«Έγραφες στον Ήχο; Τι τύπος είναι ο Αργύρης Ζήλος;».

Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές έχω απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις, για την πρώτη μου δημοσιογραφική έκθεση και τον πρώτο μου αρχισυντάκτη.

Ναι, έγραφα στον Ήχο. Ξεκίνησα από τον Ήχο. Και πριν γράψω ακόμη, ο Αργύρης Ζήλος ήταν από τους ανθρώπους που με ανέθρεψαν. Τον θαύμαζα, τον άκουγα ευλαβικά, αυτός και ο Γιάννης Πετρίδης ήταν σημεία αναφοράς της εφηβείας μου. Είχα και μια φωτογραφία του στον τοίχο του εφηβικού μου δωματίου, κολλημένη πάνω σε κείνη του Βαν Μόρισσον, ενός Αργύρη αδύνατου, με τα μακρυά του τα μαλλιά, μικρή, ασπρόμαυρη, σε φτενό χαρτί, κομμένη από τη «Ραδιοτηλεόραση», που είχε την είδηση πως πήγε φαντάρος.

Τα γραφεία των Τεχνικών Εκδόσεων ήταν για μένα, και μια ολόκληρη γενιά, ίσως και δύο, τα γραφεία του «Ήχος και Hi Fi». Τα γραφεία που για χρόνια διαφέντευε ο Αργύρης Ζήλος, ο Πάπας της ελληνικής μουσικοκριτικής, ο δάσκαλός μας, ο πρώτος μου αρχισυντάκτης, το μακρινό 1985.

Πριν 40 χρόνια ακριβώς, την 11η Μαρτίου 1985, είδα το όνομά μου τυπωμένο, υπογραφή σε κείμενο. Κατά τύχην. Του είχα πάει τα τετράδιά μου, τα εφηβικά γραπτά μου, του τα άφησα να τα δει. Στο κυλικείο της κτηνιατρικής Θεσσαλονίκης, ο Στέργιος, ένας σύντροφος, εκείνη την 11η Μαρτίου, με ρώτησε αν γράφω στον Ήχο. Απόρησα που ήξερε για τα τετράδια μου, μόνο που, όπως μου είπε δεν ήξερε γι’ αυτά, είχε αγοράσει το τεύχος και το είδε. Έτσι κάπως έμαθα πως άρεσαν του Αργύρη τα γραπτά μου (που ούτε να τα δω δε θελω πια- άλλη εποχή, άλλος κόσμος, άλλη Ελλάδα). Έτσι δημοσιεύτηκα, εν αγνοία μου.

Λίγους μήνες αργότερα, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά, που της αφιέρωσα όλη τη στήλη μου, ήρθε η πρώτη μας σοβαρή κουβέντα. Από τηλεφώνου. Δύο εκ των συνεργατών του περιοδικού – παλιοί και αξιόλογοι, μέλη του ΚΚΕ- είχαν γράψει απάντηση στο κείμενό μου. Ο Αργύρης αρνήθηκε να τη δημοσιεύσει ως στήλη, την έβαλε στα γράμματα των αναγνωστών.  Ήταν το πρώτο που μου ανέφερε, όταν τον πήρα τηλέφωνο από ένα από αυτά με τα κέρματα, κλαίγοντας για την πρώτη αρνητική, αυστηρή κριτική που μου γίνονταν, και μάλιστα από ανθρώπους που διάβαζα με θαυμασμό. Του είπα, αν θες να παραιτηθώ παραιτούμαι. Μου είπε: «άκου να σου πω, αυτό σημαίνει ότι ενοχλείς, ότι επιδράς. Τώρα είναι που δεν πρέπει να πας πουθενά». Τον άκουσα. Πάντα τον άκουγα. Ακόμη κι όταν χρόνια μετά θα διαφωνούσαμε – κυρίως για τα πολιτικά- τον άκουγα με προσοχή. Αυτήν που φέρνει η αληθινή φιλία και αγάπη όταν συνοδεύεται από σεβασμό, του είδους που κερδίζεται κάθε μέρα για χρόνια και χρόνια.

Ο Αργύρης Ζήλος με στήριξε, κι όχι μόνο εμένα. Ένα σωρό -τότε- νέα παιδιά, με την ορμή της ηλικίας και τα κολλήματά τους, μάθαμε στα χέρια του πως αυτά να τα κάνουμε κείμενο. άξιο να διαβαστεί Μάθαμε πως και γιατί σέβεσαι τον αναγνώστη. Και μάθαμε, από μιαν αυθεντία, γιατί οι αυθεντίες πρέπει να αμφισβητούνται πάντα.

Ο Αργύρης ήταν ο λόγος που τόλμησα τότε να κάνω και ραδιόφωνο, να χτυπήσω την πόρτα της ΕΡΤ3 – ναι, ήταν η εποχή που τα τηλέφωνα παίρναν κέρματα και υπήρχε μόνο κρατική ραδιοφωνία. Μου είπε, λοιπόν,  «γράφεις πολύ ραδιοφωνικά, γιατί δεν ξεκινάς ραδιόφωνο; Να πας να κάνεις πρόταση». Μάζεψα τα κουράγια μου, άγνωστη μεταξύ αγνώστων πήγα την πρόταση, κι έπεσα πάνω στο δεύτερο σημαντικό διευθυντή μου, τον Δημήτρη Γουσίδη, που είδε κι αυτός ότι είχε δει ο Αργύρης… «Αστα αυτά!, το ταλέντο δε σε πάει μακρυά. Και περνάει. Κοίτα να το καλλιεργήσεις, να διαβάσεις, μέχρι τα 35 να χτίσεις ένα κάποιο όνομα. Και μη σταματήσεις να ασχολείσαι ποτέ». «Να ασχολείσαι», στη γλώσσα του Αργύρη, σήμαινε να αφιερώνεις τη ζωή σου, ή ένα σοβαρό κομμάτι της ζωής σου, στην ενημέρωση, την καλλιέργεια, τη μελέτη.

Χαίρομαι που είχα πολλές φορές την ευκαιρία να ευχαριστήσω το Ζήλο – μη κοιτάτε που τώρα λέω Αργύρης, Ζήλο τον λέγαμε πάντα όλοι. Νομίζω η πρώτη ήταν στα εγκαίνια του 902, που είχα κατέβει να τους χαρώ. Ξεκινούσαν τότε, ένα εξαίρετο σύνολο, ένα σταθμό που υπόσχονταν ζήλεια ποιότητα. Του είπα πόσα του χρωστάω, του είπα πως λίγους ανθρώπους γνώρισα, στην ως τότε πορεία μου, που να βοηθούν τους νέους όπως εκείνος. Μου είπε «Οταν βλέπεις άνθρωπο που δε βοηθάει τους νέους, να ξέρεις ότι φοβάται για την καρέκλα του». Κι ο Αργύρης Ζήλος δεν είχε να φοβηθεί για καμμία καρέκλα, όχι μόνο γιατί καμμία καρέκλα δεν χώρεσε το ήθος και την τελειομανία του, αλλά και γιατί η γνώση του κι ο σεβασμός όλων όσων τη μοιράζονταν τον συνόδευε παντού και πάντα.

Ο Αργύρης Ζήλος υπήρξε ο σημαντικότερος μουσικοκριτικός της χώρας. Το έργο του παραμένει σημείο αναφοράς για όλους μας. Και μαζί υπήρξε η απόδειξη ότι η δημοσιογραφία είναι μία. Αν είναι όντως δημοσιογραφία, δεν έχει είδη. Έχει μόνον ήθος και γνώση.