Και δεν είναι μόνο τα κατά συνθήκην ψεύδη που κρίνονται ως «αναγκαία» από τους πολιτικούς για να ασκηθεί πολιτική, είναι και τα ψεύδη που υπονομεύουν τις ίδιες τις συνθήκες τις οποίες έχουν συνυπογράψει τα μέλη της.
του Δημήτρη Σούλτα
Το προσφυγικό ξεγύμνωσε, όσο ποτέ πριν, την ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Είχε δώσει δείγματα βέβαια, επί χρόνια, στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, την οποίαν επί της ουσίας ποτέ δεν αντιμετώπισε, αλλά πλέον η στάση αξιωματούχων και μελών κυβερνήσεων κινείται μεταξύ γραφικότητας και επικίνδυνης ακροβασίας.
Δηλώσεις Αυστριακών, Ούγγρων και Βέλγων αξιωματούχων που κουνούν απειλητικά το δάχτυλο προς την Ελλάδα και απαιτούν λύσεις μονίμως από άλλους έχουν οδηγήσει ακόμα και μεγάλα έντυπα της Ευρώπης να τους ειρωνεύονται ως εκπροσώπους εθνών θαλασσόλυκων, που δίνουν συμβουλές για το πώς φυλάσσονται θαλάσσια σύνορα.
Χώρες που ουσιαστικά δεν έχουν ζήσει εδώ και δεκαετίες κανένα ουσιαστικό πρόβλημα στα σύνορα τους και η μόνη επίθεση ή απειλητική ενέργεια που μπορεί να δεχτούν είναι να περάσει τα σύνορα τους μπαλάκι του γκολφ από απρόσεκτο παίκτη που παίζει στη γείτονα χώρα. Ο νότος με τον βορρά, οι φτωχότεροι με τους πλουσιότερους μοιάζουν να είναι τόσο διαφορετικοί κόσμοι που δεν έχουν τίποτα να μοιραστούν εκτός από διαφωνίες.
Η λέξη «διαπραγμάτευση» έχει καταντήσει επίσης ένα ανέκδοτο στους κόλπους της Ε.Ε. αφού αφενός μεν είναι τις περισσότερες φορές προσχηματική, αφετέρου δε η εμπειρία έχει δείξει ότι μπορείς να πετύχεις περισσότερα όντας μη μέλος της Ε.Ε. παρά ως μέλος της. Τρανό παράδειγμα η διαπραγμάτευση με την Τουρκία, όπου είναι χαρακτηριστική της στάσης της ηγετικής ομάδας της Ε.Ε. που υποκύπτει σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα του Ταγίπ Ερντογάν, την ώρα που η κυβέρνηση του ανέχεται το εμπόριο ελπίδας στα παράλια της με τους πρόσφυγες να γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλευσης. Μοιάζει η ηγετική ομάδα της Ε.Ε. να μην ενδιαφέρεται να κρατήσει τη συνοχή της Ένωσης, να αγνοεί βασικές αρχές των συνθηκών που έχουν υπογράψει τα ίδια τα κράτη που την συνθέτουν, να μην έχει συναίσθηση του ανεπανόρθωτου πλήγματος που καταφέρει εναντίον του ίδιου της του εαυτού. Και κυρίως να κάνει πως δεν βλέπει ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι η καλύτερη τροφή για την ακροδεξιά, την οποία αντί να πολεμά ευθέως και χωρίς περιστροφές, υιοθετεί μέρος της ατζέντας της.
Με αυτή τη «στρατηγική» της ευθύνης του «άλλου», με αυτή την κοντόφθαλμη προσέγγιση μεγάλων προβλημάτων είναι φυσικό να ακούσει κάποια στιγμή- αν δεν το ακούει ήδη- από τους πολίτες της ίδιας της Ένωσης «Μα άι σιχτίρ επιτέλους» που μοιάζει και σαν αναγραμματισμός του Μάαστριχτ, αλλά με μια πιο ανατολίτικη εσάνς.