του Νίκου Βασιλόπουλου


Η πλοκή της ταινίας βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Στη δίκη της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU (Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο) η οποία διεξάγεται από τις 6 Μαΐου 2013 στο Μόναχο και κατηγορούμενοι είναι οι ΜπεάτεΤσζάπε, ο Αντρέ Εμινγκέρ, ο ΧόλγκερΓκέρλαχ, ο ΚάρστενΣούλτσε και το πρώην μέλος του NPD Ραλφ Βολέμπεν. Στη δίκη αυτή, που έχει πολλές ομοιότητες με τη δική μας δίκη της Χρυσής Αυγής, οι κατηγορίες αφορούν την ευθύνη για δέκα δολοφονίες και σοβαρό εμπρησμό και βέβαια τη σύσταση και λειτουργία τρομοκρατικής οργάνωσης. Μια εμφανής διαφορά, είναι ότι η συγκεκριμένη δίκη έχει εγείρει ενδιαφέρον σε σχέση με τον ρόλο των γερμανικών αρχών, οι οποίες φαίνονται να παρέχουν ανοχή -αν όχι πλήρη κάλυψη- στο NSU.

Πίσω στην ταινία, ο Φατίχ Ακίν στήνει ένα σκηνικό βασισμένο σε στοιχεία από τις δολοφονίες και την όλη υπόθεση του NSU. Η πρωταγωνίστρια είναι η Γερμανίδα Κάτια Σέκερτσι (Νταϊάν Κρούγκερ), σύζυγος και μητέρα, η οποία αγωνίζεται να αποδείξει ότι ο άντρας της Νούρι (Νουμάν Ακάρ) και ο 6χρονος γιος της Ρόκκο (Ραφαέλ Σαντάνα) δολοφονήθηκαν από νεοναζί και περνώντας τα στάδια της θλίψης και της απώλειας, αποζητά τελικά την εκδίκηση. Της συμπαραστέκεται ο δικηγόρος Ντανίλο Φάβα (Ντένις Μοσκίτο) και διάφοροι δευτερεύοντες χαρακτήρες ενώ εναντίον της είναι η οικογένειά της και φυσικά το Κράτος. Οι προσεκτικοί ρέκτες των ταινιών του Ακίν και της παρέας του, που διαμόρφωσαν το «ιδίωμα» των γερμανοτουρκικών παραγωγών των αρχών της δεκαετίας του 2000, θα αναγνωρίσουν την πλειοψηφία του καστ από την εξαιρετική σλάπστικ κωμωδία Kebab Connection (2004) του Άννο Σαούλ, στην οποία ο Ακίν είχε ρόλο σεναριογράφου. Ένα μεγάλο συν της ταινίας είναι η μουσική της επιμέλεια που έγινε από τον Τζος Χόουμ των Queens Of The Stone Age και περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, αυτό το εξαιρετικό τραγούδι της Hindi Zahra. Ο Χόουμείναι επίσης ο «νονός» του αγγλικού τίτλου της ταινίας, καθώς την ονόμασε έτσι από ένα δικό του τραγούδι!

Η ταινία χωρίζεται ξεκάθαρα σε 3 μέρη, το πρώτο αφορά τα γεγονότα πριν τη δίκη των δραστών, το δεύτερο είναι η δίκη και η απόφαση και το τρίτο είναι η προσπάθεια για εκδίκηση. Το σύνολο της ταινίας εντάσσεται στο είδος του θρίλερ κι είναι γυρισμένο με ρεαλιστικό ύφος, καθώς ακολουθεί μια πιο παραδοσιακή αφηγηματική δομή, η οποία αν και χωρίζεται σε σαφή τμήματα, παραμένει συνεπής στο είδος που υπηρετεί, ενώ δεν λείπει το αναγκαίο plot twist. Μέσα από όλα αυτά, η αφήγηση του σκηνοθέτη δεν υπαγορεύεται ποτέ από απλοϊκές μανιχαϊστικές αποτυπώσεις «καλών-κακών». Αυτό την καθιστά εξαρχής σπουδαία, αφού ξεφεύγει από τα κλισέ του είδους. Τα πλάνα και ο ήχος της ταινίας διαμορφώνονται ανάλογα το τμήμα της στο οποίο βρισκόμαστε ενώ το κάθε μέρος είναι στημένο με τους κανόνες των ανάλογων υπο-ειδών θρίλερ. Το πρώτο μέρος είναι γυρισμένο με ψηφιακά εργαλεία, για την απόδοση ακατέργαστων οπτικών επιφανειών, σκοταδιού και πόνου, ενώ σε πολλές σκηνές φαίνεται ο σκηνοθέτης να κουβαλά -κυριολεκτικά- την κάμερα στον ώμο του για να φιλμάρει. Στο μέρος αυτό, ο ήχος είναι ηχογραφημένος μονοφωνικά, με τη βροχή να παίζει σημαντικό ρόλο στο όλο σκηνικό. Εδώ, ο Ακίν γυρίζει ένα κλασικό ψυχολογικό θρίλερ.

Το δεύτερο μέρος διαδραματίζεται κυρίως στη δικαστική αίθουσα, έχουμε λοιπόν ένα δικαστικό θρίλερ, το οποίο βασίζεται σε λήψεις με σύγχρονους φακούς τύπου Σινεμασκόπ και ηχογράφηση τριών καναλιών (τη γνωστή και ως LCR) για να αποδώσει καθαρά, μεγάλα πλάνα, την αντίθεση των χρωμάτων, το έντονο λευκό και να εστιάσει κυρίως στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους, να δείξει το ύψος της αίθουσας και την υποβλητικότητα της διαδικασίας. Το τελευταίο μέρος που είναι κυρίως γυρισμένο στην Ελλάδα, στα παράλια της ευρύτερης περιοχής της Νότιας Αττικής (Ανάβυσσο, Σούνιο κλπ), είναι γυρισμένο με vintage φακούς της πρώτης εποχής της Panavision για να επιτευχθούν μαλακά χρώματα και μια έντονη εστίαση στη φύση:·η θάλασσα κι ο ουρανός παίζουν σημαντικό ρόλο, ενώ ο διαυγής ήχος είναι περιφερειακός (dolby surround) με σύστημα 5.1. Ο παραπάνω συνδυασμός επιλέχτηκε για να αποδώσει και το πιο δύσκολο σημείο του έργου, το θρίλερ της εκδίκησης.

Τεχνικά, η ταινία είναι ένα ρεαλιστικό δράμα, το οποίο θεωρητικά «τσαλακώνει» την εικόνα της όμορφης Νταϊάν Κρούγκερ, εστιάζοντας κυρίως στο συναίσθημα του πόνου, της διαχείρισης της απώλειας και του χτισίματος του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας από την κατάρρευση, στην αγωνία, στην εκδίκηση. Όμως, παρά τις προθέσεις του δημιουργού της, σε κάθε μέρος της ταινίας υπάρχουν ολόκληρες σεκάνς ή μικρές στιγμές που ο ίδιος υποτάσσεται στην ευκολία του να χρησιμοποιήσει τη φυσική ομορφιά της Κρούγκερ σε πλάνα αισθητικά άρτια και όμορφα που ωραιοποιούν κάποιες καταστάσεις, έξω από το συνολικό πνεύμα της ταινίας. Αποφεύγοντας το spoiler για όσους δουν την ταινία, θα πω ότι η σκηνή στη μπανιέρα, όπως και η σκηνή στο χαμάμ στην αρχή ή διάφορα κοντινά πλάνα της Κρούγκερ στο τελευταίο μέρος, είναι δείγματα αυτής της ροπής προς την αισθητική.
Η ταινία βρίθει διακειμενικών αναφορών με τα στοιχεία της δίκης του NSU τα οποία αξιοποιεί δημιουργικά ο Ακίν. Όντως, στο Αμβούργο (πόλη στην οποία μεγάλωσε ο σκηνοθέτης), το 2001 δολοφονήθηκε ο Τούρκος Süleyman Taşköprü, 31 ετών, με σφαίρες στο κεφάλι. Στην ταινία το όπλο του φόνου είναι μια αυτοσχέδια οικιακή βόμβα με χύτρα, λίπασμα, βενζίνη και καρφιά, η οποία όντως εξερράγη την ίδια χρονιά στην Κολωνία και σχετίζεται με το NSU. Φυσικά, τμήμα της όλης ερευνητικής δουλειάς που έχει κάνει ο Ακίν για να γράψει το σενάριο είναι και η απόδοση του ρόλου που παίζει η Χρυσή Αυγή. Στην ταινία εμφανίζεται ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης σε έναν μικρό, μα καθοριστικό ρόλο: αυτόν του ξενοδόχου Νίκου Μακρή, μέλους της Χρυσής Αυγής, ο οποίος παρέχει άλλοθι και άσυλο στους δολοφόνους-κατηγορούμενους. Η ερμηνεία του σε μόλις δύο μικρές σεκάνς, είναι κάτι παραπάνω από πειστική. Η Αστυνομία στην ταινία, όπως και στην πλειοψηφία των πραγματικών περιστατικών, ξεκίνησε να ενοχοποιεί πρώτα τα θύματα: για το μεταναστευτικό παρελθόν τους, για την υπαρκτή σχέση κάποιου με τη μικροπαραβατικότητα κοκ. H Bild ήταν για παράδειγμα η πρώτη μαζική εφημερίδα που ονομάτισε τους φόνους ως «döner-kebab» και επέμενε ότι τα 6 θύματα είχαν σχέση με μια υπηρεσία εισαγωγών – εξαγωγών με έδρα την Ινστανμπούλ και η οποία είχε σχέση με το εμπόριο ναρκωτικών.

Εν τέλει, ο Ακίν κατάφερε και γύρισε μια πολυεπίπεδη ταινία η οποία πάει ένα βήμα μπροστά από τις ταινίες του «Μαζί Ποτέ» και «Άκρη του Ουρανού». Ο ανερχόμενος και οργισμένος Γερμανοτούρκος Ακίν, ο οποίος βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ή βλέπει τη Γερμανία ως έναν τελικά φιλόξενο τόπο αλλά και ο ίδιος που προβληματίζεται για την έννοια της ενσωμάτωσης και τι σημαίνει τελικά να είσαι Τούρκος και Γερμανός μαζί, ανοίγει πολλά θέματα σε μία μόνο ταινία. Το Μαζί ή τίποτα, είναι το τελευταίο κεφάλαιο σε μια παρατεταμένη κινηματογραφική μελέτη των κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών εντάσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που διαπερνά τις ταινίες του Ακίν και δεν θα μπορούσε να μην έχει θέμα την τρομοκρατία και τον ρατσισμό. Ο Ακίν δεν είναι όμως πλέον ανερχόμενος, δεν είναι οργισμένος, δεν είναι αισιόδοξος. Στα 44 του, παραδίδει μια διακριτική, νευρική, κριτική ματιά στη γερμανική (και την ευρύτερη ευρωπαϊκή) κοινωνία, προσπαθεί να απεικονίσει την πολυπλοκότητα της ηθικής σύγχυσης στην οποία ζει η Ευρώπη και ο σύγχρονος κόσμος. Όμως δεν είναι αφοριστικός, αλλά μάλλον τρυφερός. Σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας που συμπυκνώνεται η κριτική και τρυφερή ματιά του Ακίν, η Κάτια -για να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει τους γονείς του νεκρού συζύγου της- ζητά συγγνώμη, πηγαίνει στο μπάνιο και αφού σνιφάρει μια παχιά γραμμή κόκας επιστρέφει, και στο τέλος της σκηνής ματώνει η μύτη της και κλαίει.

Το θέμα του ρατσισμού, όπως και το θέμα του νεοναζισμού και ειδικά των ομάδων όπως το NSU και η Χρυσή Αυγή το αντιμετωπίζει με μια πληρότητα και ευθυκρισία, την οποία κατά τη γνώμη μου δεν θα μπορούσε να κάνει κάποιος Έλληνας σκηνοθέτης σήμερα. Ο Οικονομίδης βοηθά με την ερμηνεία του, αλλά παρόλα αυτά σε όλη την ταινία, οι κατηγορούμενοι νεοναζί δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κανονικό νεαρό ζευγάρι που απλά κάνει πράξη τις αποτρόπαιες ιδέες του. Ο Ακίν φαίνεται να μοιράζει το μερίδιο ευθύνης σε όλους, τα του Καίσαρως τω Καίσαρι. Στον πατέρα-καθημερινό πολίτη που γνώριζε αλλά δεν έπραξε τα δέοντα εγκαίρως και που καταλήγει να προσφέρει τη συμπόνοια του κατόπιν εορτής. Στην Αστυνομία και το δικαστικό σύστημα που προτιμά να αναπαράγει ρατσιστικά στερεότυπα και να ερευνά υποθέσεις έχοντας ήδη εξάγει το συμπέρασμα και «κουμπώνοντας» στοιχεία κατά το δοκούν, ώστε να αποδειχθεί η «θεωρία». Στην κοινωνία που δεν καταλαβαίνει ότι αναγκαίο τίμημα της ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών πληθυσμών είναι η υπαρκτή σχέση τους με όψεις της παραβατικότητας στις οποίες η ίδια κοινωνία τους σπρώχνει. Στο αρχικό πλάνο της ταινίας είναι ο Νούρι που αποφυλακίζεται για να παντρευτεί την Κάτια. Στην ταινία περιγράφεται ως το πρότυπο του πολίτη που επιδιώκει να ενσωματωθεί: σπούδασε στη φυλακή, άνοιξε μαγαζί, έκοψε τη διακίνηση ναρκωτικών. Όμως, τμήμα της δουλειάς του παραμένει η σχέση με τον υπόκοσμο και γι’ αυτό θα «δικαστεί» αν και θύμα. Με αντίθετο τρόπο απεικονίζεται η Κάτια ως παιδί που παραστράτησε. Είναι Γερμανίδα και η Αστυνομία βρίσκει στο σπίτι της μικροποσότητα κρακ και χασίς. Ο αστυνομικός τη διαβεβαιώνει: «μη φοβάστε, δεν θα κατηγορηθείτε».

Τελικά ο Φατίχ Ακίν απεικονίζει τον απόλυτο παραλογισμό της νεοναζιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας. Βλέπουμε μια Γερμανίδα να κυνηγάει στην Ελλάδα έναν Έλληνα οπαδό του Χίτλερ, ο οποίος έχει βρεθεί -αν και εθνικιστής- να υπερασπίζεται μια οργάνωση που έχει σκοτώσει καιέναν συμπατριώτη του. Αντίστοιχα σε μια αποστροφή του λόγου του, ο ένας από τους δύο Γερμανούς κατηγορούμενους, θα αναφέρει τον Έλληνα ως «ελληνικό γουρούνι», ενώ υποτίθεται ότι μοιράζονται την ίδια ιδεολογία και ο Έλληνας τους έχει βοηθήσει και υλικά παρέχοντας άλλοθι και διαμονή.

Όμως δεν είναι αυτό το τελικό μήνυμα. Μέσα από παιχνίδια με το σκοτάδι και το φως, ο Φατίχ Ακίν θα καταλήξει να μιλήσει προτάσσοντας με έναν παράδοξο τρόπο το φως, το οποίο είναι η άμεση δράση με προσωπικό κόστος και το οποίο είναι υπόθεση του καθενός μας. Παρόλο που το τρίτο μέρος, το μέρος της εκδίκησης, είναι το πιο δύσκολο και αυτό που έχει δεχτεί την πιο πολλή κριτική, καθώς θεωρητικά είναι εμπαθές, θεωρώ ότι αποτυπώνει πιο εύγλωττα και ίσως πιο λυρικά τις απαντήσεις στα ερωτήματα που μπαίνουν από την αρχή και που δεν έχουν απαντήσει τα προηγούμενα δύο μέρη, τα οποία είναι ρεαλιστικά στημένα. Κάτω από το πρώτο θέμα της ταινίας που είναι ο ρατσισμός και η τρομοκρατία, υπάρχει το τέλος του ευρωπαϊκού ονείρου και η νέα αχαρτογράφητη πραγματικότητα που μοιάζει θολή αλλά και αισιόδοξη όπως η δεκεμβριάτικη, φουρτουνιασμένη θάλασσα του Σουνίου.