Δεν μπορώ να μιλήσω με σιγουριά για το ιστορικό μέρος του επιχειρήματος και πόσο αυτές οι μνήμες παίζουν ρόλο σήμερα, αλλά είμαι βέβαιος ότι αυτή η παρατήρησή της αγγίζει ένα πολύ ουσιαστικό σημείο. Η Τασούλα Βερβενιώτη περιγράφει τη «Μάνα του αγωνιζόμενου έθνους», καθώς γυναίκες ζητούν «να λυτρωθούν από την τριπλή σκλαβιά, κατακτητή, προϊσταμένου και άντρα». Αυτός ο αγώνας περιλάμβανε γυναίκες που συμμετείχαν χωρίς να μιλήσουν, γυναίκες που πολέμησαν, και γυναίκες που μίλησαν.

Αυτό, το τελευταίο, η Μάγδα Φύσσα το κάνει κατά τρόπο συνταρακτικό.

Ο πατριάρχης του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού, ο άνθρωπος που δεν χάνει ευκαιρία να ξαναπεί ότι είναι ναζιστής και φασίστας, πιστεύω ότι δεν έχει καμία υπερασπιστική στρατηγική. Δεν προβάλλει κανένα νομικό επιχείρημα, επανέρχεται στην ελευθερία που του παρέχει ο νόμος να είναι ναζιστής, συγχέοντας έννοιες και νόμους κατά τρόπο καφενειακό, σαν να τον ενδιαφέρει μόνο μια προσωπική πολιτική στρατηγική, και καθόλου η δίκη ή η μοίρα του εντολέα του. Μικρό το κακό θα έλεγε κανείς, αν δεν ένιωθε στην αίθουσα την ανατριχίλα του να συνυπάρχει με ναζιστικούς χαιρετισμούς και ταυτοχρόνως να καλείται ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης για να επιβάλει την τάξη στα χειροκροτήματα της δικής μας πλευράς.

Η φράση της προέδρου πως η Μάγδα Φύσσα λέει «τα ίδια και τα ίδια, εκατό φορές» είναι φράση τόσο ακραία, που πάρα πολύ δύσκολα θα σβηστεί από τη μνήμη μας καθώς θα εξελίσσεται αυτή η δίκη τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια.

Πήρε τον λόγο η Μάγδα Φύσσα για να απαντήσει, αναφερόμενη σε αυτά που πέρασε αυτά τα 5,5 χρόνια στις αίθουσες των δικαστηρίων. Με την ερώτηση του Παπαδάκη, που της ζήτησε να εξηγήσει τι εννοούσε, ξεκίνησε να επαναφέρει στη μνήμη μας τη φρίκη των «Πού είναι ο Παύλος σου τώρα;», που ακούστηκαν τότε, και που τώρα πολύ δειλά είχαν τη θολή αναβίωσή τους στο πρόσωπο ενός ζευγαριού φασιστών που χασκογελούσαν προκλητικά την ώρα της κατάθεσης. 

Παρακολούθησα τη δίκη από την αίθουσα του δικαστηρίου. Δεν ξέρω με ποια ψυχικά αποθέματα αντιμετώπισε τον οχετό που έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτή η γυναίκα. Θυμάμαι την πρόεδρο να της λέει ότι πρέπει να κάνει υπομονή, όσο ο Λαγός ασκούσε το δικονομικό του δικαίωμα να της απευθύνει ερωτήσεις, γκαρίζοντας λες και την ανέκρινε. 

Όμως όλη η αντρίλα και η γραβατίλα της απέναντι πλευράς δεν την πτόησαν ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Απευθυνόταν στον Λαγό και του έλεγε ότι το να  αποκαλεί τον εαυτό του πολιτικό κρατούμενο θα κάνει να τρίζουν τα κόκκαλα των αληθινών πολιτικών κρατουμένων, που οι ίδιοι βασάνισαν.

Απευθυνόταν στον Πλεύρη και του μιλούσε για τον ναζιστικό χαιρετισμό του. Αυτό που τόσο ντροπιαστικά έχει καταπιεί η έδρα, το έθεσε η Μάγδα Φύσσα. Θυμίζω ότι η υποχρέωση της ευπρεπούς ενδυμασίας μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή από την αίθουσα γιατί φαίνονται οι ώμοι μιας γυναίκας. Τι να πω, νομικός δεν είμαι, τι συνιστά προσβολή για τη διαδικασία είναι, φαίνεται, πολύ σχετικό.

(Με την ευκαιρία, μια κουβέντα για τον υιό Πλεύρη: δεν είναι ζήτημα οικογενειακής ευθύνης. Ας μην υπερασπιζόταν τον πατέρα του στο δικαστήριο για το ναζιστικό βιβλίο του για τους Εβραίους, ας μην έλεγε αυτά που έλεγε στο δικαστήριο.)

Η Μάγδα Φύσσα έχει έναν τόνο ζεστό και ανθρώπινο όταν μιλάει για το παιδί της και όσους σήμερα μάχονται στη μνήμη του, και ταυτοχρόνως, έχοντας ψηθεί σε αυτό το καμίνι του ακραίου ανθρώπινου πόνου, νιώθεις ότι είναι ατρόμητη. Πιστεύω ότι σε αυτό έγκειται η μοναδική λάμψη της. 

Μίλησα στην αρχή για εγγύτητα και δέος. Νομίζω ότι αυτός ο συνδυασμός περιγράφει τα συναισθήματα που εμπνέει η παρουσία της στο δικαστήριο. Διηγήθηκε πώς ήθελε να πάρει αγκαλιά τον Παύλο να τον ζεστάνει, πώς από τότε ξεκινά ο Γολγοθάς να ζει χωρίς το παιδί της. 

Για να γυρίσω σε αυτό που είπε η Κατερίνα Μάτσα (ελπίζω ότι δεν το χαλάω πολύ, ας έχω εγώ την ευθύνη της φράσης), η Μάγδα Φύσσα είναι μια μάνα που έχασε το παιδί της από τους φασίστες, που μιλάει. 

Κάποια στιγμή ο δικηγόρος Οπλαντζάκης της λέει είναι γνωστό ποιος είμαι, και του απαντά ναι, αυτός που υπερασπίζεται τον δολοφόνο του παιδιού μου. Αντιλαμβάνομαι τη σημασία του δικαιώματος της υπεράσπισης και για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Όλοι αντιλαμβανόμαστε όμως και τι είναι να σέβεσαι τη μάνα του θύματος ή τι είναι να την προσβάλεις. Αν δεν δικηγορίζει κάνεις ναρκισσευόμενος, τα όρια αυτά είναι ευδιάκριτα.

Η δίκη για δολοφονία είναι μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα πάνω από έναν τάφο. Δεν υπάρχει τίποτε χαρμόσυνο εκεί. Υπάρχει όμως  αυτός ο πόνος που μετατρέπεται σε δύναμη. Και μάλιστα δύναμη που διατηρεί την ανθρωπιά της. 

Νόμιζε ο χουντόγερος Πλεύρης ότι θα την δυσκολέψει ρωτώντας την «πώς θα τελειώσετε με τον φασισμό;», αναφερόμενος στη συνέντευξη που είχε δώσει στο Documento. Προφανώς και βεβαίως είναι δίκαιο να πολεμά κανείς τους φασίστες. Αλλά του θύμισε ότι τα δικά της όπλα είναι τα λόγια. Οι φασίστες της Χρυσής Αυγής είναι αυτοί που σκότωσαν.

Δεν έχω ιδέα πώς αντέχεται αυτό που έχει χρειαστεί να αντέξει η Μάγδα Φύσσα. Ξέρω ότι νιώθω απέραντο θαυμασμό για το ότι αντέχει με αυτόν τον τρόπο, με αυτό το ήθος.