της Μίκας Αγραφιώτου

Υπάρχουν όρια στη σάτιρα, και αυτά τα είχε σκιαγραφήσει επιμελώς ο βρετανός συγγραφέας Sir Terry Pratchett πριν κάποια χρόνια: «Η σάτιρα έχει ως σκοπό να γελοιοποιήσει την εξουσία. Όταν γελάς με ανθρώπους που πληγώνονται, αυτό δεν είναι σάτιρα, είναι εκφοβισμός». Κάτι αντίστοιχο είχε επισημάνει και ο Ιταλός συγγραφέας Dario Fo στην απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας, με τον περίφημο λόγο «εναντίον των γελωτοποιών που δυσφημούν και προσβάλλουν», υπενθυμίζοντας το νόμο που σύστησε ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ εναντίον όσων γελωτοποιών της αυλής προσβάλλουν την εξουσία, δίνοντας χώρο μόνο σε εκείνους που στοχοποιούν μέσω του χιούμορ τους μόνο τον λαό, τους κατώτερους, τους ανυπεράσπιστους.

Είναι γνωστό ότι η εξουσία, τόσο με την γενικευμένη όσο και με την συμπυκνωμένη της μορφή, έχει την τάση να ξινίζει τα μούτρα της όταν η σάτιρα στρέφεται εναντίον της κατά πρόσωπο, όταν ξεπερνάει το συνηθισμένο χαβαλεδιάρικο χιούμορ και της κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλο χωρίς φιοριτούρες. Και τότε, αυτή η πάντα προστατευμένη εξουσία, έχει την τάση να ξεπερνάει τα όρια της δημοκρατίας με τον πιο χυδαίο και απροκάλυπτο τρόπο.

Τον Χριστόφορο Ζαραλίκο δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μόνο από το έργο του και όσες συνεντεύξεις του έχει τύχει να παρακολουθήσω κατά καιρούς. Ποτέ δεν υπήρξε από τα αγαπημένα παιδιά της show business, κι γι’ αυτό υποθέτω ότι θα έπαιξαν ρόλο, ως ένα βαθμό, οι συγκεκριμένες πολιτικές του πεποιθήσεις και το ότι ποτέ δεν υπήρξε ανυποχώρητος σε αυτές. Κάτι αρκετά σπάνιο για μια εποχή που οι πολιτικές πεποιθήσεις αλλάζονται και φοριούνται συστηματικά σαν τα πουκάμισα, ακριβώς για να μην χαθεί αυτή η πολυπόθητη θέση στη σόου μπίζνα.

Σε κάθε περίπτωση, χυδαίες επιθέσεις και διακοπές παραστάσεων από διάφορα φανατισμένα στοιχεία της άκρας δεξιάς, έχουν λάβει χώρα πολλές φορές τελευταία χρόνια. Κάποιες επίσημα και με συντροφιά τους θεσμούς, όπως στην παράσταση «Corpus Christi» στο Χυτήριο το 2012, κάποιες ανεπίσημα, με υποτιθέμενους «θιγμένους θεατές» που εν τέλει ήταν μέλη του «Ιερού Λόχου», όπως η θεατρική παράσταση «Πυρκαγιές» στο ΚΘΒΕ το 2019.

Η εξουσία του έρμου τόπου

Η διαφορά, όμως, των παραπάνω επιθέσεων με την χυδαία επίθεση στην κωμική παράσταση του Χριστόφορου Ζαραλίκου που έλαβε χώρα την Πέμπτη 2/12/2021 από μια τηλεπερσόνα και τους μπράβους φίλους της εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν θίχτηκαν γενικά και αόριστα τα ιδανικά κανενός, όποια και αν είναι αυτά. Η αφορμή για την λεκτική επίθεση και την διακοπή της παράστασης ήταν ένα αστείο για τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη, για ένα πρόσωπο που, μεταξύ άλλων λειτουργιών, συναποτελεί την εξουσία αυτού του έρμου τόπου. Για έναν ισχυρό από τους ισχυρούς, δηλαδή.

Υπάρχει η τάση τα τελευταία χρόνια στα ΜΜΕ όχι μόνο να υποβάλλουν αλλά και να επιβάλλουν στο κοινό την «ανθρώπινη πλευρά» της εξουσίας, πολύ πιο συστηματικά από ότι τις προηγούμενες δεκαετίες. Συνεχώς χτίζονται τα πορτραίτα ισχυρών πολιτικών και των οικογενειών τους, γνωστών δημοσιογράφων που βαυκαλίζονται μεταξύ τους, διάφορων περσόνων της τηλεόρασης ή των social media. Οι άλλοτε άπιαστοι πυλώνες της αστικής τάξης, ανοίγουν τα σπίτια τους για να πιούν καφέ μαζί μας, να μας δείξουν συνταγές μαγειρικής και οικογενειακές φωτογραφίες. Το οποιοδήποτε χιούμορ ή σάτιρα που μπορεί να προκύψει σε τέτοιες συνθήκες, περιορίζεται σε άβολα πειράγματα- γλειψίματα των ισχυρών, όλα προμελετημένα και ήδη συμφωνημένα. Αν ο τάδε υπουργός είναι και αυτός τόσο χαριτωμένα ατζαμής ώστε να λεκιαστεί με την σάλτσα του, τότε και ο τηλε-θεατής οφείλει να νιώσει μια ανθρώπινη ταύτιση μαζί του, και όλοι μαζί να γελάσουμε εγκάρδια.

Αυτή είναι η επίσημη σάτιρα στην Ελλάδα εναντίον της εξουσίας. Η υπόλοιπη σάτιρα επικεντρώνεται στο να χλευάζει ομοφυλόφιλους, μετανάστες, γυναίκες, τσιγγάνους, και γενικά, όλες τις μονίμως εκφοβισμένες κοινωνικές ομάδες, αναπαράγοντας τα ίδια και τα ίδια στερεότυπα που μόνο σκοπό έχουν να υποβιβάζουν σθεναρά τις εν λόγω κοινωνικές ομάδες. Φαίνεται πως οι Έλληνες γελωτοποιοί έχουν γίνει και αυτοί με τη σειρά τους μια άτυπη μορφή εξουσίας, το μακρύ χέρι των ισχυρών που χρησιμοποιούν τη σάτιρα για να πολώσουν ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις.

Εννοείται ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εννοείται ότι η σάτιρα των στερεοτύπων χαίρει άκρας προστασίας από όλους τους ισχυρούς, προβάλλεται συνεχώς σε όλα τα ΜΜΕ και θα παίζεται σε επαναλήψεις μέχρι να πεθάνουμε. Η κατάχρηση του όρου της πολιτικής ορθότητας μέσα στο αστικό πλαίσιο επικεντρώνεται και πάλι στην ελευθερία λόγου που παρουσιάζουν ότι χάνουν όσοι κατέχουν αποκλειστικά τον λόγο. Δηλαδή, σε μια φαντασιακή κατάσταση φίμωσης, όταν η αυτή υποτιθέμενη «φίμωση» σημαίνει κάποιους περιορισμούς στην οποιαδήποτε ξεδιάντροπη προσβολή κάποιων κοινωνικών ομάδων ή σε δολοφονίες χαρακτήρων.

Η στάση της κυβέρνησης, δια στόματος Γιάννη Οικονόμου, όχι απλά δεν αναιρεί τα παραπάνω αλλά φαίνεται να θολώνει ακόμα περισσότερο τα ήδη φαιά νερά της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, ο Γιάννης Οικονόμου δήλωσε ότι «κάθε απόπειρα, έργω ή λόγω, βίαιης παρεμπόδισης της (σ.σ ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης) είναι ανεπίτρεπτη και καταδικαστέα, πόσω μάλλον όταν έχει χαρακτηριστικά αυτοδικίας».

Δικαίως αναρωτιόμαστε οι περισσότεροι, ποια παράβαση νόμου έλαβε χώρα στην παράσταση του Ζαραλίκου, στην οποία η Σάσα Σταμάτη και οι μπράβοι της θεώρησαν ότι θα την αποκαταστήσουν οι ίδιοι, παρακάμπτοντας τη νομική οδό; Τι έγκλημα διαπράχθηκε ακριβώς, το οποίο οι αυτόκλητοι βιτζιλάντηδες-«θεατές» με αρχηγό τους μια τηλεπερσόνα γνωστή για τις κίτρινες, αδιάκριτες συμπεριφορές της, θα έβαζαν στην θέση που τους αρμόζει τους όποιους ιθύνοντες; Μήπως ο Χριστόφορος Ζαραλίκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί για κάτι με βάση τη δικαστικής οδού, αλλά την πρόλαβαν οι εν λόγω -θεός να τους κάνει- «αγανακτισμένοι θεατές»; Σύμφωνα, πάντα, με την αμφιλεγόμενη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου.

Η λογοκρισία και το κρυφτό της εξουσίας

Η πολιτική της κυβέρνησης σε αυτές τις καταστάσεις εντοπίζεται στην υποδαύλιση της «προσωπικής προσβολής» ατόμων, όχι θεσμών. Ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί να διαμοιράζει μηνύσεις όπου σταθεί και όπου βρεθεί με βάση την οποιαδήποτε υπόνοια σάτιρας γίνεται στο πολιτικό του προφίλ. Άσχετα αν με αυτό τον τρόπο καταχράται την θέση και την εξουσία του, αυτές οι διαβουλεύσεις, αν και βαθιά πολιτικές, προβάλλονται πάντα ως στεγνά προσωπικές. Έτσι, τα «παιδιά» του κάθε επιχειρηματία ή του κάθε πολιτικού, καταχρώνται με τη σειρά τους την θέση τους ως πολίτες και παρουσιάζονται ως «αυθόρμητες» τσαμπουκαλεμένες προσωπικότητες που όταν θίγονται με κάτι, θεωρούν καθήκον τους να «δαγκώσουν».

Για ποιο λόγο, λοιπόν, σε μια κατάφορη συνθήκη λογοκρισίας, να πάρει άλλη θέση η κυβέρνηση; Για τον ίδιο τον Βαγγέλη Μαρινάκη, δεν τίθεται καν λόγος, από τη στιγμή που οι αιτίες της επίθεσης και της διακοπής της παράστασης μπορεί να έγιναν με αφορμή την αναφορά του, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι έγιναν εξ ’ονόματός του. Το πολιτικό διακύβευμα που δημιουργείται εν προκειμένω, δεν βρίσκεται μόνο στις καθημερινές πράξεις βίας που μετατρέπονται σε συνήθεια, αλλά και στο γεγονός ότι αυτές οι πράξεις βίας λαμβάνουν χώρα κυρίως από άτομα και όχι μόνο κατ’ αποκλειστικότητα από θεσμούς. Η βία της λογοκρισίας που σήμερα γίνεται από μια Σάσα Σταμάτη, με την ιδιότητα της τηλεπερσόνας, αύριο θα γίνει από κάποιον άλλον «αγανακτισμένο» που θα επικαλεστεί και αυτός με τη σειρά του την ιδιότητα του ως πολίτη για να εκφέρει λογοκρισία.

Βαδίζουμε πάλι σε μια εποχή εναντίον των γελωτοποιών, όπου και αυτοί οι λίγοι που εκφράζουν σοβαρή πολιτική σάτιρα οφείλουν να σιωπήσουν για να μην βρεθούν τσιμεντωμένοι στον λάκκο με τα αστεία τους. Και η μόνη ελπίδα, έτσι όπως φάνηκε από τα γεγονότα της Πέμπτης, εντοπίζεται μόνο στο κοινό, στον κόσμο που έγινε μια ασπίδα προστασίας για τον Χριστόφορο Ζαραλίκο και πέταξε έξω τους αυτόκλητους λογοκριτές. Η χειραφέτηση του θεατή δεν είναι κάτι το αμελητέο, κάτι το λιγοστό, αλλά συνηγορεί βαθύτατα στο τι είδους βιοτική πρακτική στο πεδίο της τέχνης θέλουμε να έχουμε προσωπικά και συλλογικά, ως λαός. Και, θαρρώ πως η απάντηση έχει δοθεί ήδη από τον κόσμο που βρέθηκε στο θέατρο Καρέζη την Πέμπτη: Μαζί με τους γελωτοποιούς, εναντίον της λογοκρισίας.