Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η χθεσινή δωδεκάωρη απολογία του πρώην υπουργού υπήρξε εξαντλητική και πολλές στιγμές δεν έλειψαν οι εντάσεις, καθώς οι δύο ανακριτές βομβάρδισαν με ερωτήσεις τον κ. Παπαντωνίου ο οποίος αμφισβητεί όλο το σκεπτικό της δικογραφίας που σχηματίστηκε εναντίον του, μόλις πριν ένα χρόνο οπότε και υπήρξαν στοιχεία των ελβετικών τραπεζών για ροές και κινήσεις χρημάτων που κατά τις δικαστικές Αρχές “δείχνουν” παράνομα ωφελήματα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, ο Γιάννος Παπαντωνίου κλήθηκε χθες να απαντήσει επί της ουσίας της υπόθεσης, καθώς οι παραδοχές της Ανάκρισης είναι ότι το 2003 υπουργός Εθνικής 'Αμυνας διέπραξε απιστία -που έχει παραγραφεί – ζημιώνοντας με 400 εκατομμύρια ευρώ το Δημόσιο, με κίνητρο παράνομα ωφελήματα που έλαβε. Η ακολουθία της δικογραφίας αφορά αυτές τις παράνομες αμοιβές και τους τρόπους απόκρυψης και νομιμοποίησης των χρημάτων αυτών.
Ο πρώην υπουργός δεν δέχεται ότι η σύμβαση για τις έξι φρεγάτες προκάλεσε ζημιά του Δημοσίου και μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την χθεσινή διαδικασία ανέβηκαν πολλές φορές οι τόνοι εντός του ανακριτικού γραφείου γιατί οι ανακριτές επί οκτώ ώρες ρωτούσαν τον κ. Παπαντωνίου μόνο γι' αυτό το θέμα. Ο πρώην υπουργός, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες, απάντησε στους ανακριτές πως αν δεν υπέγραφε τη σύμβαση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου θα ήταν 3 δισ. ευρώ, τα οποία θα έπρεπε να δαπανηθούν για την κατασκευή νέων πλοίων. «Η επιλογή που ουσιαστικά εισηγείστε μέσω του κατηγορητηρίου θα παραβίαζε τις αντοχές της οικονομίας και θα υπονόμευε την εθνική ασφάλεια» φέρεται να λέει στους δικαστικούς λειτουργούς.
Όσο για τη νομιμοποίηση χρημάτων που του καταλογίζεται, σκέλος που συνεχίζεται με τις ερωταπαντήσεις σήμερα στο ανακριτικό γραφείο, ο κ. Παπαντωνίου φαίνεται όχι μόνο να αμφισβητεί το σκεπτικό των δύο ανακριτών, αλλά και να τους αποδίδει πλήρη άγνοια του τραπεζικού συστήματος. Υποστηρίζει πως οι δύο δικαστικοί λειτουργοί βρισκόμενοι σε απόγνωση από την έλλειψη στοιχείων έφτιαξαν ένα σενάριο χωρίς ουσιαστικά στοιχεία. «Δεν χρηματίστηκα, δεν έχετε κανένα απολύτως στοιχείο, ούτε ένδειξη ούτε τίποτε που να υποδηλώνει χρηματισμό. Δεν είναι αληθής ο ισχυρισμός του κατηγορητηρίου» φέρεται να ισχυρίζεται ο πρώην υπουργός.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Γιάννος Παπαντωνίου για το «ξέπλυμα» των χρημάτων χρησιμοποίησε πλήθος τραπεζικών λογαριασμών και off shore εταιρείες συμφερόντων του αποβιώσαντος επιχειρηματία Χαράλαμπου Μπεκατώρου που εκπροσωπούσε την THALES στην Ελλάδα.
Ο ίδιος αρνείται κάθε παρανομία υποστηρίζοντας και δημόσια ότι το κατηγορητήριο είναι διάτρητο,ότι μετά από 15 χρόνια ερευνών δεν έχει προκύψει καμία ύποπτη τραπεζική ροή με αποδέκτη εκείνον και πως αυτοβούλως έθεσε στη διάθεση των δικαστικών αρχών τους λογαριασμούς του στην Ελβετία.
Σύμφωνα με την «Εφημερίδα των Συντακτών» τα χρήματα αυτά αποτελούν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, μέρος μιας πολύ σημαντικής ροής που διαπιστώθηκε σε ελβετικές τράπεζες με τελικό αποδέκτη τον ίδιο ύψους 4.600.000 ελβετικών φράγκων, και που κατά το κατηγορητήριο ο Γ. Παπαντωνίου διατηρούσε εντός του ελβετικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποκρύπτοντάς το όλο από οποιαδήποτε αρμόδια ελεγκτική αρχή στην Ελλάδα.
Οι κύριοι λογαριασμοί που φέρεται να χρησιμοποίησε ο πρώην υπουργός είναι επτά, ενώ φέρονται να χρησιμοποιήθηκαν 35 υπολογαριασμοί, μέσω των οποίων εκτελέστηκαν εκατοντάδες κινήσεις επενδύσεων, προκειμένου να «χάνεται» κάθε φορά η πηγή της προέλευσης κάθε επιμέρους χρηματικού ποσού, με τα επίμαχα χρηματικά ποσά να καταλήγουν σε συγκεκριμένο λογαριασμό, μέσω του οποίου διαμοιράζονταν και πάλι σε άλλους λογαριασμούς, στους οποίους εμφανιζόταν ως συνδικαιούχος η Σταυρούλα Κουράκου και εν τέλει, κατά τους ανακριτές, ο ίδιος ο Γ. Παπαντωνίου ως τελικός αποδέκτης αυτών.
Ενόψει της απολογίας του, ο Γιάννος Παπαντωνίου έδωσε στη δημοσιότητα δήλωσή του, κατά την οποία καταγγέλλει «άθλια μεθόδευση», με «επικέντρωση στην ανύπαρκτη δωροδοκία».
Ο ίδιος, υποστηρίζει πως ήταν «αναμενόμενο να πληρώσω ένα τίμημα. Η Ελλάδα είναι η χώρα που, ιδιαίτερα σήμερα, η επιτυχία τιμωρείται». Παράλληλα, κάνει λόγο για «προσπάθειες “ενοχοποίησής” μου μέσω κατασκευασμένων εκτιμήσεων υπηρετούν δόλιες σκοπιμότητες και είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν».