, εξωτερικών δυνάμεων.

Και είναι άλλη η απάντηση διότι όσο και αν ενοχλεί, το ζήτημα του ιμπεριαλισμού παραμένει το κεντρικότερο, το κατεξοχήν ζήτημα των διεθνών σχέσεων αλλά και των εσωτερικών εξελίξεων στην πλειοψηφία των κρατών και των κοινωνιών, επειδή βιώνουν σχέσεις εξάρτησης.

Αυτά τα, αρκετά γνωστά κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν η από- αποικιοποίηση συγκλόνιζε τον κόσμο, φέρνοντας στο προσκήνιο λαούς περιθωριοποιημένους και δίνοντας στον πατριωτισμό το προοδευτικό του πρόσημο, έγινε μεγάλη και εν πολλοίς πετυχημένη προσπάθεια να λησμονηθούν κατά τη σύντομη “pax americana” του ’90.

Όπως σε κάθε μάλιστα αυτοκρατορική δομή- και οι ΗΠΑ επιφύλασσαν έναν τέτοιο ρόλο, που ευτυχώς καταρρέει, στον εαυτό τους– η έννοια του λαού ξεριζώνεται, αποσπάται από το πολιτικό της περιβάλλον και αποσυντίθεται σε ένα αχανές χωρικά και αν -ιστορικό χρονικά πεδίο, όπου ο λαός υποπίπτει σε μάζα ατόμων. Η οικονομική εκδοχή αυτής της παρακμής εκφράζεται δια της κατίσχυσης της έννοιας του “καταναλωτή” και η δίκαιο- πολιτική δια της έννοιας του ανθρώπου εν γένει και άνευ πλαισίου. Κάπως έτσι, η αντίθεση αντί-ιμπεριαλισμού και ιμπεριαλισμού δυσφημίστηκε προκειμένου να θεωρηθεί ξεπερασμένη.

Βεβαίως, τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς την αποτροπή της επιθετικότητας, χωρίς τον ατομικό και συλλογικό αυτοπροσδιορισμό, χωρίς το δικαίωμα και τη δυνατότητα κάθε λαού να επιλέγει το όποιο, δικό του πολιτικό μοντέλο, χωρίς το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας κάθε πατρίδας, χωρίς δηλαδή όσα συνιστούν τόσο πολιτικά, όσο και δικαιικά προϋποθέσεις απόλαυσης και εγγυήσεις τους μένουν έρμαια στις “καλές προθέσεις” του επιτιθέμενου, δηλαδή ρητορικά σχήματα. Η εργαλειοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπισμού από τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή από το οπλισμένο χέρι του νεοφιλελευθερισμού, τα απονεύρωσε και τα έπληξε θεμελιακά, ιδίως εις βάρος των λαών υπέρ των οποίων οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους τα επικαλούνται.

Η στρεβλή επίκλησή τους συνιστά την άλλη όψη της άμεσης χρήσης βίας: την απόπειρα ιδεολογικής ηγεμονίας σε πλανητικό επίπεδο. Επειδή δε, τα λογής δόγματα- “ανθρωπιστική επέμβαση”, “ευθύνη για προστασία” κλπ.- δυσφημίστηκαν από τους εμπνευστές και από τους φορείς τους, η σκηνοθεσία δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή η εκμαίευση συγκίνησης και η ανάδειξη “celebrities” ήρθε στο προσκήνιο, μαζί με χοντροκομμένη παραπληροφόρηση.

Χαρακτηριστική, η περίπτωση και του Ιράν, μεταξύ πολλών άλλων: είναι τόσο δύσκολο πλέον να εξηγήσεις ή έστω να συζητήσεις, σχετικά με το ότι το Ιράν έχει μεν ένα καταπιεστικό πολιτικό και νομικό σύστημα αλλά ότι απέχει πολύ από το να είναι μια εσωτερικά νεκρή, σκοταδιστική θεοκρατία. Ότι  συμμετέχουν γυναίκες στην πολιτική ζωή, ότι πρωτοπορεί στις θετικές επιστήμες, ότι έχει μεταρρυθμιστές εναντίον συντηρητικών υποψηφίων, ότι  συμμετέχει ποσοστό άνω του 80% των εκλογέων στις εκλογές, ότι έχει αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, ότι προοδεύει οικονομικά παρά τις κυρώσεις, ότι  συμβάλλει στη σταθερότητα της περιοχής, ότι διαθέτει ένα σύστημα εξουσίας που φαίνεται να δημιουργεί και συναινέσεις, πέραν της όποιας καταπιεστικής επιβολής του.

Κυρίως όμως η προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ προσπαθεί να εξισώσει την πρωτεύουσα με τις δευτερεύουσες αντιθέσεις, προκειμένου να εξαφανίσει την πρώτη. Κι όμως, δε χρειάζεται να είσαι εν γένει και εν όλω, οπαδός του πολιτικού μοντέλου του Ιράν για να συμπαραταχτείς μαζί του,  χωρίς ναι μεν αλλά, στην απόκρουση των δολοφονικών κυρώσεων και των άμεσα επιθετικών ενεργειών εις βάρος του,των προσπαθειών αλλαγής καθεστώτος με μεθόδους CIA και του στραγγαλισμού του.

Όσοι δε, αφελώς θεωρούν ως δογματική την επιμονή στον ιμπεριαλισμό και εφόσον τα παλαιότερα παραδείγματα είναι λησμονημένα πια- δυστυχώς– να αναρωτηθούν αν τα ανθρώπινα δικαιώματα τηρούνταν περισσότερο στη Συρία του Άσαντ ή της Αλ Νούσρα και στη Λιβύη του Καντάφι ή των πολεμάρχων σήμερα. Ας αναρωτηθούν επίσης οι λογής ανθρωπιστές, γιατί οι ΗΠΑ δεν έδωσαν δεκάρα για τη γενοκτονία στη Ρουάντα.

Η πραγματικότητα είναι ότι όποιος νοιάζεται πραγματικά για τα ανθρώπινα και για τα πολιτικά δικαιώματα οφείλει να είναι αταλάντευτος στην απόκρουση του ιμπεριαλισμού, ακριβώς γιατί ο  τελευταίος “σκοτώνει” τον ανθρωπισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μεταξύ άλλων, όπως και αν εμφανίζεται.

Επιπλέον όμως, ο ιμπεριαλισμός κατεξοχήν αγκυλώνει την κοινωνική πάλη και εξέλιξη, είτε γιατί δημιουργεί αντικειμενικούς εξωτερικούς κινδύνους, είτε γιατί σφετερίζεται και εν τέλει καταστρέφει κάθε γνήσια προοδευτικό, λαϊκό κίνημα. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπήρξε κανένα τέτοιο κίνημα που να μην είχε και σαφή, αντί- ιμπεριαλιστικά στοιχεία.

Όποιος λοιπόν όντως νοιάζεται για τους λαούς και για τους ανθρώπους, τάσσεται στο πλευρό των κοινωνιών και άρα και των κρατών που είναι θύματα το ιμπεριαλισμού, στην πάλη τους κατά του ιμπεριαλισμού, χωρίς να κλείνει τα μάτια ή να έχει αυταπάτες. Και αυτά τα κράτη έχουν κυβερνήσεις.

Για όλα αυτά δε θα έπρεπε να χρειάζεται κάποια ειδική αρθρογραφία. Στην εποχή ωστόσο του χαοτικού δημοσίου λόγου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της υποχώρησης της αριστεράς κάθε εκδοχής, καθίσταται αναγκαία. Ειδικά όταν ακούει κανείς το εγχειρίδιο της CIA από “αριστερούς ψάλτες”. Αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι, εξ ου και “προτιμώνται”.