Με το νομοσχέδιο αυτό, η κυβέρνηση θέτοντας ως πρόσχημα τις καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας, δημιουργεί ένα γραφειοκρατικό κυκεώνα για τον πολίτη που θα θελήσει να επαναπροσδιορίσει την αίτησή του (ως οφειλέτης δανείου), ενώ στην περίπτωση που δεν το κάνει, η αίτηση θα διαγράφεται. Αυτή τη φορά όμως θεσμοθετούνται αλλαγές που θα επιβαρύνουν τον οφειλέτη οικονομικά και θα του στερούν το αναφαίρετο δικαίωμα μιας δικαστικής απόφασης και μάλιστα με αναδρομική ισχύ.
Οι αιτήσεις θα υποβάλλονται εκ νέου μαζί με όλα τα στοιχεία σε ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, με δήλωση συναίνεσης του οφειλέτη στην άρση του απορρήτου των τραπεζικών και φορολογικών του πληροφοριών, ενώ θα έχουν πλήρη πρόσβαση και οι πιστωτές χωρίς να απαιτείται συνδρομή της εισαγγελικής αρχής. Μέσα σε 15 ημέρες από την κατάθεση της δικογραφίας θα ορίζεται ειρηνοδίκης που θα δικάζει την υπόθεση χωρίς να εξετάζονται μάρτυρες και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των συνηγόρων τους, ενώ δεν θα επιτρέπεται κανένα αίτημα αναβολής.
Σε ανακοίνωση της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας στέκεται στο προβληματικό νομοσχέδιο και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι μειώνοντας οι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς ενώ έχει αυξηθεί ο φόρτος εργασίας το νομοσχέδιο μειώνει τις θέσεις των αντεισαγγελέων εφετών για τις ανάγκες στελέχωσης νέων οργάνων.
Εξίσου προβληματικό είναι το άρθρο 65 του νομοσχεδίου, το οποίο προβλέπει την κατάργηση της εισαγγελίες Διαφθοράς, μεταφέροντας τις αρμοδιότητες στο νέο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Το τμήμα θα αποτελείται από 4 εισαγγελείς και 4 αναπληρωτές με προϊστάμενο τον αρχαιότερο. Την επιλογή θα κάνει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Έτσι, με πρόσχημα την καλύτερη στελέχωση της Εισαγγελίας, εκδιώκεται πριν από τη λήξη της θητείας της η Ελ. Τουλουπάκη, που δύο φορές με επιλογή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είχε οριστεί επικεφαλής και έχοντας αναλάβει την υπόθεση Novartis.
Ένα ακόμη σημείο του νομοσχεδίου είναι το άρθρο 40, για το οποίο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει λόγο για «φωτογραφική διάταξη».
Όπως αναφέρει το «Documento» πρόκειται για μια σκανδαλώδη ρύθμιση η οποία εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με την σκοπιμότητά της και ποιους ευνοεί. Πρόσωπα δηλαδή τα οποία είναι αντιμέτωπα με διώξεις για αδικήματα από λαθρεμπόριο και φοροδιαφυγή.
Πιο αναλυτικά το άρθρο 32 του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις» προβλέπει στην ουσία το αναδρομικό «πάγωμα» των ποινικών διώξεων για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής της κύρωσης ή μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.
«H έκδοση πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους σε βάρος ορισμένου προσώπου, σύμφωνα με την παρ. 1, για παράβαση που συνιστά συγχρόνως και το έγκλημα της λαθρεμπορίας κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού ποινικού αδικήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα. Εάν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, αρμόδιο να διατάξει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας είναι το ποινικό δικαστήριο, σε κάθε άλλη δε περίπτωση το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της ως άνω πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 32 του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Κατασκευάζουν «Υπερεισαγγελία» που θα συσσωρεύει πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα
Αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Στον κίνδυνο να οδηγηθούν σε παραγραφή όλα τα εγκλήματα κακουργηματικής φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου που τελέστηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2019 αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Σχολιάζοντας το άρθρο 32 του νομοσχεδίου ο Χρ. Σεβαστίδης συνέστησε προσοχή στους βουλευτές, σημειώνοντας πως η διατύπωση του άρθρου είναι προβληματική και πρέπει να αλλάξει.
«Χρειάζεται όμως μια προσοχή. Υπάρχει στο άρθρο 32 που τροποποιεί το άρθρο 150 παράγραφος 5 του νόμου 2960 του 2001, ρύθμιση στην περίπτωση Γ και Ε για αναστολή της προθεσμίας παραγραφής, όσο υποχρεωτικά δεν θα μπορεί να ασκηθεί ή να προχωρήσει η ποινική δίωξη. Ενόψει του ότι για τα εγκλήματα, ανάλογη ρύθμιση περιέχει και ο νέος ποινικός κώδικας. Συνεπώς, όταν η υπόθεση αναβάλλεται για να εκδοθεί η προηγούμενη δικαστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η αναστολή της παραγραφής είναι χρονικά απεριόριστη. Αυτό όμως ισχύει για εγκλήματα που τελούνται από την 1η Ιουλίου 2019 και μετά. Για τα προηγούμενα εγκλήματα, η αναστολή της παραγραφής στα πλημμελήματα είναι τρία χρόνια, στα κακουργήματα πέντε χρόνια. Αν λοιπόν είναι υποχρεωτική η αναστολή για τα εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2019 και ταυτόχρονα, η αναστολή της παραγραφής είναι χρονικά περιορισμένη, αντιλαμβάνεστε, ότι όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2019 θα οδηγηθούν σε παραγραφή. Προτείνουμε λοιπόν, για τα εγκλήματα που έχουν τελεστεί πριν την 1η Ιουλίου 2019, αυτή η αναβολή αναστολή της ποινικής δίωξης, να είναι προαιρετική. Το δικαστήριο να κρίνει αν χρειάζεται ή όχι να ισχύσει αυτή η αναστολή» επισήμανε ο Χαράλαμπος Σεβαστίδης.
«Την στιγμή που η ολόκληρη η χώρα έχει εισέλθει στον ασφυκτικό κλοιό της πανδημίας, η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει σε καθολική αναστολή των πλειστηριασμών α΄ κατοικίας, προωθεί όμως ρυθμίσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε παραγραφή σοβαρά αδικήματα λαθρεμπορίας και φοροδιαφυγής» τονίζει ο τομεάρχης Δικαιοσύνης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος.
«Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας, μιλώντας στη Βουλή, απέρριψε ουσιαστικά την προσωρινή αναστολή των πλειστηριασμών σε όλη τη χώρα, παραπέμποντας… στην ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών σχετικά με την αποφυγή πλειστηριασμών σε βάρος ευάλωτων οφειλετών.
Η θέση αυτή επιβεβαιώνει την βούληση της κυβέρνησης να αφήσει παντελώς απροστάτευτη την α΄κατοικία, μετά την ψήφιση του νέου πτωχευτικού νόμου. Παράλληλα προωθεί ένα ακόμη νομοσχέδιο-ταφόπλακα για την προστασία της α΄κατοικίας, αφ’ ενός μεν επισπεύδοντας με ασφυκτικές προθεσμίες τις εκκρεμείς αιτήσεις του Ν. Κατσέλη, αφ’ετέρου δε θέτοντας υπερβολικές προϋποθέσεις για την επικαιροποίησή τους» υπογραμμίζει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτει:
«Ταυτόχρονα όμως, με το ίδιο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση θεσπίζει διατάξεις που ενδεχομένως οδηγήσουν σε παραγραφή, σοβαρά αδικήματα λαθρεμπορίου και φοροδιαφυγής που τελέσθηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2019.
Για μια ακόμη φορά με την στάση της η κυβέρνηση αποδεικνύει ότι τάσσεται με τα συμφέροντα των λίγων και των τραπεζών.
Ως ελάχιστο μέτρο προστασίας των ευάλωτων νοικοκυριών, επιβάλλεται λοιπόν η αναστολή των πλειστηριασμών α΄κατοικίας σε όλη τη χώρα τουλάχιστον ως το τέλος του έτους.
Η κυβέρνηση με την άρνηση της αλλά και τις «περίεργες» ευνοϊκές ρυθμίσεις της, αναλαμβάνει ακέραια την ευθύνη για τις συνέπειες της μεροληπτικής και ανάλγητης πολιτικής της».