Φέτος μετρά 90 χρόνια ζωής και πάνω από 70 χρόνια αγώνα. Εργάτης, αγωνιστής, κομμουνιστής, ακτιβιστής, ένας άνθρωπος ενεργός και αεικίνητος, ο Γιώργος Ζάγκαλης, σήμερα Έλληνας της Αυστραλίας, πάντα Ηπειρώτης.
Αντίσταση και Εμφύλιος οι πρώτες μνήμες – γεννημένος το 1931 μεγαλώνει μες στη φωτιά. «Αγωνιστήκαμε για λαοκρατία» θα μου πει, κι ακόμη γι’ αυτό αγωνίζεται.Ο Εμφύλιος χώρισε την οικογένεια – από τις Δρυμάδες της Ηπείρου βρέθηκαν μάνα κι αδελφός στο Τασκένδη, εκείνος κι ο πατέρας στην Αυστραλία. Δύσκολα χρόνια, πολλά, χρόνια πόνου, αποχωρισμού, δουλειάς κι αγώνα. Η μάνα πεθαίνει στην Τασκένδη, ο πατέρας στη Μελβούρνη. Χρόνια μετά, οι σοροί του ζευγαριού θα επιστρέψουν στις Δρυμάδες, να ενωθούν ξανά, να βρεθούν δίπλα δίπλα. Ο Γιώργος Ζάγκαλης θα είναι εκεί να της πει «Μάνα, σε φέραμε!», τη μάνα που είχε να δει από τα 19 του χρόνια.
Η ιστορία της οικογένειάς του είναι η ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς. Το πρόσωπό του είναι το πιο όμορφο πρόσωπο της Ελληνικής Αριστεράς. Είναι τιμή μας και χαρά μας που μας μίλησε αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο φωτεινός άνθρωπος, η πρόσωποποίηση του «ανώνυμου» αγωνιστή.
Ξεκινάτε μικρό παιδί και είσαστε τώρα ενενήντα χρονών και συνεχίζετε να βλέπετε καθαρά το τέρας του καπιταλισμού. Και συνεχίζετε αυτόν τον αγώνα. Είσαστε εργατική τάξη κατ’ αρχήν. Ανήκετε στην εργατική τάξη.
Βέβαια. Όταν ήρθα στην Αυστραλία 19 χρονών, πήγαινα σε νυχτερινό γυμνάσιο στην Ελλάδα, Ήρθα εδώ, στη χώρα αυτή, που, την περίοδο εκείνη, δεν έπαιζε ρόλο αν ήσουν γιατρός, δικηγόρος, εργάτης, ή αγρότης. Μας στέλνανε όλους σε εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων, σιδήρου, λαστίχων, δηλαδή τροφή για τα εργοστάσια.
Εδούλεψα στη βιομηχανία αυτοκινήτων, συναρμολογιστής. Ήθελα να πήγαινα και στο πανεπιστήμιο, να τελείωνα τις σπουδές μου. Εδώ στα εργοστάσια, όμως, άνοιξε ένα νέο βιβλίο, ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου. Κι έτσι, αντί να πάω στο πανεπιστήμιο των επιστημόνων, πήγα στο πανεπιστήμιο της ζωής.
Μέσα από τη δουλειά στα εργοστάσια και για πρώτη φορά, όχι μονάχα εγώ αλλά και δεκάδες άλλες χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες μπαίνανε στα εργοστάσια για πρώτη φορά, αρχίσαμε να αποκτούμε εκτός από την κοινωνική μας ιδεολογία που είχαμε, και συνδικαλιστική. Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Εκεί μπαίναμε σε διάφορες θέσεις στο σωματείο, βρήκαμε και συνδέσμους Ελλήνων εργαζομένων, που είχανε φτιάξει γεφύρια και με το ευρύτερο εδώ πέρα προοδευτικό αριστερό κίνημα.
Δηλαδή δεν περιοριστήκαμε μονάχα στους λίγους αριθμούς που αριθμούνται στις λεγόμενες ελληνικές παροικίες, που ήταν ουσιαστικά συντηρητικές, αλλά τα νέα κύματα μεταναστών, όπως είπα, πήγαν στα εργοστάσια κι εκεί συνδικαλιστήκαμε. Από τα εργοστάσια αυτοκινήτων, μετά δούλεψα για ένα διάστημα στον σύλλογο Δημόκριτο για πέντε έξι χρόνια, για να βοηθήσω τους νέους μετανάστες που ερχότανε, να βρίσκουνε δουλειά, να βρίσκουνε κατοικία, αλλά πολύ περισσότερο να αξιοποιούν περισσότερο τις πολιτικές τους επιθυμίες.
Γιατί τότε μας λέγανε, «αυτά που πιστεύατε στην Ελλάδα όταν θα ‘ ρθείτε στην Αυστραλία να τα πετάξετε στον ωκεανό, να βάλετε το κεφάλι κάτω και να δουλεύετε για να γίνετε πλούσιοι». Μας έλεγαν «κάτσε φρόνιμα». Εμείς τα γράψαμε στα παλιά μας τα παπούτσια. Δεν ήρθαμε στην Αυστραλία για να γίνουμε πλούσιοι. Ήρθαμε σαν αποτέλεσμα της τύχης της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο. Ήμασταν στην ουσία πολιτικοί εξόριστοι.
Οι περισσότεροι εδώ, μας επιτράπηκε σ’ αυτό το σημείο, να μπορούμε να πούμε και να κάνουμε κάτι παραπάνω. Εδώ ήρθα όπως είπα στο σύλλογο αυτό, για 18-16 χρόνια σαν στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αυστραλίας, με την υπευθυνότητα για τη δουλειά στα εργοστάσια. Και ασφαλώς η πολιτική του κόμματος ήτανε, να μιλάμε μες τα εργοστάσια, αντί να δουλεύουμε για τα εργοστάσια. Και δούλεψα και στα τρένα για κάμποσο καιρό, το σωματείο των σιδηροδρομικών μετρά πάνω από 80.000 μέλη.
Αλλά ταυτόχρονα συμμετείχα και πολύ στη δραστηριότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αυστραλίας, ο οποίος είχε πάνω από χίλιους Έλληνες και Ελληνίδες στο διάστημα των τελευταίων σαράντα χρόνων. Ήμασταν ο μεγαλύτερος αριθμός ξένων στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστραλίας. Εκεί μέσα είχαμε τους δικούς μας εξειδικευμένους οργανισμούς. Διεξάγαμε τον ταξικό αγώνα, πόλεμο αν θέλετε, αλλά ταυτόχρονα διατηρούσαμε τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας.
Την Αυστραλία τη διοικούνε οι αγγλοσάξωνες, οι κατακτητές της χώρας αυτής. Οι Εγγλέζοι είχαν φτιάξει την εικόνα ότι η χώρα ήταν εκείνοι, ότι ευτυχώς που ήρθαν οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες και την αξιοποιούνε, παραμερίζοντας το γεγονός ότι η χώρα αυτή κατοικείτο εδώ και 60.000 χρόνια από τους ιθαγενείς, που δεν είναι ούτε ανθρωποφάγοι ούτε πρωτόγονοι. Είχαν το δικό τους πολιτισμό, κανόνες ζωής, και εκτοπίστηκαν, και τώρα τελευταία δουλεύουνε και αυτοί για να δούνε πώς θα επιβιώσουνε, πώς θ’ αποκτήσουν κάποια δικαιώματα στη γη τους… είναι ένα τεράστιο κίνημα. Ακόμα και προχθές είχαμε διαδηλώσεις, μαζί με τα κύματα των ιθαγενών, για να μπορούνε ν’ αποκτήσουνε τη γη, εκεί που γεννήθηκαν. Και πολλά απ’ τα αιτήματά τους, Λαμπρινή, είναι απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Το Σύνταγμα μας επέτρεπε να ψηφίζουμε επιτρέπει, αλλά όχι να κατεβούμε υποψήφιοι, αν δεν αποκηρύξουμε την πατρογονική μας υπηκοότητα. Η Αυστραλία επιτρέπει διπλή υπηκοότητα, μπορούμε να ψηφίζουμε στους διάφορους χώρους, όταν όμως είναι να εκλεγούμε στο κοινοβούλιο αν δεν αποκηρύξουμε την υπηκοότητα της χώρας που γεννηθήκαμε και καταγόμεθα, δεν έχουμε δικαίωμα.
Μετά η πολιτογράφηση. Τεράστιος αγώνας για ν’ αποκτήσουμε το δικαίωμα του πολίτη. Αν και ο νόμος λέει, όταν δεν είσαι εγκληματίας κάνεις αίτηση μετά από πέντε χρόνια, και μπορείς να γίνεις. Έχουμε πάνω από χίλιους πεντακόσιους Έλληνες στους οποίους αρνήθηκαν το δικαίωμα να γίνουνε πολίτες, δεν είχαν ίδια δικαιώματα με τον υπόλοιπο κόσμο λόγω της πολιτικής τους δραστηριότητας. Ορισμένοι θέλανε να μας διώξουνε κιόλας άρον άρον, να μας απελάσουνε. Τεράστιος αγώνας να κερδηθεί αυτή η μάχη.
Θέλανε να σας διώξουνε επειδή ήσασταν κομμουνιστές; Έπαιζε ρόλο αυτό;
Αυτό ήταν το παράπονο το δικό μου, το ’50. Το ’55 μετά την Πρωτοχρονιά έκανα αίτηση για να γίνω Αυστραλός υπήκοος. Δεν είχα κατηγορηθεί, δεν ήμουν ένοχος κάποιου εγκλήματος ή οτιδήποτε. Δεν είχα καν ένα πρόστιμο τροχαίου. Η απάντηση που πήρα από το υπουργείο, ήταν: «ο υπουργός εξέτασε την υπόθεσή σας, και δεν θεωρεί ότι είστε κατάλληλος να γίνετε υπήκοος». Τίποτε άλλο. Καμία εξήγηση. Γιατί είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με το νόμο, ο υπουργός να αποφασίζει τι θα γίνει ή δε θα γίνει.
Μου πήρε 22 χρόνια για να γίνω Αυστραλός υπήκοος, έγινα το 1972-73, όταν για πρώτη φορά ψηφίστηκε στην Αυστραλία μια προοδευτική κυβέρνηση – με εισαγωγικά τα προοδευτική – σε σχέση με την προηγούμενη, την πιο συντηρητική και ρατσιστική, και αρχίσαμε να αναπνέουμε κάπως καλύτερα. Πήραμε την απόφαση να γίνουμε όλοι μας πολίτες, αλλά δεν σταματήσαμε να σηκώνουμε κι εκεί παντιέρα και ν’ απαιτούμε δικαιώματα, να υποχρεώνεται η χώρα να συμφωνήσει τουλάχιστον λεκτικά, ότι είμαστε πολίτες στη γη αυτή, να ανταποκριθεί σε ένα μέρος των αιτημάτων μας και να διδάσκει τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας στα δημόσια κρατικά σχολεία.
Αυτές οι κατακτήσεις δεν ήταν τεράστιες αλλά ήταν υπολογίσιμες και βήματα προς το καλύτερο. Αλλά όσο πλησιάζαμε προς το καλύτερο, τότε το κατεστημένο – στη φωλιά του οποίου βρίσκονται όλες οι αντιδραστικές, ρατσιστικές απόψεις και κατακτήσεις – έβαζε το φρένο και μας σταμάταγε και έλεγε ξεκάθαρα ότι εμείς αποφασίζουμε το τι θα κάνετε και τι θα πάρετε και αν θα αναπνεύσετε… Και αυτό παλεύουμε τώρα. Γιατί με το πέρασμα του χρόνου ήρθε η διαφοροποίηση και μέσα στη μεγάλη Ελληνική παροικία, του μισού εκατομμυρίου ατόμων ελληνικής καταγωγής. Ορισμένοι από αυτή περάσανε στο επίπεδο των μικρών επιχειρηματιών, και νόμισαν εκεί έξω θα γίνουν μεγάλοι. Εν τω μεταξύ το μεγάλο κατεστημένο τους τρώει προτού φτάσουν εκεί. Ορισμένοι φτάσανε και τα πάνε καλά. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και των παιδιών τους που είναι γεννημένα εδώ, είναι εργαζόμενοι, παίρνοντας χαμηλότερους μισθούς και κάνοντας δύσκολες χαμηλόμισθες εργασίες.
Κύριε Ζάγκαλη, διάβασα το βιβλίο για την μητέρα σας και την οικογένειά σας. Η οικογένειά σας για μένα, το ξαναλέω, είναι η ιστορία της ελληνικής αριστεράς. Εκείνο το «μάνα σε φέραμε» με συγκλόνισε. Θέλετε να μας πείτε πέντε λόγια;
Η ιστορία της φαμίλιας μας δεν διαφέρει πολύ από αυτές των άλλων οικογενειών που περάσανε δυσκολίες του πολέμου, δεύτερου πολέμου, κατοχή, αντίσταση, εξορίες, καταδιώξεις κ.ο.κ. Ο πατέρας και ο αδερφός μου ο μεγάλος κατατάχτηκε στην ΕΠΟΝ, τότε ήταν 19 χρονών και με το τουφέκι στα χέρια, από το ’45 μέχρι το ’49 με το κομμουνιστικό στρατό, οπότε αποσύρθηκαν όπως ξέρετε, και ο αδερφός μου κατέληξε στη Σοβιετική Ένωση, στο Ουζμπεκιστάν. Η μάνα μου είναι στο χωριό με το μικρότερό μου τον αδερφό, εγώ και η μεγάλη μου αδερφή το ’47 φύγαμε για την Αθήνα, που ήταν εκεί ο πατέρας μου. Είχε βρει μια δουλειά, για να αποφύγουμε τους ξυλοδαρμούς, γιατί όπως ξέρεις, μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου που το ΕΑΜ ΕΛΑΣ παρέδωσε τα όπλα, και γύρισαν στα χωριά και στις πόλεις, οι νικητές της μάχης αυτής ξεκίνησαν έναν τεράστιο πόλεμο εκβιασμού, εκτελέσεων και εξοριών.. Ο πατέρας μου βρέθηκε εξόριστος στον ΆηΣτράτη. Η μάνα μου με τον αδερφό μου τον μικρό στην Ουγγαρία.
Μέχρι το 1950 δεν ήξερα ποιος ζούσε απ’ τους δικούς μου και αυτοί δεν ξέρανε αν ζούσαμε εμείς. Την μάνα μου την είδα για τελευταία φορά τον Ιούλη του 1947, όταν έφυγα απ’ το χωριό και με ξεπροβόδισε στα αλώνια και μου ‘λεγε «να σε φιλήσω μωρέ Γάκη μάτια μου;». Γιωργάκη, Γάκη. Η μάνα μου είχε πέντε παιδιά, την αγάπη της προς τα παιδιά δεν την έλεγε με γλυκόλογα. Δεν είχε χρόνο. Την έλεγε όμως με τον αγώνα πόκανε για να φάμε ψωμί. Και την προσπάθειά της ν’ αφήσει τον αδερφό μου να παραμείνει αντάρτης παρά να τον μαζεύει, γιατί είχε και μια άλλη μάνα, τη μάνα Ελλάδα…
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα την μάνα μου. Και ήμουν μικρός. Δεν ήξερα ότι ένας χωρισμός θα ήταν εφ’ όρου ζωής. Μετά την ξαναείδα, το 1976, όταν επισκέφτηκα στην Τασκένδη τον τάφο της. Ξέρεις, χωρίσαμε σαν τα παιδιά του λαγού. Τα παιδιά της μάνας μου, του πατέρα μου… μολαταύτα, οι αποστάσεις που μας χωρίζανε δεν ήταν πιο μεγάλες από τα αισθήματα που είχαμε ο ένας προς τον άλλον. Όχι σαν συγγενείς, αλλά είχαμε μια κοινή ιδεολογία και συμμεριζόμασταν και βρήκαμε τον τρόπο να συναντιόμαστε.
Ξέρεις, όποτε ερχόμουν στην Ελλάδα, αισθανόμουν υπερένταση, μια μεγάλη ανάγκη να σμίγω με το εκεί κίνημα. Έμενα λίγο καιρό και δεν έχανα ποτέ τα φεστιβάλ της ΚΝΕ. Τα μεγάλα αυτά πολιτιστικά και πολιτικά συμβάντα το Σεπτέμβρη. Ύστερα πήγαινα να ακούν τα παιδιά και τα εγγόνια μου, τους χορούς και τα τραγούδια, να ξέρουν και κάτι παραπάνω από το ένα νερό κυρά Βαγγελιώ… Μάθαιναν και το Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, μάθαιναν και άλλα…
Τα πήγαινα στην Καισαριανή, στο σκοπευτήριο. Όταν με ρώταγαν τα παιδιά μου. τα εγγόνια μου, για τη μάνα μου, «Ήταν όμορφη η μάνα, παππού; ‘ήταν όμορφη η μάνα, πατέρα;», τους έλεγα «Πεντάμορφη!», γιατί εκεί σ’ έναν τοίχο δίπλα, στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα σε έναν τοίχο «Η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου είναι αυτή που αγωνίζεται». Έτσι ήταν η μάνα μου. Όχι η μάνα μου. Η μάνα του κάθε αγωνιστή.
Η φαμίλια μας ξαναβρεθήκαμε, γνωριστήκαμε μέσω επικοινωνίας που έχουμε τώρα, τα τελευταία 10 χρόνια και τα λέμε. Μεγάλη μας χαρά είναι ότι όλοι σχεδόν ανήκουν στον προοδευτικό χώρο.
-Σκέφτομαι, ξεκινήσατε με τη λέξη λαοκρατία, βρεθήκατε σε έναν ξένο τόπο και η λέξη αυτή απέκτησε ένα άλλο νόημα. Αλλά δεν την εγκαταλείψατε ποτέ με έναν τρόπο και είναι σαν η μητέρα να ήταν οδηγός ακόμα και όταν είχατε φύγει, όταν χωριστήκατε. Δηλαδή δεν χωριστήκατε ποτέ ουσιαστικά. Την τιμήσατε την μητέρα σας.
Πολλοί με ρωτάνε εδώ όχι μονάχα Έλληνες αλλά και μη Έλληνες, «ποια σ’ αρέσει πιο πολύ; η Ελλάδα ή η Αυστραλία; Ποιαν αγαπάς περισσότερο; Την Ελλάδα ή την Αυστραλία;». Λοιπόν, όταν πάω στο χωριό, αυτό με ρωτάνε πάντοτε. Τους λέω, ρε παιδιά είναι δύσκολο να αγαπάμε και τα δυο; Η αγάπη χωράει πολλούς μες στην καρδιά. Το μίσος δεν χωράει κανέναν και μας τρώει. Αν έχω δύο παιδιά, δεν τ’ αγαπάω και τα δύο; Εφέτος ήταν η πρώτη χρονιά που δεν θα μπορέσω να πάω στην Ελλάδα και δεν είμαι ο μόνος. Είναι πάρα πολλοί οι περιορισμοί, όχι μονάχα του κορωνοϊού που εμποδίζουνε αλλά και τα χρόνια μας. Ενενήντα χρονών με ορισμένα όργανα του σώματος να υπολειτουργούνε, θα ήταν εγκληματικό να κατέβαινα… να έμπαινα κι εγώ σε αεροπλάνο και ν’ ανεβαίνω τα βουνά του χωριού μου. Είναι αδύνατο.
Τη δύναμη της καρδιάς σας να έχουμε.
Η καρδιά και το μυαλό ταξιδεύει και πάει στα πέρατα του κόσμου. Και είναι ευχάριστο αυτό που γίνεται.
Αυτό τον ρατσισμό που ένα κομμάτι του ελληνικού λαού έχει για τους ξένους που έρχονται… Πόσο σας πληγώνει εσάς που είχατε την εμπειρία του να είστε ο ξένος, ο διωγμένος στον ξένο τόπο;
Η ξενοφοβία είναι κάτι το τρομακτικό. Είναι και ανθελληνικό αν θέλετε. Στην αρχαιότητα όταν κάποιος ξένος έφτανε σε ένα μέρος, σ’ ένα νησί, η πρώτη κουβέντα που του λέγανε “κάτσε να φας, κάτσε να πιεις και μετά αν έχεις καιρό μας λες από πού είσαι και πού θέλεις να πας”. Εμείς αν βλέπουμε κάποιον που είναι πιο διαφορετικός από εμάς, τον θεωρούμε ξένο. Ακόμα και στα χωριά μας, όταν παντρευόταν κάποιος από το διπλανό χωριό “ξένο πήρε μωρέ;”. Έτσι μου είχανε πει και μένα για τη γυναίκα μου…”πήρες ξένη;” Λέω όχι, αυτή πήρε ξένο, εγώ ήμουν στην Αυστραλία κι αυτή πήρε εμένα. “Καλά και δεν χάθηκες;” Λέω, γιατί να χαθώ;. Έχω τώρα και την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, και βλέπουν μια δίγλωσση οικογένεια, υπάρχει σεβασμός και τιμούμε τις παραδόσεις.
Να σας κάνω και μία ερώτηση γιατί ετοιμάζουμε ένα ντοκιμαντέρ για τους Αμπατιέλους. Ξέρω ότι είναι έξω από το θέμα μας, αλλά μήπως τον είχατε γνωρίσει όταν είχε έρθει στην Αυστραλία;
Τον Τόνυ; Βέβαια… Βέβαια τον είχαμε υποδεχθεί εδώ, είχε έρθει σαν εκπρόσωπος, τον προσκαλέσαμε εδώ τα εργατικά σωματεία και το κομμουνιστικό κόμμα Αυστραλίας, ήρθε και στο σπίτι μας, όπως και ο Θεοδωράκης ήρθε και στο σπίτι μας και τον ζήσαμε, όσο μπορούσαμε περισσότερο. Να σου πω μια ιστορία με τον Τόνυ. Ο πατέρας μου ήρθε στην Αυστραλία το 1975 για να πει το “νυν απολύεις το δούλο σου δέσποτα” αλλά μου λέει, όταν ήρθε εδώ, άλλαξε γνώμη και άρχισε να λέει “δέσποτα μην μ’ απολύεις ακόμα γιατί θέλω να ζήσω λίγο με τα παιδιά μου”. Και ξέρεις τι έκανε; Ο πατέρας μου ήταν αριστερός πολιτικά, αλλά ποτέ του δεν γράφτηκε σε κανένα κόμμα και πολύ λιγότερο στο ΚΚΕ.
Πήρε χαρτί και μολύβι, λοιπόν, και έστειλε γράμμα στην κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ και λέει: “θα ήθελα προτού πεθάνω, να μπω κι εγώ στο κόμμα, ν’ αναγνωρίσω το ρόλο που παίζει σε μία καινούρια κοινωνία και για τους καθημερινούς αγώνες για μια καλύτερη ζωή”. Το έστειλε. Την άλλη βδομάδα παίρνει γράμμα απ’ τον Αμπατιέλο που του ‘λεγε «κυρ Παντελή, χαίρω πολύ που είσαι καλά και στα γεράματά σου θέλεις να κάνεις το βήμα αυτό, μα όπως ξέρεις εμείς ενθαρρύνουμε τους Έλληνες να γραφτούνε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστραλίας». Γι’ αυτό τον γράψανε εκεί. Ο πατέρας μου είπε «ήταν γραφτό στο ΚΚΕ να μη γραφτώ Γιώργη, γιατί είμαι αρκετά μεγάλος, αλλά και που μου απάντησαν για μένα είναι τεράστια τιμή»…
Πραγματικά συγκινητική ιστορία. Τώρα να σας ζητήσω να πείτε και το νανούρισμα, αυτό που λέτε τέσσερις γενιές;
Λαμπρινή το ‘λεγα εγώ στην κόρη μου, να κοιμηθεί. Τη νανούριζα με τα παιδικά μας, τα δικά μας. Και δεν είχα την εντύπωση ότι τα’βαζε κάπου. Και κοίταξε να δεις, όταν μεγάλωσε και αυτή και έγινε μητέρα, τραγουδούσε τα ίδια νανουρίσματα στα παιδιά της. Είχαν μπει μέσα στην ψυχή της. Και αυτό τώρα γίνεται. Εντυπωσιάστηκα, πώς να σου πω!… να θυμάται αυτά τα τραγούδια…
Κάτι τέτοια βέβαια στις οικογένειες ολονών μας είναι μικρά διαμάντια. Κι ευτυχώς αγαπάμε τον κόσμο, Λαμπρινή, και τη ζωή. Όλοι εμείς οι άνθρωποι, οι αριστεροί περισσότερο, το λέω περισσότερο γιατί ήθελα να πω είμαστε στην εποχή, που μας λένε ότι δε πιάνει η λεπτότητα, η αγάπη, ο σεβασμός… τρίχες… αγαπάμε τον άνθρωπο, αγαπάμε τη ζωή. Γι’ αυτό παλεύουμε και περισσότερο… για να απολαύσουμε όλοι μας καλύτερα, όσα μπορούμε περισσότερα… Και τώρα στα γεράματά μου, Λαμπρινή, έχουμε κι εδώ πέρα συλλόγους συνταξιούχων. Τα άτομα τα οποία γνώριζα και δουλεύαμε μαζί κατά χιλιάδες στα διάφορα εργοστάσια, είναι γεροντάκια σαν κι εμένα. Έχουμε κι εδώ συλλόγους και δραστηριοποιούμαι και σ’ αυτό το χώρο. Είναι πάμπτωχες εδώ οι συντάξεις. Μεθαύριο πάμε αντιπροσωπεία στην κυβέρνηση, να ζητήσουμε να έχει εκπτώσεις του κόστους του φαγητού, του νερού, που έχει φτάσει τα ουράνια. Ενώ οι συντάξεις ήταν παγωμένες. Τουλάχιστον στην Ελλάδα είναι λίγο καλύτερες συγκριτικά οι συντάξεις απ’ ότι είναι εδώ.
Σήμερα, δεκάδες χιλιάδες ελληνοαυστραλοί, που φάγανε τα νιάτα τους στα εργοστάσια για να χτίσουν αυτή τη χώρα, δεν έχουνε αρκετά να τα βγάλουνε πέρα και ο κορωνοϊός μας έκοψε τα πόδια στα δυο. Περισσότερα φάρμακα χρειαζόμαστε, περισσότερη ενέργεια χρησιμοποιούμε…
Υγεία, καλή δύναμη και να σημειώνουμε προόδους στους αγώνες μας, τους ατέλειωτους… να τιμούμε όλους αυτούς που δώσανε το παν και δεν είναι μαζί μας. Να στηρίζουμε αυτούς που το παλεύουνε τώρα, να συμμετάσχουμε, στο ρομαντισμό αυτόν, για μια κοινωνία ελεύθερη, που οι πολίτες να συμβιούν και θα προσφέρουν το κατά δύναμη και θα παίρνουνε το κατ’ ανάγκη.
Δεν υπάρχει πιο θαυμάσια, πιο αξιοπρεπής τοποθέτηση του ρόλου μας των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, από το να παύσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και όλοι μαζί να πάψουμε να εκμεταλλευόμαστε τη φύση. Τώρα να την προσέξουμε λίγο περισσότερο, να μην υποτιμούμε τον μεγαλύτερο αγώνα, να σώσουμε τον πλανήτη μας. Που κάποιοι θέλουν να τον φάνε, κοιτάζουνε ποιοι θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος. Τον κάνουν εμπόριο. Όπως εμπόριο κάνουν και τα εμβόλια, τώρα για τον κορωνοϊό. Τσακώνονται ποιος θα τα βγάλει, ποιος θα τα πουλήσει, και ν’ αφήσουνε τους παθόντες, ιδιαίτερα τους φτωχούς ανθρώπους και τις φτωχές χώρες να περιμένουν στην ουρά… Όλα αυτά δημιουργούν νέες καταστάσεις ιδιαίτερα για τους νεολαίους, που είναι στην πρωτοπορία των αγώνων για τη σωτηρία του περιβάλλοντος και της ζωής… Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άνδρες με όπλα στους ώμους, να διώξουμε τώρα τα άγρια θεριά, να στήσουμε αιώνια στη γη λευτεριά…