«Η συρρίκνωση του οικονομικού υπόβαθρου, η αποεπένδυση, η εκτίναξη της ανεργίας, δημιουργούν πολλά δεσμά με μικρά περιθώρια πρωτοβουλιών» δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός στο οικονομικό φόρουμ, ενώ έκανε ειδική μνεία στους χαμηλούς δείκτες που εμφανίζει η Ελλάδα σε αρκετούς κρίσιμους τομείς.
 
Συγκεκριμένα, ο Κ. Σημίτης αναφέρθηκε στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, ανεργίας, στην απονομή δικαιοσύνης και τη διαφθορά, σημειώνοντας πως η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά κακές επιδόσεις. Μάλιστα, υπογράμμισε πως ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας είναι και η ψυχολογική παράμετρος της αβεβαιότητας, την οποία και συνέδεσε με την προοπτική εφαρμογής της απλής αναλογικής, προβλέποντας πως στο προσεχές μέλλον αναμένεται να δυσκολέψει τη δημιουργία μιας σταθερής πλειοψηφίας.
 
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στην σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μείωση του ελληνικού χρέους σε επίπεδα κάτω του 80% του ΑΕΠ σε 42 χρόνια, χρησιμοποιώντας την ως επιχείρημα για να υποστηρίξει πως στο ορατό μέλλον η χώρα θα ζει υπό το καθεστώς εποπτείας. Επίσης, προέβλεψε πως στις αγορές η ελληνική οικονομία θα καταφέρει δανεισμό μεταξύ 4-6%, εάν όχι υψηλότερα, κάτι που θα την οδηγήσει εκ νέου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
 
Ακόμη, ο πρώην πρωθυπουργός εκτίμησε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποδεχθεί το ελληνικό αίτημα για ελάφρυνση του χρέους, σημειώνοντας ωστόσο πως θα τεθούν συγκεκριμένες αιρέσεις και αφετέρου, η διαδικασία ελάφρυνσης θα προβλέπει μια βαθμιαία εξέλιξη, «ώστε να υπάρχει ένας διαρκής έλεγχος της ελληνικής οικονομίας, παρά το τέλος των μνημονίων».
 
Τέλος, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αναγνώρισε ως θετικά σημεία τις «ιδιαίτερα αναπτυγμένες διασυνδέσεις με τον ευρωπαϊκό χώρο» τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και την συνείδηση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού για την «ανάγκη εκσυγχρονισμού με κοινωνική αλληλεγγύη».
 
Όπως ανέφερε υπερασπιζόμενος τη λύση ενός νέου μνημονίου, όπως περιγράφηκε παραπάνω, «ακόμη και κατά την αντικειμενική διαπίστωση που λέει ότι: το αύριο είναι τελείως αβέβαιο κι εξαρτάται από εμάς τους ίδιους η επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος, η απάντηση είναι: Ναι, μπορούμε! Αν, με μια νέα εθνική αυτογνωσία αποδεχθούμε την ανάγκη ενός προγράμματος ανόρθωσης της χώρας και το παρουσιάσουμε με ειλικρίνεια στην κοινωνία, τότε μπορεί πράγματι να διαμορφωθεί μια νέα δυναμική που θα ανατρέψει τις πολλές και αρνητικές μακροχρόνιες τάσεις».