Σύμφωνα με πληροφορίες της Deutsche Welle, στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές αρχές απελαύνουν παράνομα πρόσφυγες στα σύνορα με την Τουρκία. Μαρτυρίες αποδεικνύουν την ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά που γνώρισαν οι άνθρωποι που μπήκαν σε καθεστώς επαναπροώθησης απόν την Ελλάδα στην Τουρκία. Ανάμεσα σε άλλα θύματα, ο 22χρονος Μπαχτιάρ από το Αφγανιστάν, ανέφερε πως πως τον έβαλαν μέσα σε ένα λευκό βαν και τον πήγαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αντί να του δώσει νέα έγγραφα, όπως του είχε υποσχεθεί, η αστυνομία πήρε ό, τι είχε μαζί του, συμπεριλαμβανομένου του κινητού του. Αργότερα μεταφέρθηκε σε άλλο αστυνομικό τμήμα όπου, όπως είπε, οι αστυνομικοί τον χαστούκισαν και τον κλώτσησαν. Μέσα σε λίγες ώρες βρισκόταν μέσα σε ένα φορτηγό που σκεπαζόταν με ένα σεντόνι για να εμποδίζει τον οποιονδήποτε να δει ποιος ήταν μέσα.
Ο Ρασίντ, 24 χρονών, άφησε την πατρίδα του, το Αφγανιστάν, πριν από τρία χρόνια, φτάνοντας στην Τουρκία. Η καθημερινότητα ήταν δύσκολη στο Αφγανιστάν και φοβόταν για τη ζωή του αφού υπηρετούσε στο στρατό ως έφηβος. Δήλωσε ότι ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον έφυγε από την Τουρκία για την Ελλάδα στις αρχές του έτους. Θυμάται να διασχίζει τον ποταμό Έβρο με περίπου 20 άλλους ανθρώπους σε μια βάρκα. Πριν την επαναπροώθησή του στα τέλη Μαρτίου, έμεινε για περίπου δύο μήνες σε μια σκηνή δίπλα στο camp προσφύγων στα Διαβατά, ένα από τα camps που δημιουργήθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα το 2016. Στο δρόμο πίσω για το camp μετά την προσευχή της Παρασκευής ο Ρασίντ είπε ότι τον σταμάτησε η ελληνική αστυνομία, η οποία του είπε να περιμένει εκεί πού ήταν.
Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε στην DW, ένα άσπρο βαν ήρθε και εμφανίστηκαν οπλισμένοι άντρες χωρίς στολές. Του είπαν να μπει μέσα. Ο Ρασίντ δεν ήξερε καν ποιοι ήταν οι άνδρες, είπε πως ανακάλυψε ότι δούλευαν για την ελληνική αστυνομία αφότου μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Η DW δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τη σύνδεση μεταξύ αυτών των αντρών και της αστυνομίας.
Τα ελληνικά του έγγραφα, που αρχικά ίσχυαν για ένα μήνα, είχαν λήξει, αλλά δεν ήταν δυνατή η ανανέωσή τους εν μέσω της πανδημίας. Τα γραφεία μετανάστευσης έκλεισαν στη διάρκεια της καραντίνας. Στο τμήμα, η αστυνομία κατάσχεσε όλα τα υπάρχοντά του, αναφέρει ο ίδιος. «Δεν μου έδωσαν ούτε καν ένα ποτήρι νερό στο αστυνομικό τμήμα», θυμάται. Ο Ρασίντ δεν κλήθηκε να υπογράψει έγγραφα από τις ελληνικές αρχές. Μετά από ώρες σε ένα βαν, αναγκάστηκε να μπει σε μια μικρή βάρκα και να διασχίσει τον ποταμό πίσω στην Τουρκία.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, αναγνωρίζει ένα σαφές μοτίβο. «Έρχονται βαν της αστυνομίας και κάνουν έναν συνοπτικό έλεγχο, ρωτούν αν κάποιος έχει ή δεν έχει χαρτιά, κινούμενοι στα σημεία του camp που γνωρίζουν ότι μένουν άνθρωποι που δεν έχουν καταγραφεί, άνθρωποι δηλαδή που δεν έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου, και εφόσον κάποιος δεν έχει χαρτιά τον προσάγουν και του λένε ότι θα τον πάνε στην αστυνομική διεύθυνση, είτε για να δουν τα χαρτιά, είτε για να του δώσουν χαρτιά και αντ’ αυτού καταγγέλλεται ότι τον προωθούν στην Τουρκία».
Ο Β. Παπαδόπουλος προσθέτει: «Το σημαντικό και πρωτοφανές σε αυτούς τους ισχυρισμούς, εφόσον αποδειχτούν έγκυροι, είναι ότι μιλάμε για επαναπροωθήσεις από το εσωτερικό της χώρας και μάλιστα από ένα camp, χωρίς να ακολουθείται επίσημη διαδικασία απέλασης».
Σοβαρή παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
Ο Γιούργκεν Μπαστ, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Giessen στη Γερμανία, χαρακτηρίζει τη στρατηγική των επαναπροωθήσεων ως σαφή παραβίαση του νόμου: «Έρχεται σε αντίθεση με όσα ορίζει ο ευρωπαϊκός νόμος». Ο Μπαστ αναφέρεται στη νόμιμη διαδικασία που συνεπάγεται ένα αίτημα ασύλου, συμπεριλαμβανομένης μιας προσωπικής συνέντευξης και του δικαιώματος του ατόμου να παραμείνει στην Ελλάδα έως ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με το εάν αυτό χρειάζεται διεθνή προστασία ή όχι. Η απέλαση, όπως περιγράφεται από τους αιτούντες άσυλο, παραβιάζει όλους τους κανόνες της επίσημης οδηγίας για την επιστροφή, λέει ο Bast. «Ξεκινά με τη λεγόμενη απόφαση επιστροφής, που σημαίνει ότι πρέπει να ενημερωθούν γραπτώς ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός μια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ενώ στη συνέχεια τίθενται ερωτήματα σχετικά με το εάν η χώρα προορισμού είναι ασφαλής όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φυσικά η χώρα προορισμού πρέπει να ενημερωθεί και έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τους απορριφθέντες που ζήτησαν άσυλο από τρίτες χώρες».
Κανένας από τους νεαρούς άνδρες που συνάντησε η DW δεν είπε ότι είχε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων ότι θα έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα. Ούτε έδωσε την εντύπωση ότι είχε ενημερωθεί για τα νομικά του δικαιώματα. Αντ’ αυτού, οι εμπειρίες που αφηγήθηκαν οι Μπαχτιάρ, Τζούμα, Ρασίντ, και οι άλλοι που μας έδωσαν συνέντευξη υποδηλώνουν ότι οι βίαιες επανοπροωθήσεις που είχαν γίνει στα ελληνοτουρκικά σύνορα παίρνουν όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα μιας συνηθισμένης πρακτικής.
Ο Ρασίντ μοιράζεται τώρα ένα στενό διαμέρισμα στην Κωνσταντινούπολη μαζί με 10 άλλους νέους Αφγανούς. Ως μετανάστης χωρίς έγγραφα στην Τουρκία, αντιμετωπίζει την απειλή του να απελαθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, 302.278 Αφγανοί έχουν συλληφθεί στην Τουρκία τα τελευταία δύο χρόνια, ο υψηλότερος αριθμός μεταξύ παράτυπων μεταναστών. Έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για τους Αφγανούς να εγγραφούν για να κάνουν αίτηση ασύλου στην Τουρκία από το 2018.
Βιώνοντας το αδιέξοδο στην Τουρκία, ο Ρασίντ αναζητά οποιονδήποτε τρόπο για να επιστρέψει στην Ευρώπη: «Δεν ξέρω τι θα κάνω εδώ. Δεν είμαστε ένοχοι. Φυσικά, θέλω να περάσω ξανά τα σύνορα. Πρέπει να το κάνω».
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ εδώ