«Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης μπορεί να διαρκέσουν μήνες, αλλά η νεοεκλεγείσα Ομοσπονδιακή Βουλή αρχίζει να λειτουργεί σχετικά γρήγορα», αναφέρει η εφημερίδα καθώς «σύμφωνα με το Γερμανικό Σύνταγμα, πρέπει να συνεδριάσει το αργότερο 30 ημέρες μετά τις εκλογές, δηλαδή μέχρι τις 26 Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους». «Αν η νέα Ομοσπονδιακή Βουλή δεν μπορέσει να εκλέξει αμέσως Καγκελάριο κατά την πρώτη της συνεδρίαση, επειδή οι διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί, ο Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ
θα ζητήσει από την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και το υπουργικό της συμβούλιο να συνεχίσουν να υπηρετούν μέχρι να επιλεγεί και να ορκιστεί νέα κυβέρνηση», συμπληρώνει.

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα «δεν υπάρχει χρονικό όριο για αυτήν τη φάση», οπότε «η Άνγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να συνεχίσει να κατέχει το αξίωμα μέχρι τα Χριστούγεννα» ώστε «μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2021, να έχει ξεπεράσει το προηγούμενο ρεκόρ των 5.869 ημερών του Καγκελάριου Χέλμουτ Κολ στην εξουσία». Καθώς είναι «απίθανο να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση τόσο σύντομα, η Άνγκελα Μέρκελ πιθανότατα θα ταξιδέψει στη Ρώμη, για παράδειγμα, για τη συνάντηση των ηγέτιδων οικονομικών δυνάμεων, τη σύνοδο κορυφής της G20, στα τέλη Οκτωβρίου».

«Το νέο κοινοβούλιο θα έχει ακόμη περισσότερους βουλευτές από το προηγούμενο, το οποίο είχε ήδη το ρεκόρ των 709», λόγω του γερμανικού εκλογικών νόμων και άλλων νομοθεσιών που αφορούν τις βουλευτικές έδρες. Το πιο δύσκολο κεφάλαιο μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές, σύμφωνα με τη Deutche Welle, είναι πως δεν υπάρχουν νομικά καθορισμένα χρονικά όρια στη διαδικασία διερευνητικών εντολών «και όλα τα εμπλεκόμενα μέρη το γνωρίζουν αυτό, καθώς διαπραγματεύονται για κάθε λεπτομέρεια και συνεπώς για κάθε κομμάτι εξουσίας». Οι διαπραγματεύσεις για συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού «αρχίζουν από τον ανώτατο υποψήφιο του κόμματος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους στις ομοσπονδιακές εκλογές» που «συνήθως είναι ο υποψήφιος καγκελάριος», ο οποίος «διαλέγει με ποια άλλα κόμματα θέλει να συνεργαστεί στο μέλλον σε μια κυβέρνηση».

Ωστόσο «μετά από αυτές τις ομοσπονδιακές εκλογές το 2021, όλα είναι διαφορετικά», καθώς το SPD (Σοσιαλδημοκράτες) και η Ένωση CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες) βρίσκονται τόσο κοντά στα αποτελέσματα των εκλογών που τόσο ο Χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος Αρμίν Λάσετ όσο και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για καγκελάριος Όλαφ Σολτς, διεκδικούν ο καθένας το δικαίωμα έναρξης διερευνητικών συνομιλιών με τους Φιλελεύθερους και το Κόμμα των Πρασίνων, για να σχηματίσουν τριμερή συνασπισμό. «Ωστόσο, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι έχουν επί του παρόντος τόσο μεγάλη διαφορά σε τόσα πολλά σημεία όσον αφορά τους δεδηλωμένους κομματικούς στόχους τους που θα τους πάρει χρόνο να διαπιστώσουν αν μπορούν να συνεργαστούν στην κυβέρνηση και αν ναι, αν θα είναι με τους Χριστιανοδημοκράτες ή τους Σοσιαλδημοκράτες πηδάλιο», καταλήγει.

Αν δεν συμβεί αυτό, το σύνταγμα προβλέπει νεες εκλογές εντός 14 ημερών και θέτει άλλο ένα εμπόδιο μπροστά από πιθανές νέες εκλογές, όπου αν οι ψήφοι είναι μικρότερες από την πλειοψηφία των μελών της Ομοσπονδιακής Βουλής, τότε ο Γερμανός πρόεδρος αποφασίζει αν θα διορίσει τον υποψήφιο ή θα διαλύσει την Βουλή. Μια περίπτωση που για την Deutche Welle είναι εξαιρετικά απίθανη.

Διευκρινίζει επίσης πως στην Γερμανία, «οποιοσδήποτε ψηφοφόρος έχει δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές», όπου χρειάζεται να στείλει «γραπτή επίσημη ένσταση στην επιτροπή εκλογικής αναθεώρησης με την Ομοσπονδιακή Βουλή στο Βερολίνο εντός δύο μηνών από την ημέρα των εκλογών». «Αυτή η επιτροπή επεξεργάζεται όλες τις υποβολές, όπου για «κάθε μεμονωμένη πρόκληση λαμβάνεται μια απόφαση, και κάθε αντίκρουση λαμβάνει απάντηση από την Ομοσπονδιακή Βουλή», ενώ «η όλη διαδικασία μπορεί να διαρκέσει μέχρι ένα έτος».