Ένα διήγημα της Ζωής - Μαρκέλας Γαλανάκη.

Ο Ονούρ απ’ έξω είχε μαύρα σγουρά μαλλιά, ελαφρώς στραβά πόδια και μία ελιά στο αριστερό του μάγουλο, που έμοιαζε λες κι είχε μόλις κλάψει ένα καφετί δάκρυ. Από μέσα είχε συνήθως αρκετές μικρές αγωνίες για ζητήματα ευτελή, ένα μεγάλο φόβο για ζητήματα σπουδαία και μία ελπίδα κυμαινόμενη, ευθέως ανάλογη με το φως του ήλιου.

Στις δέκα Απριλίου όμως ο Ονούρ άλλαξε λίγο απ’ έξω. Εντάξει, τα στραβά πόδια δεν ισιώνουν και το καφετί δάκρυ δύσκολα αφαιρείται, έκοψε όμως τα σγουρά του μαλλιά, τόσο χαμηλά που πια κανείς θα έπρεπε να μαντέψει αν από το κεφάλι του φύτρωναν μαύρες μπούκλες ή όχι. Σκέφτηκε ότι έτσι, δημιουργώντας πάνω του αυτό το ελάχιστο μυστήριο, θα την κρατούσε οπωσδήποτε κοντά του, τουλάχιστον μέχρι να ξεπροβάλλουν ξανά σα σκουλήκια οι  κατσαρές του τρίχες – για περίπου  δύο βδομάδες δηλαδή. Κι άλλαξε κι από μέσα εκείνη τη μέρα, γέμισε με μια αγωνία περίπου ηδονική και με μια ελπίδα μετέωρη και αυτόφωτη.

Το ραντεβού τους ήταν στο κέντρο του Καντικιοι, δίπλα από το άγαλμα του ταύρου, στις επτά ακριβώς.

Ο Ονούρ έφτασε μισή ώρα νωρίτερα. Είχε στην τσέπη της ζακέτας του το τελευταίο της γράμμα, και που και που φρόντιζε να το ακουμπά με το δεξί του χέρι για να σιγουρεύεται  με την αφή ότι δεν ήταν προϊόν ονείρου. Στο αριστερό του χέρι έσφιγγε μια μανόλια, που μόλις είχε κόψει από ξένη αυλή.

Στις οκτώ και μισή δεν του έκανε καμία εντύπωση η καθυστέρησή της, καθώς, είχε τέτοια ταπεινή ιδέα για τον εαυτό του, που τη θεωρούσε δίκαιη. Ακόμη και στις δέκα και μισή ένιωθε περισσότερο ότι μια τέτοια αναμονή του άξιζε, παρά φοβόταν ότι η αγαπημένη του δεν θα εμφανιστεί ποτέ. Και αυτή η ζυγαριά χαμηλής αυτοεκτίμησής και αργοπορίας κράτησε τα ίσα για μία ολόκληρη μέρα. Στις έντεκα Απριλίου και ώρα επτά έγειρε.

Ήταν σαφές πλέον ότι είχε μπερδέψει τις μέρες. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο γράμμα (πολύ γρήγορη, από φόβο μην φτάσει και τον βρει να το διαβάζει και τον περάσει για απελπισμένο). «Αυτό είναι το ζήτημα με τα γράμματα, σκέφτηκε. Φεύγουν οριστικά από τον αποστολέα, κι έτσι αυτός δε μπορεί ποτέ να τα ξαναδεί, να σιγουρευτεί για τα γραμμένα». Κι ενώ ο Ονούρ μπορούσε με το δεξί του χέρι να αγγίξει το σημείο εκείνο που έλεγε «δέκα Απριλίου στις εφτά ακριβώς», αυτή από τη μεριά της δεν είχε καμία τέτοια βεβαιότητα. Και πόσο μετάνιωνε τώρα που της απάντησε με ένα σκέτο «θα είμαι εκεί», χωρίς να επαναλάβει τις απαραίτητες λεπτομέρειες. Η καημένη θα πρέπει να ήταν τρομερά μπερδεμένη.

Κι έτσι έμεινε εκεί μέχρι να φύγει ο Απρίλης, οπότε άρχισε να υποψιάζεται ότι η αγαπημένη του δε μπέρδεψε μόνο τη μέρα αλλά και το μήνα και δε βρήκε άλλη λύση παρά να παραμείνει εκεί, δίπλα από το άγαλμα του ποιητή, μέχρι η γη να ξανακάνει τον κύκλο της γύρω από τον ήλιο. «Μα βέβαια, ο Απρίλης δεν είναι μήνας για έρωτα, κάποιον άλλο μήνα θα εννοούσε, πιο αξιόλογο».

Κι έτσι, με το γράμμα της στη δεξιά του τσέπη και τη μανόλια στο αριστερό του χέρι πέρασαν και οι δώδεκα μήνες μπροστά από το άγαλμα. Και την είχε πια τόσο  πολύ ζήσει μέσα του, που ένα κομμάτι χαρτί κι ένα λουλούδι έφταναν για να την αγαπά κάθε μέρα πιο πολύ. Είχε φανταστεί όλες τις μέρες του χρόνου μαζί της κι ήξερε πλέον με σιγουριά πως μισοκλείνει τα μάτια της από χαρά όταν πέφτουν οι πρώτες νιφάδες το Δεκέμβρη, πώς μαζεύει τα μαλλιά της μ’ ένα κίτρινο πανί τα μεσημέρια του Ιούλη και πως κοιμάται κάθε νύχτα αφήνοντας ένα ελάχιστο βασανιστικό κενό ανάμεσα απ’ τα βυσσινί της χείλη. Οι μέρες αυτές της αναμονής, ναι, ήταν πια βέβαιος, ήταν μέρες ευτυχίας. Και γι’ αυτό τις παράτεινε κάθε φορά και λίγο ακόμη και μετά και λίγο ακόμη και έτσι ο Ονούρ συνέχισε για καιρό, εκεί από το κέντρο του Καντίκιοι, να γυρίζει σταθερός και χαρούμενος μαζί με τη γη γύρω από τον ήλιο.

Με το πέρασμα των χρόνων, εκεί, ερωτευμένος κι ευτυχισμένος όπως ήταν, άρχισε να προβληματίζεται λίγο για τις μαύρες του μπούκλες,  που έρεαν άφθονες πλέον απ’ το κεφάλι του και που τον έκαναν να δείχνει λίγο ατημέλητος, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην απομακρυνθεί λεπτό από το σημείο της συνάντησης- θα ήταν τρομερή αγένεια να φτάσει και να μην τον βρει εκεί. Θα της τα εξηγούσε όλα μόλις την έβλεπε. Θα πηγαίναν για τσάι στον απέναντι κήπο και θα γελούσαν πολύ με το μπέρδεμα. «Μα φυσικά και δεν εννοούσα εκείνο τον Απρίλιο άγγελέ μου -έτσι θα τον αποκαλούσε-, δε θυμάσαι ότι ήταν ένας σαχλός μήνας;» Και μετά θα έδιναν το πρώτο τους φιλί. Θα της εξηγούσε πόσο πολύ την αγάπησε κι αυτή θα το καταλάβαινε. Θα του απαντούσε «μαζί για πάντα» και για να του το αποδείξει θα κατάπινε με το βυσσινί της στόμα το καφετί δάκρυ από το μάγουλό του.

Κάποια μέρα θα της εξηγούσε και για τη μανόλια.

Που είχε πια για τα καλά χώσει τις ρίζες της μέσα απ’ τις γραμμές της παλάμης του, και καθώς περνούσαν τα χρόνια άνθιζε κάθε άνοιξη επάνω στο αριστερό του χέρι. Αυτή πάλι θα γελούσε και θα δίναν ξανά ένα φιλί.

Και έκτοτε κάθε σαχλό Απρίλη θα έκοβε και θα της χάριζε ένα λουλούδι από το μπράτσο του.