του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον «Ημεροδρόμο» με την άδεια του συγγραφέα)
«Δεν αρκεί να λέγεσαι Πλουμπίδης για να είσαι Πλουμπίδης, δεν αρκεί να λέγεσαι Λοΐζος για να είσαι Λοΐζος, δεν αρκεί να λέγεσαι Μπελογιάννης για να είσαι Μπελογιάννης. Γιατί, πολύ απλά, Πλουμπίδης, Λοΐζος, Μπελογιάννης, δεν γεννιέσαι. Γίνεσαι (…)».
Από εκεί και πέρα υπάρχει το πραγματικό ζήτημα. Που απλώς ένα στιγμιότυπό του είναι η υπόθεση Λοΐζου. Το πραγματικό ζήτημα έχει να κάνει με την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να κυκλοφορεί με ένα πλαστό διαβατήριο που το βαφτίζει «ηθικό πλεονέκτημα».
Η τακτική τους, από τα λουλούδια στην Καισαριανή μέχρι τις επισκέψεις στην Μακρόνησο και από τις επικλήσεις των ονομάτων «Μαρξ» και Λένιν» όταν ψηφίζουν Μνημόνιο μέχρι τα ονόματα «Πλουμπίδης», «Λοΐζος», «Μπελογιάννης» όταν προσκυνούν τον Αμερικανό πρέσβη, είναι γνωστή και επαναλαμβανόμενη:
- Υπεξαιρούν ονόματα και λέξεις – αρχής γενομένης από την λέξη «Αριστερά» – που σηματοδοτούν υψηλά νοήματα, με των οποίων όμως το περιεχόμενο ουδεμία σχέση έχει η πολιτική τους.
- Παίρνουν ιστορίες, παίρνουν τις περπατησιές, παίρνουν τις κληρονομιές των άλλων, για να τσαλαβουτάνε επικοινωνιακά οι Βερναρδάκηδες σε πράγματα και σε καταστάσεις που δεν τους ανήκουν, που ουδεμία σχέση έχουν μαζί τους και με τα πεπραγμένα τους. Eπιχειρούν να τα κουρσέψουν. Επιχειρούν να τα κοντύνουν. Για να τα φέρουν στα μέτρα τους. Και τελικά να τα λερώσουν.
- Προσπαθούν να τζογάρουν πάνω στο όνομα, στα τιμαλφή και στα μεγάλα των άλλων, που όμως ούτε κληρονομούνται ούτε κληροδοτούνται, αφού όπως και η ευφυΐα έτσι και η ευαισθησία, έτσι και η συνέπεια, έτσι και η αξιοπρέπεια, έτσι και το φιλότιμο, τίποτα από όλα αυτά δεν μπαίνουν σε διαθήκη, τίποτα από όλα αυτά δεν εμπίπτει στο κληρονομικό δίκαιο.
Και όμως αυτοί, συμπεριφερόμενοι με αυθάδεια 1.000 πιθήκων – κλέβοντας, υπεξαιρώντας, λερώνοντας και κονταίνοντας όσα δεν φτάνουν – δημοκοπούν. Νομίζοντας ότι θα μπορούσαν να ντύσουν το δικό τους το αδειανό τους πουκάμισο, πως; Με τις πληγές, με τις θυσίες, με τους αγώνες, με την ακεραιότητα, με την συνέπεια των άλλων.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο θράσος τους. Που παριστάνουν τους «ευλαβικούς προσκυνητές» εκείνων ακριβώς των «ιερών και όσιων» που με την πολιτική τους τα πολεμούν. Και που με την τακτική τους τα προσβάλουν. Τα υβρίζουν. Τα μαγαρίζουν.
Επιδεικνύουν τέτοια πολιτική ανηθικότητα ώστε να απλώνουν χέρι στο ωραίο και στο ταπεινό, να παίρνουν το σεμνό και το μεγαλειώδες, και να νομίζουν ότι μπορούν να το περιφέρουν σαν μοντελάκι προεκλογικής ευκαιρίας.
Κι όταν συλλαμβάνονται στα πράσα, τι κάνουν; Ψάχνουν συμψηφισμούς στην (δεδομένη) σαπίλα των προκατόχων τους! Που, όμως, αυτοί, που είναι και… «αριστεροί», την σαπίλα θα την καταργούσαν. Αλλά, τελικά, όχι μόνο την συντηρούν και την αναπαράγουν, αλλά την επικαλούνται κιόλας. Για να την ζυγίζουν με των προηγούμενων και για να βγάζουν τη δική τους… ελαφρύτερη.
Αυτό είναι το θράσος τους. Να παριστάνουν σαν «ηθικό πλεονέκτημα» το ηθικό τους κατάντημα, το συνώνυμο της ψηφοθηρικής τους αναισχυντίας. Για να υπηρετούν όχι ιδέες και αρχές, αλλά τις καρέκλες τους.
Τις καρέκλες μιας εξουσίας που λιγώνονται να την κατέχουν για να βγάζουν φωτογραφίες με τους Τραμπ, με τους Νετανιάχου, με τους Σόιμπλε, με τους τραπεζίτες και με τους οικειοθελώς φορολογούμενους εφοπλιστές. Παίρνοντας, όμως, «αριστερές» πόζες…