του Jeffrey D. Sachs 

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια επεκτατική δύναμη από την αρχή του 1789. Κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη Βόρεια Αμερική τον δέκατο ένατο αιώνα και απέκτησαν παγκόσμια κυριαρχία κατά το δεύτερο μισό του εικοστού. Αλλά τώρα που αντιμετωπίζουν την ανάπτυξη της Κίνας, τον δυναμισμό της Ινδίας, τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αφρικής και την περίεργη οικονομία της, την άρνηση της Ρωσίας να υποκύψει στη θέλησή τους, τη δική τους αδυναμία να ελέγξουν τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή και την αποφασιστικότητα της Λατινικής Αμερικής για να είναι ελεύθερη από την ντε φάκτο ηγεμονία τους, η εξουσία των ΗΠΑ έχει φτάσει στα όριά της.

Ένας δρόμος για τις ΗΠΑ είναι η παγκόσμια συνεργασία. Ο άλλος δρόμος είναι μια έξαρση του μιλιταρισμού ως απάντηση στις φιλοδοξίες τους που διαψεύδονται. Το μέλλον των ΗΠΑ και του κόσμου κρέμεται από αυτήν την επιλογή.

Η παγκόσμια συνεργασία είναι σημαντική για δύο λόγους. Μόνο η συνεργασία μπορεί να φέρει την ειρήνη και την αποφυγή ενός άχρηστου, επικίνδυνου και, τελικά, οικονομικά εξουθενωτικού νέου ανταγωνισμού εξοπλισμών, αυτήν τη φορά συμπεριλαμβανομένων των κυβερνο-όπλων, των διαστημικών όπλων και των πυρηνικών όπλων νέας γενιάς. Και μόνο η συνεργασία μπορεί να επιτρέψει στην ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει τις επείγουσες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως της καταστροφής της βιοποικιλότητας, της μόλυνσης των ωκεανών και των απειλών που φέρνει η υπερθέρμανση του πλανήτη στην παγκόσμια προσφορά τροφίμων, στις τεράστιες άνυδρες περιοχές και στις πυκνοκατοικημένες παράκτιες περιοχές.

Ωστόσο, η παγκόσμια συνεργασία σημαίνει την ύπαρξη της πρόθεσης να συναφθούν συμφωνίες με άλλες χώρες, και όχι να προβάλλονται απλώς μονομερείς απαιτήσεις από αυτές. Και οι ΗΠΑ έχουν τη συνήθεια να ζητούν και όχι να συμβιβάζονται. Όταν ένα κράτος αισθάνεται ότι είναι προορισμένο για να κυβερνά  –όπως η αρχαία Ρώμη ή το κινεζικό «Μέσο Βασίλειο» πριν από αιώνες, η Βρετανική Αυτοκρατορία από το 1750 ως το 1950 και οι ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο– ο συμβιβασμός δύσκολα βρίσκεται στο πολιτικό λεξιλόγιό τους. Όπως το έθεσε λακωνικά ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, «ή είσαι μαζί μας ή εναντίον μας».

Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να αποδεχθούν τους ξεκάθαρους παγκόσμιους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν. Στον απόηχο του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία έπρεπε να υποχωρήσει, αλλά ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν το έκανε. Ομοίως, αντί να φέρουν σταθερότητα υπό τους όρους των ΗΠΑ, οι μυστικοί και φανεροί πόλεμοι της Αμερικής στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, το Νότιο Σουδάν και αλλού δημιούργησαν μια θύελλα αντιδράσεων που εκτείνεται σε όλη την ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η Κίνα υποτίθεται ότι θα έδειχνε ευγνωμοσύνη και σεβασμό προς τις ΗΠΑ που της έδωσαν το ελεύθερο να καλύψει τη διαφορά 150 χρόνων κακομεταχείρισης από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την Ιαπωνία. Αντ’ αυτού, η Κίνα έχει το θράσος να πιστεύει ότι είναι μια αυτοφυής ασιατική δύναμη.

Υπάρχει ένας βασικός λόγος, βέβαια, γι’ αυτά τα όρια. Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ ήταν η μόνη μεγάλη δύναμη που δεν καταστράφηκε από τον πόλεμο. Ηγήθηκε παγκοσμίως στον τομέα της επιστήμης, της τεχνολογίας και των υποδομών. Αποτέλεσε ίσως το 30% της παγκόσμιας οικονομίας και παρουσίασε σημαντικό προβάδισμα  σε κάθε τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Οργάνωσε τη μεταπολεμική διεθνή τάξη: τα Ηνωμένα Έθνη, τα θεσμικά όργανα του συστήματος Μπρέτον Γουντς, το Σχέδιο Μάρσαλ, την ανοικοδόμηση της Ιαπωνίας και πολλά άλλα.

Υπό αυτούς τους όρους, ο υπόλοιπος κόσμος έχει μειώσει αρκετά το χάσμα με τις ΗΠΑ σε τεχνολογικά, εκπαιδευτικά ζητήματα και στις υποδομές. Όπως λένε οι οικονομολόγοι, η παγκόσμια ανάπτυξη «συγκλίνει», που σημαίνει ότι οι φτωχότερες χώρες έχουν αρχίσει να καλύπτουν την υστέρησή τους. Το μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας που αντιπροσωπεύεται από τις ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά περίπου το ήμισυ (γύρω στο 16% που είναι σήμερα). Η Κίνα έχει τώρα μεγαλύτερη οικονομία σε απόλυτα μεγέθη από τις ΗΠΑ, αν και ακόμα περίπου μόνο το ένα τέταρτο του μεγέθους σε όρους κατά κεφαλήν.

Τίποτα από αυτήν την κάλυψη της υστέρησης δεν έγινε σαν δόλιο τρικ κατά των ΗΠΑ ή σε βάρος τους. Ήταν θέμα βασικών οικονομικών: έχοντας ως δεδομένη την ειρήνη, το εμπόριο και την παγκόσμια κυκλοφορία ιδεών, οι φτωχότερες χώρες μπορούν να προοδεύσουν. Αυτή η τάση είναι ευπρόσδεκτη, δεν είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγεται.

 Αλλά αν η νοοτροπία του παγκόσμιου ηγέτη είναι αυτή της κυριαρχίας, τα αποτελέσματα της ανάπτυξης που μικραίνει το χάσμα μεταξύ των χωρών, όπως την αντιλαμβάνονται πολλοί «στρατηγικοί αναλυτές ασφαλείας» των ΗΠΑ, θα φαίνονται απειλητικά. Ξαφνικά, το ανοικτό εμπόριο, που για καιρό υποστήριζαν οι ΗΠΑ, μοιάζει με μια τρομερή απειλή για τη συνέχιση της κυριαρχίας τους. Οι κινδυνολόγοι καλούν τις ΗΠΑ να αποκλείσουν από την αγορά τους τα κινεζικά αγαθά και τις κινεζικές εταιρείες, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο το παγκόσμιο εμπόριο υπονομεύει την αμερικανική κυριαρχία.

Ο πρώην συνάδελφός μου στο Χάρβαρντ και σημαντικός αμερικανός διπλωμάτης, Ρόμπερτ Μπλάκγουιλ, και ο πρώην σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών Άσλεϊ Τέλις εξέφρασαν την ανησυχία τους σε μία έρευνα  που δημοσιεύτηκε το 2015. Οι ΗΠΑ έχουν ακολουθήσει σταθερά μια σπουδαία στρατηγική «που επικεντρώνεται στην απόκτηση και διατήρηση εξέχουσας δύναμης εις βάρος διαφόρων αντιπάλων», γράφουν, και «η υπεροχή πρέπει να παραμείνει ο κεντρικός στόχος της σπουδαίας στρατηγικής των ΗΠΑ στον εικοστό πρώτο αιώνα». Αλλά «η έως σήμερα ανάπτυξη της Κίνας έχει ήδη φέρει γεωπολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και ιδεολογικές προκλήσεις στην εξουσία των ΗΠΑ, στους συμμάχους των ΗΠΑ, και στη διεθνή τάξη που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ», αναφέρουν ο Μπλάκγουιλ και ο Τέλις: «Η συνεχόμενη αν και ακανόνιστη επιτυχία της στο μέλλον μπορεί να υπονομεύσει περαιτέρω τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ».

Ο προσφάτως επονομαζόμενος εμπορικός σύμβουλος του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, Πίτερ Ναβάρο, συμφωνεί. «Κάθε φορά που αγοράζουμε προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κίνα», έγραψε για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, «εμείς, ως καταναλωτές, βοηθάμε τη χρηματοδότηση μιας στρατιωτικής ανάπτυξης που μπορεί κάλλιστα να βλάψει εμάς και τις χώρες μας».

Με μόλις 4,4% του παγκόσμιου πληθυσμού και μια μείωση του μεριδίου τους στην  παγκόσμια παραγωγή, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να εμμείνουν στην αυταπάτη τους για παγκόσμια κυριαρχία μέσα από μια νέα κούρσα εξοπλισμών και προστατευτικών εμπορικών πολιτικών. Κάτι τέτοιο θα συνενώσει τον κόσμο κατά της έπαρσης και της νέας στρατιωτικής απειλής των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσουν, σύμφωνα με την κλασική περίπτωση της «αυτοκρατορικής επέκτασης».

Ο μόνος λογικός μελλοντικός δρόμος για τις ΗΠΑ είναι η ισχυρή και ανοιχτή παγκόσμια συνεργασία για την αξιοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας του εικοστού πρώτου αιώνα για τη μείωση της φτώχειας, των ασθενειών και των περιβαλλοντικών απειλών. Ένας πολυπολικός κόσμος μπορεί να παρέχει σταθερότητα, ασφάλεια και ευημερία. Η ανάπτυξη πολλών περιφερειακών δυνάμεων δεν αποτελεί απειλή για τις ΗΠΑ, αλλά μια ευκαιρία για μια νέα εποχή ευημερίας και εποικοδομητικής επίλυσης προβλημάτων.
 
Ο Jeffrey D. Sachs είναι καθηγητής βιώσιμης ανάπτυξης, καθηγητής Πολιτικών Υγείας και Management στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και Επικεφαλής του Δικτύου Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών

Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή