Όταν κατέθεσε ο θείος του Ζακ, ο συνήγορος του μεσίτη αναφέρθηκε και πάλι στο μαχαίρι που «είχε ίχνη DNA», με την Άννυ Παπαρρούσου να παρεμβαίνει για να πει ότι το DNA βρέθηκε λόγω του αίματος, και η ερώτηση είναι συνεπώς παραπειστική. Το ίδιο συνέβη όταν η συνήγορος των αστυνομικών ρωτούσε επίμονα αν ο Ζακ ήταν συνεργάσιμος με τον 86χρονο θείο του να απαντάει ότι «ήταν έτοιμος να πεθάνει».

Βαρελά: Να ρωτήσω κάτι άλλο. Θεωρείτε ότι ήταν συνεργάσιμος ο ανιψιός σας στη χειροπέδηση;
Π.Χ.: Στον πανικό που ήταν, πώς να ήταν συνεργάσιμος;
Βαρελά: Ήταν ένας άνθρωπος σε πανικό. Ήταν συνεργάσιμος ή μη συνεργάσιμος; Άρα πόσο ήταν συνεργάσιμος;
Π.Χ.: Δεν μπορούσε να είναι συνεργάσιμος. Ήταν έτοιμος να πεθάνει.
Βαρελά: Ναι αλλά πείτε μου αν ήταν συνεργάσιμος.
Π.Χ.: Ήταν συνεργάσιμος όσο του επέτρεπε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Βαρελά: Πριν είπατε ότι δεν ήταν συνεργάσιμος.

(καταγραφή από το Παρατηρητήριο)

Ο άνθρωπος αυτός απάντησε στη συνέχεια στην ερώτηση αν είναι επικίνδυνος κάποιος που κρατάει ένα κομμάτι γυαλί, λέγοντας πολύ απλά ότι αυτό εξαρτάται από το αν μπορεί να το χρησιμοποιήσει.

Δεν είναι κάποιος πολύπλοκος συλλογισμός, είναι μια απλή παρατήρηση που επαναφέρει στην πραγματικότητα αυτή την τόσο εκτροχιασμένη συζήτηση για το πόσο θανάσιμο κίνδυνο διέτρεχαν οι σχεδόν δέκα αστυνομικοί που ήταν εκεί, από έναν άνθρωπο που λίγο μετά κατέρρευσε και πέθανε. Όσο αυταπόδεικτη κι αν φαίνεται αυτή η αλήθεια όμως, κάποιος χρειάζεται να την πει στο δικαστήριο.

Στη συνέχεια διαβάστηκε μια δήλωση του κατηγορούμενου Χορταριά, ο οποίος παραπονέθηκε ότι οι μάρτυρες τον προσβάλλουν ως άνθρωπο.

Παραθέτω τη δήλωση:

«Κυρια πρόεδρε, κυρία εισαγγελέα, κυριοι δικαστές. Αν και έχω δηλώσει από την αρχή ότι είμαι αθώος, παρακολουθώ κάθε ισχυρισμό. Στις τελευταίες όμως συνεδριάσεις, εμφανίστηκαν μη αυτόπτες μάρτυρες με σκοπό να με συκοφαντήσουν και να παραπλανήσουν το δικαστήριό σας. Με προσβάλλουν ως άνθρωπο. Όταν αντέδρασαν οι συνήγοροί μου, μου επιτέθηκαν παράγοντες τη δίκης. Σας ζητώ να με προστατέψετε απο απρεπείς συμπεριφορές των παραγόντων της δίκης».

Ανεξάρτητα από τα προσωπικά αισθήματα που μπορεί να τρέφει καθένας και καθεμιά για τον Χορταριά, είναι δικαίωμα καθενός όταν θίγεται να ζητεί να μην τον προσβάλλουν. Κατ’ αρχήν θα έλεγα ότι το κατανοώ και το σέβομαι αυτό το αίτημα. Με μια μικρή σημείωση: δεν ειπώθηκε κάτι που να μην το έχει ήδη πει ο ίδιος.

Αυτό το ανέφερε και η Κλ. Παπαπαντολέων, σχολιάζοντας την κατάθεση του Σταμέλλου, τον οποίον κυρίως αφορούσε η δήλωση Χορταριά. Εξήγησε ότι ο Σταμέλλος δεν έκανε νοητικές κατασκευές, δεν επινόησε κάτι, δεν είπε δικά του συμπεράσματα. Εστίασε σε αυτά που ο κατηγορούμενος Χορταριάς γράφει. Τι γράφει και γιατί έχουν ποινικό ενδιαφέρον για την ποινική και δικονομική μεταχείριση του;

«Γράφει αμέσως μετά την πράξη. Τι γράφει; Γράφει ψέματα. Ότι αυτοκτόνησε ο Ζακ. Ότι έκοψε τον λαιμό του. Τα γράφει ο κατηγορούμενος. Για να συσκοτίσει τη βαριά ποινική ευθύνη που έχει».

«Είναι ένας θιασώτης της βίας. Αυτό γράφει, είτε με το ονοματεπώνυμό του είτε με το ψευδώνυμο “φίδι”. “Μπράβο που δέρνουμε”, και ότι έχει αποστολή από τον Θεό. Αυτά γράφει και αφορούν την προσωπικότητά του. Να μη ζητάει την προστασία από το δικαστήριο. Η κοινωνία χρειάζεται προστασία».

Με αυτά τα λόγια η Κλ. Παπαπαντολέων σχολίασε το παράπονο Χορταριά για τον τρόπο με τον οποίον τον αντιμετωπίζει το δικαστήριο. Διότι η ακροδεξιά έχει δύο χαρακτηριστικά: θίγεται όταν βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέφτη και προσποιείται πάντα ότι είναι αδικημένη. Είναι πάντοτε το θύμα, παραδόξως, ακόμη και όταν είναι επιτιθέμενη.

Η ειρωνεία αυτής της κατάστασης κορυφώθηκε όταν ο δεύτερος συνήγορος του Χορταριά, ο κ. Πατάλας, αναφέρθηκε στη διατύπωση του Σταμέλλου που είπε (συγκινητικά, κατά την άποψή μου) ότι ο Ζακ ήταν άνθρωπος που ακτινοβολούσε θηλυκότητα, αλλά θα ήταν στα μάτια των θυτών του μια “κραγμένη αδερφή”. «Αυτή είναι η μοναδική ομοφοβική αναφορά που έχει γίνει ενώπιον του δικαστηρίου», είπε, κάνοντας κάθε λογικό άνθρωπο να αναρωτηθεί: πώς είναι άραγε να υπερασπίζεσαι τον Χορταριά, αλλά να θεωρείς ομοφοβικό τον Σταμέλλο;

Στην κατάθεση της Αφροδίτης Φράγκου συναντάμε πάλι το μοτίβο του Χορταριά ως θύματος, που τον πνίγει το δίκιο του. Ο Φίλος είπε από την αρχή ότι η Φράγκου έχει μηνύσει τον Χορταριά και έχει μηνυθεί και εκείνη, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Δηλαδή ο Χορταριάς βλέπει τη Φράγκου να σκίζει αυτοκόλλητα που καλύπτουν το γκράφιτι στο σημείο της δολοφονίας και της επιτίθεται, τη χτυπά στο πρόσωπο. Όταν δέχεται μήνυση απαντά βεβαίως με μήνυση κι εκείνος, οπότε στο δικαστήριο έχουμε μια εικόνα ότι δήθεν έχουμε απλώς δύο πλευρές με αντικρουόμενες αφηγήσεις.

Κατά τον σχολιασμό ο Φίλος σχολίασε ότι «η κυρία Φράγκου έστησε ένα περιστατικό ξυλοδαρμού με τόσο γκροτέσκο τρόπο και πήγε ξεδιάντροπα να μηνύσει έναν άνθρωπο ότι δήθεν την έδειρε επειδή κατέβασε ένα αυτοκόλλητο χωρίς να έχει πάθει τίποτα. Δεν είχε ούτε μια εκδορά ούτε μια εκχύμωση και πόναγε “εξ αντανακλάσεως”».

Να μια πολύ πιστευτή ιστορία. Ότι έστησε ένα περιστατικό με τον Χορταριά, γιατί ποιος δεν θέλει να εμπλακεί σε ένα τέτοιο επεισόδιο με τον Χορταριά, για να δει πώς θα εξελιχθεί και να το χρησιμοποιήσει;

Στον σχολιασμό της Παπαρρούσου για τις μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν προηγηθεί αναφέρθηκε και εκείνη στη “δαιμονοποίηση” του Χορταριά.
«Στην πραγματικότητα έχουμε περιύβριση νεκρού, στο δικαστήριο», είπε, για να λάβει την απάντηση: «Κάντε μήνυση».

Μερικά πράγματα λύνονται με μια πολιτισμένη διαχείριση και την κάνει η οικογένεια, δεν την κάνετε εσείς.

Έχουμε πει πολλές φορές ότι υπάρχουν υπερασπιστικοί ισχυρισμοί που ενσαρκώνουν το κατανοητό δικαίωμα ενός κατηγορούμενου να ελαφρύνει τη θέση του ή να αποδείξει την αθωότητά του αν είναι αθώος, και υπάρχουν και κορώνες που αποτελούν απόπειρες εντυπωσιασμού χωρίς καμία αιδώ.

Δεν έλειψαν οι κομματικές αναφορές, από τον συνήθη ύποπτο ως προς την προσπάθεια πολιτικοποίησης της δίκης, τον συνήγορο του Χορταριά. Είπε ότι έρχονται όλοι του ΣΥΡΙΖΑ στη δίκη, «όπως είχαν πάει στη 17 Νοέμβρη. Είναι θέμα δύο κόσμων».
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς εδώ; Την απόπειρα να εμφανιστεί μια ποινική δίκη ως μάχη πολιτικών προκαταλήψεων του ΣΥΡΙΖΑ; Την απόπειρα να συνδεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με την 17 Νοέμβρη; Την απόπειρα να συνδεθεί η δίκη του Ζακ με τη 17 Νοέμβρη; Ό,τι και να πει κανείς για αυτή την αναφορά πέφτει στο κενό, διότι πολύ απλά αυτά που λέγονται δεν στοχεύουν σε κάποια συγκροτημένη προσέγγιση. Αποτελούν λάβαρα ιδεολογικής πίστης, που ανεμίζουν στο δικαστήριο για λόγους εντυπώσεων.

Στην κατάθεση της εκπροσώπου της ΟΕΝΓΕ υπήρξε μια αρχική αντίσταση του δικαστηρίου, που οφειλόταν στην άποψη που εκφράστηκε από την πρόεδρο και τον εισαγγελέα πως όσα καταθέτει η μάρτυρας απηχούν προσωπικές εκτιμήσεις που δεν αφορούν την υπόθεση. Αν είναι ή όχι συγκλονισμένη είναι μια προσωπική υπόθεση, είπε η πρόεδρος, προσθέτοντας μάλιστα ότι μπορεί να είμαστε συγκλονισμένοι και με την πείνα και με την ανέχεια και όλα. Στο ίδιο πνεύμα και ο εισαγγελέας είπε ότι η κρίση των νοσοκομειακών γιατρών δεν έχει καμία θέση στο δικαστήριο σήμερα, ότι οι γενικές κρίσεις δεν αφορούν το δικαστήριο.

Αντιλαμβάνομαι την πρόθεση να ζητήσουν από τους μάρτυρες να συνεισφέρουν στη διαδικασία με όσο πιο συγκεκριμένο τρόπο γίνεται, έχω μόνο μία παρατήρηση: Όποτε η συζήτηση γίνεται σε υποθετική βάση, η απομάκρυνση από τα “πραγματικά περιστατικά” που επικαλείται η έδρα είναι αποκαρδιωτική. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε την ερώτηση της προέδρου, που θέλει να ρωτήσει για τις συνθήκες υπό τις οποίες παρέχεται περίθαλψη σε τραυματία και ρωτούσε τη μάρτυρα αν θα εξέταζε εικοσιπεντάχρονο που είχε κάνει ληστεία με καλάσνικοφ, χωρίς την παρουσία αστυνομικών; Και επειδή το έλεγε η πρόεδρος αυτό, κανείς δεν μπορούσε να ρωτήσει, τι σχέση έχει αυτό με τα πραγματικά περιστατικά. Ποιος νεαρός με καλάσνικοφ;!

Η μάρτυρας κατέθεσε ότι η στάση της αστυνομίας ήταν ρατσιστική και ότι αυτό δεν τους εξέπληξε, διότι πολύ συχνά η αστυνομία ακριβώς αυτό κάνει απέναντι σε ομάδες όπως οι Ρομά ή οι τοξικοεξαρτημένοι ή όσους αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι για τυχαίους λόγους.

Όταν στη συνέχεια η Εβ. Βαρελά την αποκάλεσε προκατειλημμένη, αναρωτιέται κανείς (για πολλοστή φορά στην ίδια διαδικασία), πώς να είναι άραγε να βλέπεις τον κόσμο ανάποδα. Διότι προκατάληψη στοιχειοθετείται από τη συμπεριφορά της αστυνομίας που μπορεί να δολοφονήσει έναν άοπλο Ρομά με δεκάδες σφαίρες και να δεχτεί τα συγχαρητήρια της πολιτικής ηγεσίας. Η συνήγορος σε τι ενίσταται; Θεωρεί ότι αδικούμε την αστυνομία; Η μάρτυρας ήταν βεβαίως προσεκτική, δεν είπε ότι αυτό το κάνουν όλοι οι αστυνομικοί, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκτός από την ευαισθησία των αστυνομικών που μπορεί να θιγούν από μια τέτοια γενίκευση, έχουμε στα χέρια μας το φονικό αποτέλεσμα αυτών των προκαταλήψεων. Με άλλα λόγια, μακάρι να θίγονταν στ’ αλήθεια οι αστυνομικοί όταν τους αποκαλούμε ρατσιστές, μπορεί κάποιοι άνθρωποι να είχαν γλιτώσει.

Όμως αυτή είναι η ευαισθησία «τύπου Χορταριά». Διατυπώνεται υποκριτικά στο δικαστήριο προκειμένου να ενισχύσει ένα προφίλ ανεκτικότητας κατά τη διαδικασία, αλλά όταν παρακολουθούμε τις πράξεις και όχι τα λόγια, ψάχνουμε πώς να προστατευτούμε.