του Θανάση Καμπογιάννη
2. Οι ελληνικές φυλακές είναι ο τόπος στον οποίο σαπίζουν, αντί να σωφρονίζονται, τα μυαλά και τα σώματα χιλιάδων κρατουμένων. Οι συνθήκες είναι άθλιες, οι κρατούμενοι στερούνται βασικά δικαιώματα (το στοιχειώδες είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με διαρκείς αιφνίδιους θανάτους που η αιτία τους είναι η ίδια η φυλακή), τη στιγμή που το σωφρονιστικό δίκαιο λέει ότι ο κρατούμενος συνεχίζει να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων, στερείται δε μόνο την ελευθερία του. Στην διάρκεια της πανδημίας, η ελληνική πολιτεία όχι μόνο δεν αποσυμφόρισε τις φυλακές, όπως το έπραξαν πολλά κράτη στον κόσμο για να σώσουν ανθρώπινες ζωές, αλλά δημιούργησε ένα καθεστώς φυλακής μέσα στη φυλακή, μια διπλή καραντίνα που στέρησε από τους κρατούμενους τις άδειες, τα επισκεπτήρια, τις δραστηριότητες και ούτω καθεξής. Κρατούμενοι πέθαναν από covid-19, χωρίς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να νιώθει καν την ανάγκη να ενημερώσει την κοινή γνώμη, ενώ ταυτόχρονα κάθε έφοδος στις φυλακές με έπαθλο κάποια γραμμάρια κάναβης ή ένα κινητό διαφημίζονταν από την κακόφημη (πρώην πλέον) γενική γραμματέα αντεγκληματικής πολιτικής. Στο ίδιο διάστημα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατέφυγε ξανά και ξανά στον ποινικό λαϊκισμό, αυστηροποιώντας τις ποινές και δημιουργώντας στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται, γενικά και αόριστα, με περισσότερη φυλακή, χωρίς ίχνος αναγνώρισης του συστημικού προβλήματος του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος που οι διεθνείς φορείς αναγνωρίζουν επίσημα.
3. Μέσα σε αυτή τη μαυρίλα, υπήρξαν αχτίδες φωτός. Κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι που προσπαθούν να δουλέψουν μέσα στις φυλακές και να επηρεάσουν μυαλά και συνειδήσεις. Κάποιοι δικαστές που τόλμησαν να κρίνουν ότι ακόμα και η απόδραση από ένα άθλιο αστυνομικό κρατητήριο είναι θεμιτή και όχι αξιόποινη. Κάποιοι δικηγόροι που έδωσαν αθόρυβα τη μάχη για κρατούμενους εντολείς τους. Η απεργία πείνας του κρατούμενου φοιτητή Βασίλη Δημάκη που συμπύκνωσε το αίτημα των κρατούμενων για μόρφωση, σε συνδυασμό με το κύμα αλληλεγγύης που αυτή γέννησε. Κάποιες, λίγες συλλογικότητες που επιμένουν σε παρεμβάσεις, ανακινώντας το ζήτημα των φυλακών και των δικαιωμάτων των κρατουμένων.
4. Για το κράτος και τους ανθρωποφύλακες δεν θα μιλήσω. Δεν με αφορούν. Γι’ αυτούς ο δρόμος είναι το κλείδωμα των φυλακών και το σάπισμα των κρατουμένων. Μόλις προχτές η κυβέρνηση ψήφισε άλλη μια τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, με αλλαγή του άρθρου 187 για την εγκληματική οργάνωση, με σκοπό την μεγαλύτερη εφαρμογή του ακόμα και για πλημμελήματα και την απαγόρευση οποιασδήποτε τύπου αναστολής της ποινής (με επικαλούμενη αιτία την οπαδική βία). Η στρατηγική είναι φανερή: η φυλακή ως χωματερή, όπου θα πετάξουμε τα κοινωνικά “απόβλητα” που δημιουργούν οι κυρίαρχες πολιτικές.
Θα μιλήσω όμως για εμάς. Για τις δικές μας αποτυχίες. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν καταφέραμε να χτίσουμε ένα κίνημα που να ανοίξει έστω αυτά τα ζητήματα (δεν λέω να τα λύσει!), να βάλει πίεση, να δυσκολέψει την κυβέρνηση στο κρεσέντο του ποινικού λαϊκισμού της. Οι φυλακές, οι συνθήκες κράτησης, τα δικαιώματα των κρατουμένων δεν είναι στην ατζέντα των κινημάτων και της αριστεράς, ή – όταν είναι – είναι πολύ χαμηλά. Αλίμονο, μην μπερδέψουμε την έκφραση στιγμιαίας αλληλεγγύης σε έναν κρατούμενο που πάλεψε με την οικοδόμηση ενός τέτοιου κινήματος. Μην πούμε τέτοια ψέματα στους εαυτούς μας. Όπως λέει ο ποιητής, “να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη”.
5. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ενός συστήματος που σαπίζει σώματα και ψυχές και με την απουσία μιας συλλογικής προοπτικής, δεν είναι ακατανόητη η επιλογή ενός ατομικού δρόμου, μιας απόδρασης, ακόμα και εκμεταλλευόμενος κάποιος το δικαίωμα μιας άδειας εν γνώσει τού πώς αυτό θα τύχει αξιοποίησης από το κράτος για τη φαλκίδευση του δικαιώματος ως τέτοιου. Και δεν είναι αξιοκατάκριτη, όχι πάντως από την ασφάλεια της σχετικής ελευθερίας του σπιτιού του γράφοντος, μια Κυριακή μεσημέρι.
Θα το πω και δεν θα κρυφτώ: αν το έπαθλο μιας απόδρασης ακόμα και με αυτούς τους υπονομευμένους όρους ήταν μια – έστω σχετική – ελευθερία, θα κραύγαζα από τα βάθη των πνευμόνων μου τον Ύμνο της: “Χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά!”. Και αυτή ήταν αντανακλαστικά η αντίδρασή μου.
Αλλά ο σκεπτικισμός και – δεν θα το κρύψω – η λύπη μου για τον άνθρωπο που γνώρισα και εκπροσώπησα δεν σχετίζεται με το τι θα απογίνουν οι πίσω ή τι θα απογίνει το δικαίωμα της άδειας: αυτό εξάλλου θα το υπερασπιστούμε και στο μέλλον, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, οποιοσδήποτε και αν το επικαλεστεί. Και το κράτος δεν χρειάζεται δα προσχήματα για να το καταπατήσει.
Η λύπη μου είναι γιατί η ελευθερία του καταδιωκόμενου και του παράνομου, αυτού που κατόρθωσε να αλλάξει τον εαυτό του ώστε να μην είναι πλέον επικίνδυνος για τους γύρω του αλλά που πολύ πιθανόν οι μηχανισμοί της καταστολής θα κατορθώσουν ξανά να τον αλυσοδέσουν, είναι κούφια. Και σ’αυτό το καθεστώς της κατ’ επίφαση ελευθερίας είναι δυνατό να ανθίσουν ξανά εκείνα τα ζιζάνια που ο κρατούμενος με πολύ κόπο κατόρθωσε να ξεριζώσει. Ο θρίαμβος των διωκτών του Βασίλη θα είναι να τον μετατρέψουν ξανά σε αυτό που πάλεψε με πολύ κόπο να μην είναι, στην καρικατούρα “του ληστή με τα καλάσνικοφ” όπως τον θέλει ο κιτρινισμός των ΜΜΕ και η μισανθρωπία της κυρίας γραμματέως.
6. Η πραγματικότητα δεν είναι ταινία με happy end. Δεν υπάρχουν ευκολίες. Δεν υπάρχει διέξοδος μέσα από τον λαβύρινθο του “σωφρονιστικού συστήματος”. Όπως δεν υπάρχει και δρόμος για μια ελευθερία άξια του ονόματός της μέσα από ατομικές στάσεις και επιλογές.
Ας δούμε κατάματα τις ευθύνες μας. Ας μιλήσουμε για τα κολαστήρια που είναι οι ελληνικές φυλακές. Ας χτίσουμε ένα κίνημα για τα δικαιώματα των κρατουμένων.