Η καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται μπορεί να μας τελείωσε τελευταία, αλλά οι παρεμβάσεις συστημικών διανοουμένων που θέλουν να μας πείσουν ότι η επαναστατική δράση (αναρχική ή άλλη) και η βία είναι λέξεις ασύνδετες δε σταματούν. Από ανόητους γόνους που δημοσιογραφούν κληρονομικώ δικαίω μέχρι τους τηλεστάρ της συστημικής δημοσιογραφίας μαθαίνουμε ότι η βία είναι κάτι που οι αναρχικοί καταδικάζουν. Λυπάμαι, αλλά θα τους απογοητεύσω- ειδικά σε συνθήκες λαϊκής εξέγερσης είναι μεγάλο το κομμάτι της αριστεράς που, παρά τις άλλες διαφορές του, θεωρεί την επαναστατική βία ως μια ηθική πρακτική. Και σε αυτό δεν ανήκουν μόνον αναρχικοί. Βεβαίως και η παράδοση της μή βίας υπάρχει σε ένα άλλο  μεγάλο κομμάτι, όμως, σε κάθε εποχή, είναι η άτιμη η συγκυρία που επιβάλλει συνήθως από μόνη της στο μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς ως κυρίαρχη τη μία ή την άλλη άποψη. Υπήρχαν ιστορικές περίοδοι που το κίνημα αγκάλιαζε τη μη βία και άλλες που οι ήρωές του ήταν πρωταγωνιστές ληστειών και δολοφονιών και επεφύλασσαν φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Και οι δύο μορφές πάλης έχουν εκάστοτε δικαιωθεί από την ιστορία και τη λαϊκή συνείδηση βάσει ακριβώς της συγκυρίας – και βεβαίως το κλασσικό ερώτημα “αν ήξερες τι θα γινόταν ο Χίτλερ από όταν ήταν είκοσι χρονών, θα τον σκότωνες;” συνεχίζει να επιδέχεται (δικαιολογημένα) όλες τις απαντήσεις. 
 
Ακόμη όμως και η ατομική βία – που όντως έχει καταδικαστεί από το μεγαλύτερο κομμάτι του κινήματος και που ακόμη και όσοι τη δικαιολογούσαν έβαζαν την προϋπόθεση να έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα μέσα που οι εξεγερμένοι λαοί έχουν στη διάθεσή τους- ακόμη, λοιπόν και η ατομική βία, που οι παλιοί αναρχικοί ονόμαζαν “προπαγάνδα δια των πράξεων” ή “ατομική προπαγάνδα” έχει διαχρονικά τους υποστηρικτές της, είτε πρόκειται για γνωστούς επαναστάτες σαν τον Αλέξανδρο Μπέργκμαν είτε για γκρουπούσκουλα που δρούσαν παράλληλα στο χίππικο κίνημα ή στη σκιά των μαύρων πανθήρων – ναι, διαπερνά όλες τις ταραγμένες εποχές το φαινόμενο. Όσο για τις ληστείες τραπεζών, αυτές έχουν θρέψει πολλά επαναστατικά ή μη στόματα και έχουν οπλίσει πολλά ηρωικά χέρια – ειδικά σε συνθήκες ανάπτυξης του κινήματος ή συνθήκες επανάστασης. 
 
Ατομική βία και η προβοκάτσια Συγγρού
 

Είχε και η Ελλάδα το μερτικό της από το 19ο αιώνα κιόλας, και μάλιστα με το ουτοπικό/αναρχικό κίνημα στα πάνω του, στα πιο ..πάνω του από το μαρξιστικό – κάτι λογικό για μια αγροτική χώρα. Και οι ενέργειες ατομικής βίας κάνουν ήδη τότε την εμφάνισή τους, μέχρι και σε γάμους και χαρές – όπου απ’ ότι φαίνεται η αναρχία ήταν πρώτη. Υπάρχει ιστορική αναφορά στον τρόπο που διάλεξαν, εν έτει 1898 να γιορτάσουν το γάμο τους δύο αναρχικοί των Πατρών, ο Ανδρέας Θεοδωρίδης και η Φωτεινή Δροσοπούλου: με την εκτέλεση δύο γνωστών τοκογλύφων της πόλης, τους; οποίους όμως “δυστυχώς” μόνο να τραυματίσει κατάφερε ο Θεοδωρίδης. Υπήρξαν και άλλες τέτοιες ενέργειες, από την βίαιη λεκτική έκρηξη/παρέμβαση του Σταύρου Καλλέργη στη Βουλή το 1893 – ένας άνθρωπος που όντως μπήκε με καλές προθέσεις στο κοινοβούλιο- μέχρι τη δολοφονία (πάλι στην Πάτρα) του τραπεζίτη Διονύσιου Φραγκόπουλου από τον παπουτσή Δημήτριο Ματσάλη, εξ Άργους ορμόμενο και μέλος της ιστορικής οργάνωσης “Επί τα Πρόσω”, τον πρώτο “κανονικό τρομοκράτη” στη σύγχρονη Ελλάδα (στην αρχαία, οι Τυραννοκτόνοι ήταν πάντα ήρωες, ως γνωστόν. 'Οχι αυτοι που τα εβαζαν με τους Σκύθες/αστυνόμους, αλλά οι Τυραννοκτόνοι – για να μην υπάρξει παρεξήγηση). Ο Μ. Δημητρίου εξηγεί: «ο ιδεολογικός φανατισμός του (του Ματσάλη) τον οδήγησε στην επιλογή της ατομικής επαναστατικής πράξης, τελικά, σε μια ανώτερη πράξη κοινωνικής καταγγελίας και μαζί ανελέητης αποφασιστικότητας…Σύμφωνα με την τρομοκρατική αναρχική αντίληψη (η πράξη του) ήταν μια πράξη αυτοθυσίας κι αφανισμός δύο εκπροσώπων της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων».  Δε χρειάζεται να αναφερθούμε, νομίζω, στο ξύλο που έφαγε ο Ματσάλης (και ο Καλλέργης και και) στα κελιά των αστυνόμων.

 
Η δράση των πρώτων ελλήνων αναρχικών και ουτοπικών σοσιαλιστών, γέννησε και τις πρώτες προβοκάτσιες από πλευράς των αρχών και της αστυνομίας. Όπως αναφέρει ο Γ. Κορδάτος, οι έλληνες αναρχικοί μπαίνουν στο στόχαστρο για αυτή τους την ιδιότητα και μόνον, διώκονται ήδη από το 1894, οπότε και το ζητεί η Διεθνής Υπηρεσία Διώξεως Αναρχικών (η αντεπαναστατική Ιντερπόλ της κρατών της δυτ. Ευρώπης). Η Υπηρεσία ζήτησε διεθνές “φακέλλωμα”, ονόματα και φωτογραφίες, όλων όσων δήλωναν αναρχικοί. Παράλληλα, υπό τις εντολές των ξένων, το ελλαδικό κρατίδιο ξεκινά τις πρώτες προβοκάτσιες. Πιο γνωστή η υπόθεση «σχεδιασμού δολοφονίας» του “εθνικού ευεργέτη” και μεγάλου καθάρματος κατά τα φαινόμενα, Ανδρέα Συγγρού (ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη από τη ΝΔ για τους συνειρμούς).  
 
Ο Συγγρός ήταν υπεύθυνος για «σπεκουλαδόρικο ρόλο στους διεθνείς δανεισμούς της χώρας», επεδείκνυε κτηνώδη συμπεριφορά προς τους κολλήγους του και προκαλούσε ανοικτά κάθε έννοια δικαίου, δηλώνοντας ανοιχτά ότι «δεν προτίθεται ποτέ του να πληρώσει το παραμικρό ως φόρο». Ο πιο μισητός εκπρόσωπος της ντόπιας εξουσίας, το αληθινό αφεντικό πολλών πολιτικών. Θα ήταν λογικό κάποιοι σοσιαλιστές ή αναρχικοί τότε να ονειρεύονταν ή σχεδίαζαν τη δολοφονία του. Παρ όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι κανείς δεν πέρασε στην πράξη- μάλλον επρόκειτο για την πρώτη καλοστημένη προβοκάτσια του κρατικού μηχανισμού, ώστε να μπορέσει να ασκήσει διώξεις και να σφίξει λουριά.  
 
Θύμα της αστυνομικής σκευωρίας ήταν ο Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος, «σεσημασμένος» σοσιαλιστής, πιθανώς μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, φοιτητής της Νομικής, και… προκλητικός τύπος: υπήρξε ο κεντρικός ομιλητής στον δεύτερο εν Ελλάδι εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς, το 1894 στην Αθήνα- μια Αθήνα που βρισκόταν πολύ κοντά στα γεγονότα και πολύ μαρυά από το οκτάβρο και τις άλλες εργατικές διεκδικήσεις που μισούσαν τα αφεντικά. Τέλη εκείνου του Μαϊου, λοιπόν, του ίδιου Μαϊου που ήξερε ότι είχε μπει στο στόχαστρο των αρχών, υποτίθεται ότι ο Ευάγγελος ενυπόγραφα, με επιστολή του, ζητεί 23.560 δραχμές ακριβώς από τον Ανδρέα Συγγρό με στόχο την έκδοση σοσιαλιστικών εντύπων, και απειλεί το Συγγρό ευθέως: αν δε δώσεις τα χρήματα, «σείεται υπό τας πόδας σου το έδαφος και μοιραίον και άγριον τέλος σε αναμένει». Υπέγραφε δε, «Υποσημειούμαι μεθ' όλου του μίσους το οποίο τρέφω, Ε. Μαρκαντωνάτος».  
 
Η συνέχεια αναμενόμενη: ο Συγγρός πήγε στην Αστυνομία, η Αστυνομία υπό τον Μιλτιάδη Έβερτ (παππού) συνέλαβε τον “εκβιαστή” Μαρκαντωνάτο αλλά και τον γνωστό μας “τρομοκράτη” Σταύρο Καλλέργη, που τον παρουσίασαν ως συνεργό του Ευ. Μαρκαντωνάτου. Στο δικαστήριο, το Κακουργιοδικείο Χαλκίδας, ο Μαρκαντωνάτος αρνήθηκε την πατρότητα της επιστολής κι ο Καλλέργης αρνήθηκε ότι ο Μαρκαντωνάτος ήταν συντροφός του σε παρνομίες. Αθωώθηκαν παμψηφεί − μετά ταύτα ο Μαρκαντωνάτος έφυγε μετανάστης στις ΗΠΑ (θα άξιζε να αναζητηθούν τα ίχνη του και η συνέχεια του βίου του εκεί). 
 
«Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα;»
 
Παρ’ ότι δολοφονίες και απόπειρες κατά τραπεζιτών, κεφαλαιοκρατών και πολιτικών υπήρξαν στην ιστορία του ελληνικού επανασταικού κινήματος από το 19ο αιώνα, οι ληστείες δεν εμφανίζονται με πολιτικό χαρακτήρα*. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές και κλέφτες, είτε είναι  οι νεαροί που μπαίναν σε σούπερ μάρκετ, κατέβαζαν τρόφιμα, τα έκλεβαν και τα μοίραζαν σε περαστικούς (που χάθηκαν αυτά τα παιδιά;), είτε είναι οι πορτοφολάδες ρεμπέτες που μοίραζαν τη λεία τους με τις ανήμπορες χήρες μάνες της γειτονιάς και τους θυμούνται ακόμη στο Αιγάλεω, είτε είναι ο Νταβέλης ή ο “Ληστής με τις γλαδιόλες” και οι αδελφοί Παλαιόκωστα, έχουν πολύ συχνά σχετική αποδοχή στην κοινωνία και δεν κρίνονται όπως άλλοι εγκληματίες.
 

Στους ήρωές μας. Ο Νταβέλης, ένας από τους ωραίους των ορέων που στολίζουν τη ληστρική μας παράδοση, αν και απλός ληστής (όχι τραπεζών), υπήρξε απαγωγέας ξένων επικυρίαρχων με στόχο το χρήμα και κέρδισε μια θέση στην καρδιά του λαού. Τραγουδήθηκε και ζωγραφίστηκε στα πρότυπα των ηρώων από το Θεόφιλο και άλλους, όπως και άλλοι λήσταρχοι, γιατί αντιστάθηκε ακριβώς στην ξένη κυριαρχία – έστω και με αυτό τον τρόπο. 

 
Ο Θεόδωρος Βενάρδος, ο Ληστής με τις Γλαδιόλες, ήταν ένας ..κανονικός ποινικός ληστής, στις κόκκινες γλαδιόλες έκρυβε την καραμπίνα, αλλά η επί χούντας δράση του (ίσως και το ..χρώμα από τις γλαδιόλες) χτίζουν γι’ αυτόν την εικόνα του τρυφερού, ρομαντικού και αντιστασιακού παράνομου. Οσο για τους αδελφούς Παλαιόκωστα, τους συνοδεύει από καιρό και τους περισώζει στη λαϊκή συνείδηση η φήμη ότι δρουν υπέρ των φτωχών και μέρος όσων αποκομίζουν αποδίδεται στην κοινωνία- την ίδια κοινωνία που θεωρεί ότι την καταληστεύουν οι τράπεζες, που ληστεύουν οι Παλαιοκωσταίοι. 
 
Ωστόσο, στο διεθνές κίνημα, οι αναρχικοί ληστές (και όχι μόνον αναρχικοί: το ΚΚΕ μπορεί να «καταδικάζει» σήμερα τέτοιες ενέργειες, αλλά δεν μπορεί να ξεχνά ότι ο ίδιος ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς ήταν ληστής τραπεζών), οι ληστές με αριστερή ιδεολογία, ορθότερα λοιπόν, δεν είναι καθόλου άγνωστο είδος. Στους κομμουνιστές του '17 οι ληστείες ήταν τα αγιασμένα από το σκοπό μέσα, στο αναρχικό κίνημα δεν ήταν πάντα έτσι. Γι αυτό στους αναρχικούς η λαϊκή ιστορική μνήμη επιφυλλάσσει διαφορετική μεταχείριση αναλόγως της περιόδου δράσης και του τρόπου που οι ίδιοι ορίζουν τον εαυτό τους απέναντι στο λαό: η συμμορία των Μπονώ και οι γάλλοι ιλλεγκαλίστες της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα δεν γίνονται αποδεκτοί από το λαό, γιατί κάνουν τη ληστεία για ίδιον όφελος, είναι η δική τους επιλογή ζωής, ενώ ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, που ληστεύει για να χρηματοδοτήσει το κίνημα και ο ίδιος ζει σπαρτιάτικα από την εργασία του (“κερδίζω το δικαίωμα να μιλώ κάθε πρωί στις έξι που ξυπνάω να πάω στη δουλειά μου”), παραμένει επαναστατικό σύμβολο. 
 

Όχι, δεν πρόκειται για “περσινά ξυνά” επαναστατικά σταφύλια: ακόμη και στην εποχή μας, μορφές συγκλονιστικές, όπως του (εν ζωή) αναρχικού ληστή τραπεζών και θρυλικού πλαστογράφου Λούθιο Ουρτούμπια ταυτίζονται με την αντίσταση κατά της ισπανικής χούντας και, στη συνείδηση του λαού τους, των λαών μας, είναι σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών ή, όπως έχει ειπωθεί για τον Ουρτούμπια “Ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης που όμως δεν παλεύει ενάντια σε ανεμόμυλους αλλά σε έναν υπαρκτό γιγάντιο εχθρό”.  Και όπως της θρυλικής λησταρχίνας της Ινδίας, της Φουλάν Ντέβι, που, χιλιοτραγουδισμένη και απόγονος του Γκάντι στη συνείδησή της, πέρασε από τις ληστείες στην πολιτική — τόση ήταν η μήνι των εχθρών της που τη δολοφόνησαν σε πρώτη ευκαιρία. Και δεκάδες άλλους λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, τότε και σήμερα, στον πρώτο ή στον τρίτο κόσμο – όλους πλασμένους από το υλικό του μύθου και του θρύλου που μας χάρισαν το Ζορρό και το Ρομπέν των Δασών. Ειδικά όταν έχουν περάσει από το “εγώ” στο “εμείς” – κι εδώ είναι ακριβώς το σημείο που το λαϊκό κριτήριο χωρίζει τον ήρωα που πρέπει να ζήσει την κοινή μνήμη από τον ποινικό που ανήκει στις στατιστικές του μέλλοντος.

 

Η ιστορία των τεσσάρων βασανισθέντων ληστών του Βελβεντού, πάντως, που όλα μάλλον προς το “εγώ” της στιρνερικής, ατομικιστικής αναρχικής παράδοσης τους τοποθετούν – εκεί που σε τοποθετεί η εφηβική οργή σε μια διαλυμένη κοινωνία ίσως- φέρνει ιδιαίτερα στο νου τη “Μαύρη Σημαία” την προεπαναστατική αναρχική οργάνωση της τσαρικής Ρωσίας (1903-1906) που έδρασε με επίκεντρο το Μπιάλιστοκ και μέλη εργάτες, αγρότες, φοιτητές στα 20 τους ή και λιγότερα χρόνια (ο νεώτερος ηταν στα 15). Παιδιά, που βίωναν την ανελευθερία και την αθλιότητα του τσαρικού καθεστώτος και υπήρξαν φανατικοί της ατομικής βίας, πιστεύοντας ότι σπέρνοντας τον τρόμο στους κυβερνώντες μπορούσε να οδηγηθεί ο λαός στην επανάσταση και την αναρχική κοινωνία. “Κάτω η Ιδιοκτησία, Κάτω η Δημοκρατία, Ζήτω η Σοσιαλιστική Επανάσταση! Ζήτω η Αναρχία!” διακήρυτταν στην εφημερίδα τους, “Αναρχία”, και δήλωναν ανοικτά την υποστήριξή τους σε κάθε μορφή βίας με στόχο την εξουσία. σε αυτούς έχει τις ρίζες της και η καρικατούρα του αναρχικού με την ολοστρόγγυλη βόμβα ανά χείρας, που κυνηγάει τους φορείς εξουσίας, και που πέρασε ως και στα Λούκυ Λουκ (βλ. Ο Μέγας Δουξ).  Για τα μέλη της Μαύρης Σημαίας η σωρεία ληστειών “για την εύρεση χρημάτων για τους επαναστατικούς (μας) σκοπούς” είχε μόνο έναν όρο: δεν έπρεπε να σκοτωθεί άνθρωπος. Απλός άνθρωπος- γιατί, μετά την δίωξη εργατών της υφαντουργίας και τις κακοποιήσεις τους από την αστυνομία, εκτέλεσαν τον αρχηγό της αστυνομίας του Μπιάλιστοκ, κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο μίας βεντέτας μεταξύ αστυνομίας και αναρχικών που έμελλε να κρατήσει τέσσερα χρόνια (στο Μπιαλιστοκ- αλλου κραταει δεκαετίες…). Λίγο μετά εκτέλεσαν και τον ιδιοκτήτη της υφαντουργίας, γιατί απέλυσε τους εργάτες και έφερε απεργοσπάστες στη θέση τους. Από κει και πέρα στοχοποίησαν κάθε τράπεζα, εργοστάσιο, κατοικία πλουσίου ή ευγενούς που εμπλέκονταν σε αντεργατικές ενέργειες αλλά και πολλές δημόσιες τοποθεσίες, “αρκεί”, όπως γράφει ο Άβριτς, “να ήταν απολύτως σίγουροι ότι εκεί συναθροίζονταν μόνον πλούσιοι”. 

 
Παλαμάκια και μια στροφή περίπου εκτός θέματος
 
Το συμπέρασμα είναι δεδομένο, ιστορικά και λαϊκά: τέτοιες ενέργειες, ενέργειες που σήμερα ονομάζουμε “ατομικής βίας”, δεν βρίσκουν ευρεία απήχηση έξω από αναπτυγμένο λαϊκό κίνημα όπως δε βρίσκουν απήχηση και σε μια ευνομούμενη χώρα, μια δημοκρατική, ελεύθερη χώρα, μια χώρα όπου ο λαός, οι πολίτες, οι άνθρωποι του κόσμου της εργασίας έχουν δικαιώματα πέρα από υποχρεώσεις.
 
Είναι, όμως, η Ελλάδα του 2013 μια τέτοια χώρα; Εκφράζεται στην Ελλάδα του 2013 η λαϊκή βούληση από την πολιτική της κυβέρνησης; Αυτή η κυβέρνηση, που προεκλογικά εμφανιζόταν χλιαρή αντιμνημονιακή (επαναδιαπραγμάτευση, γαρ), που έλεγε ότι δε θα βάλει νέους φόρους κλπ και σήμερα λειώνει χιλιάδες εργαζόμενους και ανέργους κάτω από τη μπότα της πιο ανάλγητης πολιτικής των αριθμών, συνεχίζει να νομιμοποιείται από ένα εκλογικό αποτέλεσμα που έλαβε εξαπατώντας το λαό; Ποιός μπορεί σήμερα να υποστηρίξει ότι αυτή, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, εκφράζει την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, μια πλειοψηφία που είναι αντιμνημονιακή και αντιδρά στα βάρβαρα μέτρα; Ποιός μπορεί να στηρίξει το δημοκρατικό της άλλοθι, μετά την καταπάτηση κάθε προεκλογικής δέσμευσης, την οικονομική επίθεση κατά του λαού, τις δηλώσεις στελεχών της (Στουρνάρας, Βορίδης) περί καλοδεχούμενου τούρκικου κεφαλαίου (μισό λεπτό να το θυμίσω: είστε δεξιοί της λεγόμενης πατριωτικής δεξιάς, Αντώνη!), μετά τις επιστρατεύσεις και τα βασανιστήρια; ποιό ποσοστό του λαού θεωρεί ότι η κυβέρνηση αυτή έχει οποιοδήποτε δημοκρατικό άλλοθι;   
 
Οι εκλογές, ακόμα και αν το κόμμα που ψήφισες εκλεγεί κυβέρνηση, διόλου δεν εξασφαλίζουν ότι θα πάρεις αυτό που ζητάς και ότι θα παύσει αυτό που “κατακρίνεις”. Και όταν σε τέσσερα χρόνια θα έχει την ευκαιρία να «ξανακρίνει» ο λαός, πόσες ζωές/αυτοκονίες, πόσα δικαιώματα, πόσες περιουσίες, θα έχει πάρει στο λαιμό της, και πόσους καταστροφικούς νόμους θα έχει περάσει; πόσο μέρος του εθνικού πλούτου θα έχει ξεπουληθεί; πόσο φτωχότερους, πόσο δέσμιους και πόσο δούλους θα έχουν παραδώσει αυτή τη χώρα και το λαό της; 
 
Και για να επιστρέψουμε στο θέμα: ποιά θέση, λοιπόν, θα επιφυλλάσσει η αυριανή λαϊκή μυθολογία σε αυτά εδώ τα παιδιά, ειδικά αν κάνουν το άλμα προς το “Εμείς”, ξεπερνώντας την οργή και τον ηλικιακό και συγκυριακό χολιγουντιανό ναρκισσισμό, που υποδεικνύει η συμπεριφορά τους σε ένα βαθμό και που είχε φανεί καθαρά σε κάποιες προκηρύξεις; Αυτό το “Εμείς” δεν έβλεπε με συμπάθεια μεγάλο κομμάτι του λαού στην 17Ν για χρόνια (μέχρι τη δολοφονία Μπακογιάννη), κι ας ζούσαμε σε δημοκρατία;
 
Τα τραύματα που το Μνημόνιο και οι κυβερνήσεις που το διαχειρίζονται αφήνουν στο σώμα και την ψυχή της ελληνικής κοινωνίας δεν θεραπεύονται α λά καρτ. Και αν σήμερα οι νεαροί αντάρτες πόλεων είναι θύματα της μυθολογίας της βίας και της αυτο-ηρωοποίησης και φαίνονται αποκομμένοι από τα λαϊκά προβλήματα, οι πράξεις τους πρέπει να κριθούν στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Όπως δεν έχουμε σοβαρή κυβέρνηση, σοβαρό αντιπολιτευτικό κίνημα ή σοβαρό λαϊκό κίνημα, φυσικό επόμενο είναι να μην έχουμε ούτε “σοβαρούς” αντάρτες των πόλεων. 'Αλλωστε οι τελευταίοι ως “σοβαροί” έχουν θέση σε ένα λαϊκό κίνημα μόνο “από τη στιγμή που δε γίνεται διαφορετικά”, όταν δηλαδή έχουν εξαντληθεί τα άλλα λαϊκά μέσα, αν θυμάμαι καλά το Μαλατέστα μου…
 
*Εδώ αξίζει και μία αναφορά στον Ηλία Γιοβάνοβιτς, σέρβο αναρχικό και πρώτο κήρυκα των επαναστατικών ιδεών στην Κέρκυρα, όπου είχε βρει καταφύγιο ως καταζητούμενος από τις αρχές. Ο Αγις Στίνας θυμάται ότι ο Γιοβάνοβιτς «είχε μια σοβαρή θεωρητική κατάρτιση και προϊστορία. Είχε ταξιδέψει στην Ισπανία και την Αργεντινή και είχε γνωριστεί με τους εκεί αναρχικούς. Συνδέθηκε ακόμη με τους αναρχικούς της Γαλλίας και είχε πάρει μέρος στη μεγάλη ληστεία τραπέζης που έγινε στο Παρίσι το 1913. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μαζί με αναρχικούς έπαιρνε μέρος σε ληστεία τραπέζης». 
 
Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα βιβλία Μ. Δημητρίου, Το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα, Άγι Στίνα, ΕΑΜ- ΕΛΑΣ- ΟΠΛΑ, Πολ Αβριτς, Οι Ρώσοι Αναρχικοί. Το έργο Μαχάτμα Γκάντι/Φουλάν Ντέβι είναι του Γιάννη Γίγα. Οι  Τυρρανοκτόνοι είναι από αγγείο που βρίσκεται στην Κοπεγχάγη. Ο Νταβέλης έργο του Θεόφιλου. Στη φωτογραφία πέντε μέλη της ρωσικής αναρχικής οργάνωσης “Μαύρη Σημαία”.