Η αναταραχή από το αποτέλεσμα της κάλπης στην Ιταλία επανέφερε την προσοχή όλων εκεί που έπρεπε να είναι εξ αρχής - στην πολιτική σε σχέση με την κρίση στην Ευρωζώνη, τονίζει ο Μαρκ Μαζάουερ σε άρθρο του στoυς Financial Times
Στην Ιταλία δεν υπάρχει αντίστοιχο της ανόδου της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, αλλά το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης αποδεικνύεται εξίσου μεγάλο, προειδοποιεί ο Μαρκ Μαζάουερ.
Η αναταραχή από το αποτέλεσμα της κάλπης στην Ιταλία επανέφερε την προσοχή όλων εκεί που έπρεπε να είναι εξ αρχής – στην πολιτική σε σχέση με την κρίση στην Ευρωζώνη, τονίζει ο Μαρκ Μαζάουερ σε άρθρο του στoυς Financial Times.
Το τελευταίο εξάμηνο κυριάρχησε ο εφησυχασμός, με ευχολόγια και τα χρηματιστήρια να ανακάμπτουν. Ουσιαστικά πείστηκαν πολλοί ότι η κρίση τέθηκε υπό έλεγχο, με την Ιρλανδία να ανακάμπτει και την Ελλάδα να απομακρύνεται από μία έξοδο από το ευρώ. Αλλά αυτή η οπτική σταθερά αγνοούσε την πολιτική.
Ειδικά στην Ελλάδα έγινε σαφές ότι ακόμη και αν οι ροές κεφαλαίων πηγαίνουν στην σωστή κατεύθυνση, το δημοκρατικό έλλειμμα διευρύνεται. Κανείς εκτός Ελλάδας δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά για το γεγονός ότι ένα νεοναζιστικό κόμμα έκανε άλμα άνω του 10% στις δημοσκοπήσεις. Αυτό ωστόσο είναι προάγγελος κακών για το τι μπορεί να συμβεί σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Ευτυχώς, στην Ιταλία δεν υπάρχει αντίστοιχο της ανόδου της Χρυσής Αυγής. Αλλά το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης αποδείχθηκε εξίσου μεγάλο και εκεί. Όπως και στην Ελλάδα, οι ψηφοφόροι έχουν μία λογικά ξεκάθαρη οπτική: θέλουν να μείνουν στην Ευρώπη και -γνωρίζοντας τα ελαττώματα του δικού τους οικονομικού συστήματος- μπορεί ακόμη και να δεχθούν τη λιτότητα μέχρι ενός σημείου.
Αλλά η πολιτική ηγεσία που εδρεύει στη Ρώμη έχει χάσει στα μάτια τους κάθε αξιοπιστία – αυτοί δημιούργησαν αυτό το χάλι και την διαφθορά που το συνοδεύει, δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί κανείς να το καθαρίσουν. Αυτοί που οι ίδιοι δεν έκαναν καμία θυσία δεν διαθέτουν το ηθικό κύρος να το ζητούν από άλλους.
Τεχνοκράτες πρωθυπουργοί όπως ο Μόντι ή ο Παπαδήμος δεν αποτελούν εναλλακτική: μπορεί να έχουν καθαρά χέρια, αλλά είναι δημιουργήματα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Μπορεί να αντιλαμβάνονται το χρήμα, αλλά οι ψηφοφόροι θέλουν κάποιον να καταλαβαίνει τους ίδιους.
Το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο, καθώς είναι μικρή η απόσταση μεταξύ της αποπομπής της άρχουσας πολιτικής τάξης και της διάλυσης των θεσμών της Δημοκρατίας. Μέχρι τώρα οι ψηφοφόροι δεν ζήτησαν κάτι τέτοιο σε Ιταλία ή Ελλάδα, αλλά κάποιοι το κάνουν και ο πειρασμός είναι παρών για ακόμη περισσότερους, είτε διολισθαίνοντας στην ακροδεξιά και έναν αντικαπιταλισμό δέσμιο της επαναστατικής του ρητορικής, είτε μίας αναρχικής εναλλακτικής των πολιτικών κομμάτων, της αμεσοδημοκρατίας που προωθεί το κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία.
Η απάντηση των Βρυξελλών και του πιστωτή Βορρά είχε την απόλυτη έλλειψη φαντασίας ενός ρομπότ -η εμμονή ότι οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως το μικρό ψάρι στο Ψάχνοντας το Νέμο, πρέπει να συνεχίσουν την πορεία τους. Και μπορεί να το κάνουν – για κάποιο διάστημα. Είναι πιθανό η Νότια Ευρώπη να δώσει στους Γερμανούς χρόνο ως το Φθινόπωρο να συνθέσουν μία νέα προσέγγιση. Αλλά η αντοχή στη λιτότητα είναι απίθανο να κρατήσει περισσότερο.
Η ώρα της αλήθειας είναι σαφώς καθ' οδόν. Ο Γερμανός πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ πρότεινε μία νέα συζήτηση για την Ευρώπη, υποστηρίζοντας ότι το μέλλον της βρίσκεται στην αναβίωση της ιδέας μίας κοινοπολιτείας εθνών. Αλλά για να προκύψει κάτι ουσιώδες, πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα της νομισματικής ένωσης. Για την Ευρώπη ίσως έρχεται η στιγμή μίας σκληρής επιλογής: να εγκαταλειφθεί το ευρώ, ή να διατηρηθεί και να δει κανείς την πολιτική κρίση να φεύγει εκτός ελέγχου.
Όπως είπε ο Γκάουκ, η αρχική ευρωπαϊκή ιδέα έβλεπε τις υπερεθνικές πολιτικές όχι ως κάτι που στραγγαλίζει τα κράτη μέλη αλλά περισσότερο ως μέσο βοήθειας για να αντιμετωπίσουν την υπαρξιακή κρίση που τα ταλάνισε κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να αναστηλώσουν το κύρος τους και την ικανότητά διακυβέρνησής τους.
Η ευρωπαϊκή συνεργασία αναδύθηκε μαζί με τον οικονομικό σχεδιασμό, τα εργαλεία συναλλαγών, τον κεϊνσιανισμό και την κορπορατική διαχείριση των βιομηχανικών σχέσεων. Η όλη προσέγγιση δυσφημίστηκε από την ύφεση της δεκαετίας του 1970. Υπό την ηγεσία του Ζακ Ντελόρ, προέδρου της Κομισιόν από το 1985 ως το 1994, αλλά και τον διαδόχων του, η ΕΕ ακολούθησε μία διαφορετική κατεύθυνση. Έδωσε έμφαση στον νομισματικό συντονισμό, την ελεύθερη ροή κεφαλαίων, τις ιδιωτικοποιήσεις και μία μικρή πινελιά χρηματοπιστωτικού ελέγχου.
Το παλαιότερο όραμα εγκαταλείφθηκε, αλλά παρήγαγε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το αυτό που το διαδέχθηκε. Επίσης έθρεψε τους εγχώριους πολιτικούς θεσμούς, αντί να τους υπονομεύσει: το κύρος των κοινοβουλίων και των κομμάτων αποκαταστάθηκε έστω και με οδυνηρό τρόπο.
Έτσι, με τη σημερινή οπτική, το 1950 και το 1960 μοιάζουν σαν τον Χρυσό Αιώνα. Τα επιτεύγματά του μοιάζουν να κινδυνεύουν να εκθεμελιωθούν. Γιατί δεν είναι θεία εντολή ότι η Ευρώπη θα συνδέεται πάντα στο μυαλό των πολιτών της με την ανάπτυξη και την Δημοκρατία. Ένα διαφορετικό μέλλον μπορεί να μας περιμένει, στο οποίο η Ευρώπη αντίθετα θα προσδιορίζεται με την ύφεση, την ανεργία και την τυραννία.
Αυτοί που πρεσβεύουν την λιτότητα ίσως δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως μέρος της κρίσης της Δημοκρατίας, αλλά είναι. Οι ιταλικές εκλογές θα έπρεπε να θυμίσουν στα μέλη της Ευρωζώνης να ακούσουν τους ψηφοφόρους τους. Οι επιδιορθώσεις στην οικονομία απέτυχαν να σταματήσουν μία πολιτική κρίση που είναι ικανή να πλήξει όχι μόνο την ενοποίηση της ΕΕ αλλά και την νομιμοποίηση της δημοκρατικής τάξης στην Ευρώπη αυτή καθαυτή.
Oλόκληρο το δημοσίευμα εδώ