«Ζούμε σε έναν κόσμο αμφίβολης ηθικής. Άσχετα αν ο κατηγορούμενος για τον οποίο είχα δηλώσει μάρτυρας είναι όπως πιστεύω αθώος, όλα τα κακώς κείμενα θα τα επανορθώσει ο μάρτυρας; Γιατί να συμμετάσχει κανείς σε τέτοιου είδους δίκη; Της οποίας το προκαθορισμένο αποτέλεσμα και το πολιτικό νόημα είναι ριζικά ξένα προς αυτό που λέμε φυσικό δίκαιο; Δεν είναι παραίτηση λόγω του ότι μπροστά στον δεινόσαυρο τρέχω προς τα πίσω και αν γλιτώσω. Σκέπτομαι να ανακαλέσω την προηγούμενή μου απόφαση επικαλούμενος την ερμηνευτική ασυμβατότητα, όχι μόνο των περιστατικών, αλλά και των καλυτέρων από τις ανθρώπινες προθέσεις…»*

Οι μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη της 17Ν ξεπέρασαν τους 230. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης αυτών που δικάστηκαν ως μέλη της 17Ν υπήρξαν ονόματα που σήμερα δεν αναφέρονται επιμελώς από τα συστημικά μέσα και που κάποια σίγουρα θα προκαλούσαν έκπληξη.  Αρκεί να αναφέρουμε εκείνα του ηρωικού Μανώλη Γλέζου, που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Γιάννη Σερίφη, του Κώστα Ζουράρι και του Ευτύχη Μπιτσάκη που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, και του Γιώργου Καραμπελιά, που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Δημήτρη Κουφοντίνα (Ειρήσθω εν παρόδω, το γεγονός ότι το όνομα του Κώστα Ζουράρι δεν αναφέρεται μεταξύ των «συριζαίων υπερασπιστών του Κουφοντίνα» είναι μάλλον γιατί ο συγκεκριμένος έχει ακροατήριο και στην δεξιά και θα έκανε ζημιά στο κυβερνητικό αφήγημα).

Η παρουσία 230 μαρτύρων είχε, μεταξύ άλλων, ως αίτιο, και την εξοργιστική νομοθετική και πολιτική ανομία που στήθηκε γύρω από τη συγκεκριμένη δίκη.

Η δίκη της 17Ν ήταν μια δίκη στημένη και οργανωμένη από τις ΗΠΑ, υπό τις εντολές των οποίων δρούσε και το αγαπημένο τους παιδί, ο σήμερα ΠΡΟ-ΠΟ της ΝΔ και τότε Δημόσιας Τάξης της σημιτικής κυβέρνησης. Οι εντολείς του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη είχαν φροντίσει οι περίφημες «δημοκρατικές αρχές του δικαίου» να πάνε στον κάλαθο των αχρήστων. Ακόμη και αν κανείς ξεχάσει τα βασανιστήρια και τις «ειδικές φαρμακευτικές αγωγές» στον Σάββα Ξηρό, τις «απολογίες» που δίνονταν με την παρουσία, δίπλα στους «απολογούμενους», ένοπλων αστυνομικών, το πανηγύρι των καναλιών και των δημοσιογράφων – υπηκόων του Σημιτισμού, ακόμη και αν πάει κατευθείαν στα της δίκης, θα δει ότι δεν τηρήθηκαν καν τα στοιχειώδη προσχήματα. Από την, τότε πρόσφατη, κατάργηση των ενόρκων στα συγκεκριμένα δικαστήρια, μετά την απόφαση για τον Αβραάμ Λεσπέρογλου, στην οποία και οι τέσσερις ένορκοι ψήφισαν υπέρ της αθωότητάς του, ακυρώνοντας την ομοφωνία των τριών δικαστών, μέχρι την υπογραφή της άθλιας συμφωνίας Σημίτη – εν μέσω δίκης- για την έκδοση Ελλήνων πολιτών στις ΗΠΑ, μία αντισυνταγματική και κατάπτυστη συμφωνία, και μέχρι τον τρόπο που επιλέχθηκαν οι δικαστές, το παιγνίδι είχε αρχίσει να παίζεται πριν παιχθεί στην αίθουσα του δικαστηρίου. Για το τελευταίο, να πω ότι όταν, πρόσφατα, ανέφερα στο δικηγόρο υπεράσπισης του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, τον γνωστό νομικό Γιάννη Ραχιώτη, σε ραδιοφωνική μας κουβέντα, ότι ακόμη με στοιχειώνει η ρήση του Βένιου Αγγελόπουλου «Θα μπορούσα να ήμουν εγώ», σε απάντηση του δικαστή «Μα γιατί έρχεστε μάρτυρας υπεράσπισης αυτών, εσείς, ένας καθηγητής του ΕΜΠ;», ο κ. Ραχιώτης έβαλε και μία ακόμη διάσταση: Ποιός πρόεδρος δικαστηρίου κάνει τέτοια ερώτηση σε μάρτυρα υπεράσπισης; Ποιός πρόεδρος δικαστηρίου λέει, εμμέσως, ότι ένας κατηγορούμενος δε δικαιούται μαρτύρων υπεράσπισης, τουλάχιστον τέτοιους που η μικροαστική του αντίληψη να θεωρεί …αριστεία;

Όπως έγραψε στην Καθημερινή της 15ης Ιουνίου 2003, τον καιρό της δίκης, ο Βίκτωρας Αναγνωστόπουλος – Μελκιάδες, «Παρόμοιες δίκες δεν είναι ακριβώς δίκες. Πρόκειται για φαντασμιακού τύπου κοινωνικά τελετουργικά, με ακραία προετοιμασμένο κλίμα, όπου ο στημένος δικαστής-αρχιερέας «ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει», ενώ μια κοινωνία σε ύπνωση παρακολουθεί ανίκανη να αντιδράσει. Και αναρωτιέται κανείς, αν τελικά δεν είναι ανήθικο να συμμετάσχει, προσυπογράφοντας με την παρουσία του το ανήθικο μιας προαποφασισμένης παρωδίας. […] Η ψήφιση έκτακτων νομοθετικών μέτρων τα οποία θα αφορούν μια συγκεκριμένη δίκη, αποτελεί τον ορισμό της στημένης δίκης. Ιδίως εάν, για αυτήν τη δίκη, ο τρόπος επιλογής των δικαστών γίνει κατά παράβαση των ήδη ισχυόντων κανόνων και νόμων».

Τα βιβλία των, ας μου επιτραπεί να πω συγκλονιστικού εντός του δικαστηρίου, δικηγόρου Ιπποκράτη Μυλωνά και Μιχάλη Δημητρίου αποτελούν δύο ντοκουμέντα σημαντικά για όποιον αναζητεί περισσότερες πληροφορίες.

Για τα σχετικά μαγειρέματα, ώστε οι κατηγορούμενοι να μην έχουν μια δίκαιη δίκη αλλά μια δίκη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της CIA, μεταφέρω από το Ριζοσπάστη της εποχής τον τρόπο επιλογής των δικαστών: «Ενα μήνα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης των κατηγορούμενων για συμμετοχή στη «17 Νοέμβρη», κληρώθηκαν οι δικαστές και οι αναπληρωτές τους, που θα αποτελέσουν το δικαστήριο. Χτες το πρωί κληρώθηκαν συνολικά επτά δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί και μπήκε σε εφαρμογή το σύστημα των «προεπιλεγμένων» δικαστών, που «ψαλιδίζει» την πάγια διαδικασία της κλήρωσης της σύνθεσης του δικαστηρίου.[…] Η διαδικασία έγινε από τους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, οι οποίοι έκαναν την κλήρωση ανάμεσα σε 50 «προεπιλεγμένους» δικαστές και εισαγγελείς που είχαν επιλεγεί από δέκα προέδρους εφετών, τριάντα εφέτες και δέκα εισαγγελείς εφετών. Ο τρόπος αυτός της προεπιλογής στηρίχτηκε στις διατάξεις του πρόσφατου νόμου που ψηφίστηκε με αφορμή τη δίκη των κατηγορουμένων για την υπόθεση της «17 Νοέμβρη».». Ναι, οι φωτογραφικοί νόμοι δεν είναι καινούριο φρούτο, ειδικά σε ότι αφορά μέλη της συγκεκριμένης οργάνωσης.

Όσο για το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, μεταφέρω εδώ όσα έγραφε τότε, στο ρεπορτάζ του για την Ελληνική Υπηρεσία του BBC ο συνάδελφος Ανδρέας Μπελιμπασάκης, όταν πια αναμέναμε την απόφαση (υπογραμμίσεις δικές μου):

«Το πολιτικό έγκλημα

Το δικαστήριο, θεωρεί το θέμα αυτό λήξαν, απορρίπτοντας στην αρχή, την ένσταση αναρμοδιότητας. Η πολιτική διάσταση της υπόθεσης όμως, όπως παραδέχονται σχεδόν όλοι, είναι υπαρκτή.

Αν και φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνουν δεκτά, πέραν ίσως γενικών αναφορών, «πολιτικά κίνητρα» στη δράση των κατηγορουμένων (κάτι τέτοιο ίσως παρέπεμπε σε «μη ταπεινά ελατήρια» και θα σήμαινε αναγνώριση ελαφρυντικού), όλοι περιμένουν τις απαντήσεις των δικαστών σε ερωτήματα για το τι είδους οργάνωση ήταν η «17Ν», ποιους στόχους είχε και τι ένωνε αυτούς τους ετερόκλητους ανθρώπους σε κοινή δράση».

Τέλος, επειδή αποτελεί εξαιρετική σύνοψη για τα όσα συνέβησαν στη δίκη τότε, ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του Βίκτωρα Αναγνωστόπουλου – Μελκιάδες στο φύλλο της Καθημερινής της 15ης Ιουνίου 2003:

«Γιατί δεν θα πάω μάρτυρας στη δίκη της 17 Νοέμβρη

«Από πού προέρχεται αυτός ο φόβος; Από το γεγονός ότι το σωστό θα ήταν στο δικαστήριο, πριν από τους μάρτυρες να ορκίζονται δημοσίως οι δικαστές. Οτι δεν θα δικάσουν με μεροληψία ή από σκοπιμότητα. Οτι ουδέποτε -απεχθής δυνατότητα- θα έχουν προαποφασίσει την απόφαση. /…/ Αν χρειαζόταν μάλιστα ως φυσικός παράγων, το δίκαιο να υπερβεί τον κοινό, γνωστό μας ορίζοντα, αναζητώντας στο δικαστήριο τη μορφή μιας θεότητας, καλό θα ήταν αυτή να αναρτηθεί στον τοίχο ακριβώς απέναντι από τους δικαστές. Ετσι ώστε να την βλέπουν διαρκώς να τους θεωρεί, και να τους κρίνει ως προς την απουσία προθέσεων που προηγούνται του λόγου.»

Τοσίρο Ιτο (Medieval Japan)

Στα τέλη Απριλίου στην κυριακάτικη «Καθημερινή», ο καθηγητής ΕΜΠ Βένιος Αγγελόπουλος, πανελλήνια γνωστός από την πρόσφατη περιπέτειά του στις ΗΠΑ όπου αλυσοδέθηκε χειροπόδαρα από τους πράκτορες του FBI και υπέστη μια «φιλική κουβέντα», δημοσίευσε ένα ολοσέλιδο άρθρο με τίτλο: «Γιατί πάω μάρτυρας στη δίκη της 17N». Εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους πίστευε στην αθωότητα του A. Γιωτόπουλου καθώς και την ηθική επιταγή να μην εγκαταλείπεις τους παλιούς σου φίλους τη στιγμή της μεγάλης ανάγκης. Υπήρξα συναγωνιστής και φίλος του A. Γιωτόπουλου στα χρόνια της δικτατορίας. Εχω δηλώσει και εγώ μάρτυρας υπεράσπισης. Γνωρίζω τι σημαίνει η δυσεύρετη σήμερα λέξη «ήθος». O B. Αγγελόπουλος στη συνέντευξή του, με ειλικρίνεια, ευπρέπεια και θάρρος, αναφέρθηκε διεξοδικά στην ανυπαρξία στοιχείων όσον αφορά τον Αλέκο Γιωτόπουλο, καθώς επίσης στο γιατί το ψευδώνυμο Οικονόμου δεν είναι τελικά επιχείρημα ενοχής. Οπότε είναι περιττό να επανέλθω.

Επειδή και προσωπικά διέτρεξα ένα ανάλογο με τον Βένιο οδοιπορικό, για ένα μεγάλο διάστημα αποδοχής της ενοχής του A. Γιωτόπουλου, στη συνέχεια όλο και πιο έντονες αμφιβολίες (δύο φορές, Νοέμβριος και Δεκέμβριος ’02, είχα αρνηθεί στον κ. Ραχιώτη να παραστώ μάρτυρας), τέλος όλο και μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ο Αλέκος Γιωτόπουλος είναι αθώος, τον Ιανουάριο του ’03 και ακριβώς λόγω αυτής της βεβαιότητας, διεμήνησα στον δικηγόρο του ότι δέχομαι. Το παράδοξο είναι ότι ενώ προσφέρθηκα μόνος μου, από όταν άρχισε η δίκη και παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, τα όσα συμβαίνουν στο δικαστήριο, καθώς και η ιδέα ότι θα υπάρξω έστω για ελάχιστο διάστημα παράγων αυτής της δίκης, άρχισε να μου προκαλεί όλο και αυξανόμενη αποστροφή – έως και ναυτία. Αναρωτιέμαι σήμερα αν αξίζει τον κόπο και είναι πρέπον.

«Στημένη δίκη»

Η ψήφιση έκτακτων νομοθετικών μέτρων τα οποία θα αφορούν μια συγκεκριμένη δίκη, αποτελεί τον ορισμό της στημένης δίκης. Ιδίως εάν, για αυτήν τη δίκη, ο τρόπος επιλογής των δικαστών γίνει κατά παράβαση των ήδη ισχυόντων κανόνων και νόμων.

Ανάλογα ιστορικής αναίδειας προηγούμενα, υπάρχουν πολλά. Στη δίκη των εργατών ηγετών, μετά τα γεγονότα του Σικάγου της 1ης και 3ης Μαΐου 1886 -που καθιέρωσαν την Εργατική Πρωτομαγιά- για να εξασφαλίσει μια προαποφασισμένη καταδίκη, το καθεστώς κατέφυγε «κατ’ εξαίρεσιν» σε ένα έκτακτο νομοθέτημα που ούτε καν ψηφίστηκε, αλλά παρ’ όλα αυτά εφαρμόστηκε: οι ένορκοι επελέγησαν όχι με τυχαία κλήρωση όπως όριζε ο νόμος, αλλά αντίθετα, από διορισμένο δικαστικό! Οπως στο αερόστατο, όταν το καθεστώς προαποφασίσει την καταδίκη, πετάει ως άχρηστα τα περιττά βάρη, ήτοι τους νόμους του και την έννοια του δικαίου. Φυσικά και εκεί, είχε στηθεί προηγουμένως μια τρομερή σε ένταση τρομοϋστερία, όπου οι τίτλοι και το περιεχόμενο των εφημερίδων της εποχής θυμίζουν χαρακτηριστικά το περασμένο, αξέχαστο καλοκαιράκι: «Αιμοδιψή κτήνη», «Κόκκινοι βομβιστές», «Τρομοκράτες δυναμιτιστές», «Βομβολάτρες», «Αιμοδιψή τέρατα» και άλλα τέτοια. Οι κατηγορούμενοι δικάστηκαν ως αυτουργοί. Για μια βόμβα που δεν είχαν βάλει. Ασκήθηκε μια τρομακτική πίεση στους δικηγόρους και στους μάρτυρες υπεράσπισης. O δικαστικός που επέλεξε τους στημένους ενόρκους, σε προανακριτική ένορκη κατάθεση μάρτυρα, προεξοφλούσε το αποτέλεσμα: «Εγώ χειρίζομαι την υπόθεση και ξέρω καλά τι θα κάνω. Τα άτομα αυτά θα κρεμαστούν σίγουρα». Οπως και κρεμάστηκαν. Οι στημένοι ένορκοι έκαναν τη μικρή θυσία να πράξουν το καθήκον τους, κέρδος πιο υψηλό και πιο διαρκές, εφόσον «έσωσαν» για περισσότερο από έναν αιώνα «την κοινωνία και τους θεσμούς».

Παρόμοιες δίκες δεν είναι ακριβώς δίκες. Πρόκειται για φαντασμιακού τύπου κοινωνικά τελετουργικά, με ακραία προετοιμασμένο κλίμα, όπου ο στημένος δικαστής-αρχιερέας «ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει», ενώ μια κοινωνία σε ύπνωση παρακολουθεί ανίκανη να αντιδράσει. Και αναρωτιέται κανείς, αν τελικά δεν είναι ανήθικο να συμμετάσχει, προσυπογράφοντας με την παρουσία του το ανήθικο μιας προαποφασισμένης παρωδίας.

Δικαστές – μαιευτήρες

Η ηθική υποχρέωση μαρτυρίας ως απόρροια μιας πεποίθησης για την αθωότητα του κατηγορουμένου -αυτού του ανοχύρωτου συνταγματικά ανθρώπου- ακόμα και σε περίπτωση ασυμφωνίας ως προς την υπερασπιστική γραμμή – συμβαδίζει με μια γενικότερη απαίτηση αξιοπρέπειας και κοσμιότητας εκ μέρους των φυσικών παραγόντων της δίκης. Ιδίως σε μια τέτοια, κρίσιμου και επώδυνου κοινωνικού περιεχομένου δίκη, με αδικήματα τα οποία είναι αδικήματα αιχμής. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν ευτελίζεται «η δίκη», ευτελίζεται βαθύτερα η κοινωνία.

Σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν οι δικαστές -αν τους πέσει στα χέρια- να ξαναδιαβάσουν προσεκτικά το μότο αυτού του άρθρου. O δικαστής δεν είναι μαιευτήρας. Δεν είναι δυνατόν να εκμαιεύει με εμβρυουλκό από τους μάρτυρες τις εκφράσεις που θέλει να καταγραφούν στα πρακτικά, να τις διορθώνει από έδρας, και σε άλλες περιπτώσεις που καταφανώς δεν εξυπηρετούν μια δεδομένη σκοπιμότητα, να διακόπτει τον μάρτυρα. H γυναίκα του Καίσαρα, αν δεν είναι πραγματικά έντιμη, κατά Φρόιντ κάποια στιγμή θα παρασυρθεί και θα το αφήσει να φανεί. Αλλά καταντάει σκάνδαλο αν το αφήνει να φαίνεται κάθε μέρα. Γιατί ήδη το αξιοθρήνητο των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι προκλητικά αντιμετωπίστηκαν ως σοβαροί, αντανακλά και το μέτρο σοβαρότητας της έδρας. Αν η στάση του προεδρείου έχει κάτι το βαθιά απεχθές, αυτό προέρχεται από την πνευματική ελαφρότητα, με την οποία υιοθετεί τον ρόλο του ιλαρού ακριβοδίκαιου της μοίρας. Οσο απεχθή εγκλήματα και να διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, δεν είναι η αποστολή του προέδρου να τους λοιδορεί καθημερινά με απαξιωτικές εκφράσεις του τύπου: το «παιδάκι» δεν ξέρει πού πήγαν τα λεφτά. «O Βασιλάκης», αυτουνού μην του μιλάτε, για να είσαι καλός τροτσκιστής πρέπει να κάνεις και καμιά ληστεία, για να θυμηθούμε μόνο τα πιο πρόσφατα. Οι τρεις περίοδοι της 17 (προσθέτοντας ως τρίτη τις συλλήψεις), έδεσαν τον κόμπο της τραγωδίας στην καθημερινή ύπαρξη του ελληνικού λαού, τόσο σφιχτά που μόνο ο Θεός θα μπορούσε να τον λύσει. Αρχομένης της δίκης, ο πρόεδρος σκέφτηκε ότι έλειπε το κλασικό τέταρτο μέρος: μια κωμωδία.

Και οι μεν κατηγορούμενοι, ανεξάρτητα αν σήμερα έχουν σωστή ή όχι πολιτική κρίση, επειδή από το περασμένο καλοκαίρι έχουν πέσει επάνω τους πάρα, μα πάρα πολλά, παρουσιάζουν μια μεγάλη αδυναμία ιεράρχησης. Οριοθέτησης. Αλληλεγγύης. Χάνονται σε λεπτομέρειες. Αποδέχονται μια δίκη «συναίνεσης», και όχι μια δίκη «ρήξης» 1. Βασικά, το κομβικό σημείο της απόκρουσης του ποινικού χαρακτήρα των πράξεων το πάλεψαν με αναιμικές παρεμβάσεις, και όχι με αποχή από την αίθουσα, με απεργία πείνας, με πράξη. H στρατηγική της ρήξης βγάζει τη δίκη στην κοινωνία. Οσο και αν είναι διασπασμένοι, η ιστορική πείρα διδάσκει (δίκες του Αλγερινού FL κ.ά. Z. Βερζές), ότι οι ποινές για εκείνους που ακολούθησαν στρατηγική ρήξης ήταν μικρότερες από ό,τι για εκείνους που ακολούθησαν στρατηγική συναίνεσης. Στρατηγική ρήξης σημαίνει «δεν δέχομαι τους όρους» της καθεστηκυίας τάξης. Τους «ρόλους» της δίκης. Ανθρωποι που προορίζονται για τετράκις ισόβια, τι ρισκάρουν αν παρεμβαίνουν μαχητικά σε κάθε απρέπεια της έδρας; Τρεις μήνες για εξύβριση δικαστηρίου; Οταν -τουλάχιστον για ορισμένους- επικρέμαται επί της κεφαλής τους και η νέα συμφωνία Μπους – Σημίτη (τέλη Ιουνίου) για εκδόσεις Ελλήνων πολιτών στις ΗΠΑ. Συμφωνία που δεν υπογράφεται για να μην εφαρμοστεί – εκτός αν είμαστε όλοι αφελείς. Συμφωνία που παραβιάζει το Σύνταγμα και ανατρέπει το δικαστικό μας σύστημα. Ουσιαστικά, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ποιος είναι ο έτερος εταίρος, μας γυρίζει στον Μεσαίωνα. Και η αντίδραση στο δικαστήριο; Καμία! Σαν όλα αυτά να αφορούν άλλους. H αποδοχή των «ρόλων» είναι για τους κατηγορούμενους μια αναβαλλόμενη αυτοκτονία, ιδίως με μια έδρα που καθόλου δεν κρύβει μια έκδηλη φόρτιση από προθέσεις. Ακόμα και ο Αλέκος Γιωτόπουλος που αρνείται κάθε ανάμιξη, έπρεπε να παλέψει για μια κοινή στρατηγική ρήξης. Γιατί δεχόμενοι τους ρόλους, βαθμηδόν οι κατηγορούμενοι μετατρέπονται σε «έργα» του δικαστή τους, ξεχνώντας ότι εκείνος είναι έργο της εξουσίας εναντίον της οποίας με οδυνηρούς τρόπους πάλεψαν, αδιαφορώντας για κινδύνους και πόνους εαυτών και αλλήλων.

Απογοήτευσε η υπεράσπιση

Ο παράγων όμως της δίκης που είναι ο πλέον απογοητευτικός, έως και απαράδεκτος, είναι οι δικηγόροι υπεράσπισης – πλην εξαιρέσεων βέβαια. Αυτήν ειδικά τη δίκη ή την αναλαμβάνεις σαν το τελευταίο μπαρούτι του κόσμου ή δεν την αναλαμβάνεις καθόλου. Οι κατηγορούμενοι δεν χρειάζονται φύρα, χρειάζονται αιχμή. Οι δικηγόροι έχουν αποδεχθεί ένα υποτονικό, συναινετικό κλίμα ιδιαίτερα ως προς τον πρόεδρο και φθάνουν μέχρι και να ανταλλάσσουν αμοιβαίες φιλοφρονήσεις – ακόμα και στην Τι-Βι (τι εξαίρετος δικηγόρος που είστε! Και έπεται η ανταπόδοση). Απουσιάζουν, αλλά και παρόντες να είναι, αν η συνεδρία δεν αφορά τον πελάτη τους δεν μετέχουν. Δεν υπάρχει μαζική υπεράσπιση με αποτέλεσμα, όχι μόνο να διαιρούν τους κατηγορουμένους, αλλά με τη στάση τους να έχουν de facto ποινικοποιήσει τα εγκλήματα. Ουσιαστικά, έχουν πάψει να το παλεύουν. Δέχονται αδιαμαρτύρητα τις ποσοστώσεις αναγνώρισης και την παγκοσμίως πρωτοφανή ταχύτητα διαδικασίας που έχει επιβάλει ο πρόεδρος (3-4 ανθρωποκτονίες την ημέρα!). Στρατηγική ρήξης, ούτε κατά διάνοια. Ακόμα και όταν ο Γ. Πέτσος εξαπέλυσε απαράδεκτη τρομοκρατική επίθεση εναντίον τους και εναντίον των μαρτύρων υπεράσπισης, ούτε διανοήθηκαν -και μόνο ως ένδειξη διαμαρτυρίας- να αποχωρήσουν ομαδικά από την αίθουσα.

Ζούμε σε έναν κόσμο αμφίβολης ηθικής. Ασχετα αν ο κατηγορούμενος για τον οποίο είχα δηλώσει μάρτυρας είναι όπως πιστεύω αθώος, όλα τα κακώς κείμενα θα τα επανορθώσει ο μάρτυρας; Γιατί να συμμετάσχει κανείς σε τέτοιου είδους δίκη; Της οποίας το προκαθορισμένο αποτέλεσμα και το πολιτικό νόημα είναι ριζικά ξένα προς αυτό που λέμε φυσικό δίκαιο; Δεν είναι παραίτηση λόγω του ότι μπροστά στον δεινόσαυρο τρέχω προς τα πίσω και αν γλιτώσω. Σκέπτομαι να ανακαλέσω την προηγούμενή μου απόφαση επικαλούμενος την ερμηνευτική ασυμβατότητα, όχι μόνο των περιστατικών, αλλά και των καλυτέρων από τις ανθρώπινες προθέσεις…

Εκτός εάν, πραγματικά αποφασίσουν να το παλέψουν…

(1) O κ. B. Αναγνωστόπουλος – Μέλκιαδες είναι σκηνοθέτης και συγγραφέας του βιβλίου «O πιο σκληρός μυς είναι η καρδιά», Εγώ, ο Αλέκος και οι άλλοι (Εκδόσεις Δωδώνη).

1. Z. Βερζές, «H στρατηγική της δίκης» (Πλέθρον).»

*από το άρθρο της Καθημερινής που δημοσιεύουμε ολόκληρο