του Θάνου Καμήλαλη

Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, έχει ήδη αναφερθεί μια ευρεία γκάμα θεμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, προσπαθεί να ρίξει το βάρος στις «αλλαγές» στις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας, στην υιοθέτηση της «θρησκευτικής ουδετερότητας» του ελληνικού κράτους, αλλά και στην ανάγκη κατάργησης του νόμου περί (μη) ευθύνης υπουργών. Η Νέα Δημοκρατία βάζει ως πρώτο ζήτημα το άρθρο 16, ζητώντας τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Τα δύο μεγάλα κόμματα (και η συντριπτική πλειοψηφία των μικρότερων) ξεχνάνε βολικά ένα βασικό και κρίσιμο ζήτημα.

Όταν αναφέρονται τα φορολογικά προνόμια των εφοπλιστών, ένα σύνηθες αντεπιχείρημα είναι ότι δεεν μπορεί να αλλάξει ριζικά η κατάσταση, καθώς, 43 χρόνια πριν, ένας νόμος ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα και διατηρείται μέχρι σήμερα, προστατεύοντάς τους.

Το άρθρο 107 του Συντάγματος, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπει:

1. H πριν από την 21 Aπριλίου 1967 νομοθεσία με αυξημένη τυπική ισχύ για την προστασία κεφαλαίων εξωτερικού διατηρεί την αυξημένη τυπική ισχύ που είχε και εφαρμόζεται και στα κεφάλαια που θα εισάγονται στο εξής.

Tην ίδια ισχύ έχουν και οι διατάξεις των Kεφαλαίων A΄ έως και Δ΄ του τμήματος A΄ του νόμου 27/75 «περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων».

Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των εφοπλιστών ξεκίνησαν ακόμα νωρίτερα, Από το Σύνταγμα του 1952 και με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων, υπό το επιχείρημα της «στήριξης της ελληνικής ναυτιλίας» μπήκαν οι βάσεις για το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς που απολαμβάνουν οι ολιγάρχες της ελληνικής ναυτιλίας. Σε δημοσίευμα του το 2015, ο «Ιός» στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ανέφερε απόσπασμα της τοποθέτησης του τότε αρχηγού της ΕΔΗΚ (Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου),Γεώργιου Μαύρου,, ο οποίος αναλύει το μέχρι τότε ιστορικό:

«Ητο η εποχή κατά την οποίαν ήτο ουσιαστικώς ανύπαρκτος η ελληνική ναυτιλία. Και εγένετο μία πρώτη δοκιμή διά να ίδωμεν πώς είναι δυνατόν να προσελκύσωμεν προς την ελληνικήν σημαίαν σκάφη. Είναι νόμος διακομματικός, τον εψήφισαν τα δύο μεγάλα κόμματα της Βουλής τότε. […] Ο κλάδος αυτός της οικονομίας εζήτησε να έχη μείζονα κατοχύρωσιν και έγιναν σχετικές συζητήσεις και υπό τον όρον της αποδοχής από τα δύο μεγάλα κόμματα τότε εγένετο ο νόμος αποδεκτός από την Βουλήν.

»Και τι έκαμε ο νόμος αυτός. Καθιέρωνε δοκιμαστικώς ένα πάγιον ποσοστόν φορολογίας επί των ακαθαρίστων εσόδων από τας ναυλώσεις των πλοίων. Δεν απέδωσε το νομοθέτημα εκείνο. Ησαν πολύ ολίγες νηολογήσεις που έγιναν ελληνικών σκαφών και το 1952 έπεσε η ιδική μας κυβέρνησις, ήλθε η κυβέρνησις του Συναγερμού. Τότε εψηφίσθη ο νόμος 2687 και βάσει αυτού εγένετο η χάραξις της οριστικής ναυτικής πολιτικής, η οποία έφθασε μέχρι της υπερβολής να καθιστά τελείως αφορολόγητον την ναυτιλίαν. Ισως αυτό της επέτρεψε να αναπτυχθή, αλλά κατέστη η ελληνική σημαία, σημαία ευκολίας».

Στη συζήτηση του 1975, η αντιπολίτευση (ΕΔΕ, ΠΑΣΟΚ, Αριστερά) καταψήφισε τις νέες ρυθμίσεις. Ο νόμος 27/75 όμως, πέρασε από την κυβέρνηση Καραμανλή και απέκτησε αυξημένη ισχύ, δηλαδή υπερισχύει κάθε άλλου νόμου ή διάταξης. Μπορεί να ονομάστηκε εύσχημα «περί φορολογία πλοίων» κλπ, αλλά στην πραγματικότητα, ο νόμος αυτός, που όλες οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ως «Ευαγγέλιο» προβλέπει περισσότερες από 50 φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές. Η μόνη φορολογία των εφοπλιστών, υπολογίζεται και καταβάλλεται με συντελεστή επί του «τονάζ», ουσιαστικά της χωρητικότητας των πλοίων, με πενιχρά αποτελέσματα. Η φορολόγηση στο «τονάζ», που είναι παγκόσμια πρακτική, σημαίνει ότι τα έσοδα του πλοίου δεν παίζουν κανένα ρόλο στο ποσό που καλείται να καταβάλει ο πλοικτήτης.


Πηγή φώτο: Spiegel

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, Αντώνης Νταλακογεώργος, απαριθμεί τις κυριότερες εξ'αυτών:

  • Απαλλάσσονται από οποιοδήποτε φόρο εισοδήματος τα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των πλοίων.
  • Απαλλάσσεται από κάθε φορολογία η υπεραξία που μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από την πώληση κάποιου πλοίου είτε από την είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης είτε από άλλη αιτία.
  • Απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος το ποσό των καθαρών κερδών ή μερισμάτων κάθε ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας και μεταξύ των άλλων στα ακαθάριστα έσοδα του πλοίου και των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της εταιρείας.
  • Απαλλάσσονται από την φορολογία πλοία Α΄ κατηγορίας ναυπηγημένα στην Ελλάδα.
  • Απαλλάσσονται από τον φόρο πλοία Α΄ κατηγορίας που υφίστανται επισκευές και οι δαπάνες για αυτές καλύπτονται με εισαγωγή συναλλάγματος. Η απαλλαγή δεν μπορεί να υπερβεί το 50% της δαπάνης.
  • Απαλλάσσονται από τον φόρο πλοία Β΄ κατηγορίας καθώς και φορτηγά ηλικίας μικρότερης των 10 ετών.
  • Απαλλάσσονται από τον φόρο φορτηγά πλοία της παραπάνω κατηγορίας εφόσον έχουν ηλικία μικρότερη των 30 ετών.
  • Απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή εισφορά ή κρατήσεις υπέρ του Δημοσίου ή κάποιου τρίτου το εισόδημα που αποκτάται από γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Επίσης απαλλάσσεται από το φόρο κύκλου εργασιών και τελών χαρτοσήμου και κάθε κράτησης ή τέλους υπέρ τρίτου, πλην των ανταποδοτικών, των συμβάσεων, των εισπράξεων και πληρωμών και γενικά οποιωνδήποτε πράξεων που διενεργούνται από τα γραφεία ή υποκαταστήματα ή για λογαριασμό των αντιπροσωπευόμενων επιχειρήσεων κατά την άσκηση των εργασιών ή την παροχή υπηρεσιών.
  • Απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση το εισόδημα που δημιουργείται από την εκμετάλλευση πλοίου στο εξωτερικό. Την απαλλαγή αυτή απολαμβάνουν οι μέτοχοι ή οι εταίροι των εταιρειών.
  • Απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή εισφορά το εισόδημα που αποκτάται από εταιρείες χαρτοφυλακίου που κατέχουν αποκλειστικά μετοχές εταιρειών πλοιοκτητριών που βρίσκονται υπό ελληνική σημαία.
  • Απαλλάσσονται από κάθε τέλος ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων η διανομή κερδών και το καθαρό προϊόν της εκκαθαρίσεως αυτής
  • Απαλλάσσονται από το φόρο κληρονομιάς πλοία χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, μερίδια πλοίων, μετοχές ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών που είναι πλοιοκτήτριες τέτοιων πλοίων.
  • Απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης τα πάσης φύσεως τέλη, πλην τελών χαρτοσήμου ή δικαιώματα υπέρ τρίτων, η εκποίηση ολόκληρου του πλοίου ή μεριδίων του.
  • Απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα ενεργειακά προϊόντα τα οποία παραλαμβάνονται για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τη ναυσιπλοΐα στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής αλιείας.
  • Απαλλάσσονται από φόρο, τέλη χαρτοσήμου και από κάθε άλλη επιβάρυνση οι τόκοι, οι προμήθειες και οι εργασίες σε συνάλλαγμα ναυτιλιακών τραπεζών. 
  • Απαλλάσσονται από το φόρο κληρονομιάς τα πλοία χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, μερίδια πλοίων, μετοχές ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών που είναι πλοιοκτήτριες τέτοιων πλοίων.
  • Απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου και από κάθε τέλος, κράτηση και εισφορά, δικαίωμα ή παράβολο ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου όλες οι δικαιοπραξίες και διενεργούμενες πράξεις, που αφορούν τη χρηματοδότηση ναυτιλιακών και ναυπηγικών επιχειρήσεων. Την παραπάνω απαλλαγή έχουν και η εγγραφή, η εξάλειψη υποθήκης πλοίων ή ακινήτων κ.λπ. των παραπάνω επιχειρήσεων.
  • Απαλλάσσονται από το ΦΠΑ οι παραδόσεις και εισαγωγές πλοίων ή άλλων πλωτών μέσων για εμπορική ή άλλη εκμετάλλευση με εξαίρεση τα σκάφη ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό, καθώς και οι παραδόσεις και εισαγωγές υλικών και εφοδίων καθώς και των σχετικών υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω πλοίων. Kαι επιπλέον οι εφοπλιστές απαλλάσσονται του ΦΠΑ των αγορών στην Ελλάδα, προϊόντων που προορίζονται για τις τροφοδοσίες των πλοίων τους. Είναι γνωστό στην Ακτή Μιαούλη ότι ακόμη και τα πάγια έξοδα για γραφικά, χαρτικά φορτώνονται στα έξοδα των πλοίων. Απαλλάσσονται ακόμη και από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα ποτά και τα καπνικά είδη.
  • Τέλος οι εφοπλιστές απολαμβάνουν ένα ακόμα σκανδαλώδες προνόμιο. Το αφορολόγητο ναυτιλιακό πετρέλαιο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό καταλήγει στο λαθρεμπόριο καυσίμων που λυμαίνονται διάφορα παράνομα κυκλώματα, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να έχει κάθε χρόνο απώλεια εσόδων γύρω στο 1 δις ευρώ.

Δεν πρόκειται για μύθο, ούτε για υπερβολές. Στις δεκάδες φοροαπαλλαγές έχουν αναφερθεί επίσης στο παρελθόν το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, αλλά και ο διεθνής Τύπος. Για παράδειγμα, το 2014, το γερμανικό περιοδικό Spiegel, επικαλούμενο διεθνείς αναλύσεις, ανέφερε ότι από το 2002, οι έλληνες εφοπλιστές δεν έχουν φορολογηθεί για πλούτο 140 δισ. ευρώ. Έναν χρόνο μετά, το Πρακτορείο Reuters δημοσίευσε μια μεγάλη έρευνα για το ζήτημα, σε άρθρο με τίτλο «Πως οι Έλληνες εφοπλιστές αναβαθμίζουν τον ρόλο τους και γιατί αυτό κοστίζει στην Αθήνα εκατομμύρια». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, η μη φορολόγηση των εφοπλιστών κοστίζει στο ελληνικό κράτος εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.

Η «εθνική γραμμή» του «ναυτιλιακού κέντρου» και η αποτυχημένη εθελοντική εισφορά

«Σύμφωνα με το νόμο 27/1975 έχουν απαλλαγεί από το φόρο εισοδήματος τα εισοδήματα από πλόες ποντοπόρων πλοίων και έκτοτε επιβάλλεται φόρος ανάλογα με την ηλικία των πλοίων και την ολική χωρητικότητα τους σε κόρους. Η αναλυτική καταμέτρηση, εξάλλου, όλων των φοροαπαλλαγών που αναφέρονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2011 (τόμος Ε΄, Φορολογικές Δαπάνες, Μέρος Α) δείχνει ότι ισχύουν 44 φοροαπαλλαγές που αναφέρονται στους πλοιοκτήτες και τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, και που εκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα της φορολογίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι για καμία από αυτές τις φοροαπαλλαγές δεν υπάρχει ποσοτικοποίηση των εσόδων που το δημόσιο χάνει εξαιτίας τους»

Τα παραπάνω ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε ερώτησή του προς τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, το Ιούνιο του 2011. Ο Αλέξης Τσίπρας επίσης, τότε, αναφερόταν στον κίνδυνο «να χρεοκοπήσει μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων όπου οι εφοπλιστές της έχουν ως ιδιοκτησία το 16% του παγκόσμιου στόλου».

Καμία από τις καταγγελίες όμως της αντιπολίτευσης προς τις κυβερνήσεις της περιόδου 2009-2015 δεν εισακούστηκε και την οκταετία των μνημονίων και της λιτότητας, η αδικία πολλαπλασιάστηκε. Την ίδια στιγμή που η ελληνική οικονομία δεχόταν ένα μοναδικό στα παγκόσμια δεδομένα χτύπημα οικονομικής κρίσης και ύφεσης, χάνοντας σε ελάχιστα χρόνια το 25% του ΑΕΠ της, τα προνόμια των εφοπλιστών συνεχίστηκαν.

Μία συζήτηση στη Βουλή, τον Σεπτέμβριο του 2013, είναι ενδεικτική. Η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ επιδίωκε τότε να περάσει μια τροπολογία στην οποία έδινε τη δυνατότητα σε όσους κατέχουν μετοχές ναυτιλιακών εταιρειών, να μην τις δηλώνουν στο «πόθεν έσχες». Απαντώντας στις καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, Μάκης Βορίδης ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί. Προσπαθώντας να απαντήσουν σε όσους μιλούσαν για «σκάνδαλο» και με το επιχείρημα ότι πρόκειται για «στρατηγική, εδώ και δεκαετίες, του ελληνικού κράτους», αναφέρθηκαν στα διαχρονικά προνόμια των εφοπλιστών, την ύπαρξη των οποίων παραδέχτηκαν απόλυτα. Όπως κατέγραφε τότε ο «Ριζοσπάστης», ο Αθανασίου είπε:

«(…) Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία σύντομη ιστορική νομική αναδρομή για το πώς η πολιτεία αντιμετωπίζει διαχρονικά ευνοϊκά τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, εταιρείες και τους μετόχους, για λόγους βέβαια εθνικής σημασίας και ενίσχυσης της οικονομίας. Να σας αναφέρω αυτές τις διατάξεις που διαχρονικά η Βουλή ψήφισε: (…) Νόμος 1892/1990 -τα λέω αυτά για να δείτε τι συνάφεια υπάρχει- “Εισαγωγή στο Χρηματιστήριο των μετοχών ναυτικών εταιρειών με ειδικότερους όρους εισαγωγής και διαπραγμάτευσης” (…) Νόμος 3182/2003 “Απαλλαγή για ναυτιλιακές επιχειρήσεις από φόρους, τέλη και οποιαδήποτε επιβάρυνση σε αυτούς και τους μετόχους” (…) Νόμος 4110/2013 -πρόσφατος νόμος- “Απαλλαγή φόρου για μεταβίβαση από οποιαδήποτε αιτία μετοχών ή μεριδίων”. Νόμος 4150 περί κατάργησης εγγυήσεων ναυτικών εταιρειών που επιτρέπει την κατ' εξαίρεση συμμετοχή πλοίων υπό ελληνική σημαία»…

Ο Βορίδης, από την πλευρά του, προσέθετε:

«Εδώ, λοιπόν, πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Υπάρχει μια στρατηγική, η οποία είναι διαμορφωμένη εδώ και δεκαετίες και η οποία, κατά τη γνώμη μου, κύριε Πρόεδρε, έχει αποδώσει. Και η στρατηγική αυτή λέει ότι θέλουμε την Ελλάδα ναυτιλιακό κέντρο. Τη θέλει η αξιωματική αντιπολίτευση ναυτιλιακό κέντρο ή δεν τη θέλει; Ναυτιλιακό κέντρο δε γίνεται επειδή κάνουμε ένα τρισάγιο και ευχόμαστε να γίνει ναυτιλιακό κέντρο… Ναυτιλιακό κέντρο γίνεται γιατί προφανώς διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις -και οι προϋποθέσεις είναι νομικές, είναι φορολογικές- προκειμένου να μετατραπεί σε ναυτιλιακό κέντρο.

Άλλη προϋπόθεση, προκειμένου να γίνει η Ελλάδα ναυτιλιακό κέντρο είναι επίσης και η τοποθέτηση κεφαλαίων (…) Εμείς έχουμε μια βασική προϋπόθεση, το ότι έχουμε έναν πολύ μεγάλο εμπορικό στόλο, και θέλουμε, έχουμε θελήσει εδώ και δεκαετίες, να είμαστε και ένα μεγάλο ναυτιλιακό κέντρο. Και γι' αυτό βεβαίως, πράγματι, υπάρχει προνομιακή μεταχείριση».

Όλα αυτά βεβαίως, διατηρήθηκαν με την ανοχή, που συνήθως έφτανε σε όρια… εκκωφαντικής αφωνίας, των δανειστών. Η τρόικα, για οκτώ χρόνια ήλεγχε και επέβαλε κάθε δημοσιονομικό μέτρο που νομοθετούσε η ελληνική κυβέρνηση. Στο θέμα των εφοπλιστών όμως, το «περίεργο» είναι ότι οι δανειστές συνήθως παρέμεναν σε συμβουλές και παραινέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση. Το μόνο αποτέλεσμα μέχρι στιγμής αυτής της (μάλλον όχι πολύ έντονης) πίεσης, ήταν η περίφημη εθελοντική εισφορά των εφοπλιστών.

Το… καλύτερο είναι ότι αυτή η εισφορά θεσπίστηκε αρχικά ως υποχρεωτική και στη συνέχεια έγινε εθελοντική. Στο νόμο 4223/2013 (νόμος που έφερε τον ΕΝΦΙΑ) υπήρχε άρθρο σχετικά με την «οικονομική παροχή της Ναυτιλιακής Κοινότητας για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της χώρας» και ουσιαστικά προέβλεπε διπλάσια ποσά στα όσα πλήρωναν οι εφοπλιστές μέχρι τότε, σύμφωνα με τον φόρο επί του τονάζ. Η υποχρεωτική μορφή της εισφοράς αυτής δεν κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά , με τον Ν.4301/2014 (άρθρο 42) η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου αποφάσισε να κάνει την εισφορά εθελοντική, για τρία χρόνια. Ο στόχος, όπως τέθηκε τότε από την κυβέρνηση, ήταν να εισπράξει  την περίοδο 2014-2017, 420 εκατ. ευρώ από τους εφοπλιστές. Μόνο που ο στόχος έμεινε στα χαρτιά.

Μολονότι περιορισμένα, τα διαθέσιμα στοιχεία αποδεικνύουν ότι, στην καλύτερη περίπτωση το Δημόσιο έχει εισπράξει ποσό λιγότερο από το 50% του στόχου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε το 2016 στη Βουλή ο τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Τρύφων Αλεξιάδης, απαντώντας σε βουλευτές του ΚΚΕ, το ελληνικό κράτος εισέπραξε μέσω της εθελοντικής εισφοράς 40 εκατ. ευρώ το 2014 και 45 εκατ. το 2015.

Για το τι συνέβη από εκεί και έπειτα υπάρχουν δύο σενάρια. Αν υποθέσουμε ότι η εισφορά παρέμεινε σε αυτά τα ύψη το συνολικό ποσό είναι κάτω από το μισό από τα 105 εκατ. ευρώ το χρόνο που υποσχέθηκαν να πληρώνουν οι εφοπλιστές. Η ΠΕΝΕΝ ωστόσο καταγγέλλει ότι «σύμφωνα με εξακριβωμένα στοιχεία των ελληνικών φορολογικών αρχών και του αρμόδιου Υπουργείου Οικονομικών για την περίοδο 2014-2017 το ελληνικό δημόσιο έχει εισπράξει μόνο το 1/5 της εθελοντικής εισφοράς που συμφωνήθηκε να πληρώσουν οι εφοπλιστές, δηλαδή 85 εκατομμύρια ευρώ ενώ η συμφωνία αφορούσε το ποσό των 420 εκατομμυρίων ευρώ την τετραετία 2014-2017» και μάλιστα ότι «πολλοί εφοπλιστές ζητούν να πληρώσουν σε 6 ή 12 δόσεις».

Το 2017, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ανακοίνωσε την απόφασή της (ναι, το αποφάσισε η ίδια) για παράταση της εθελοντικής εισφοράς και για το 2018, κάτι που αναφέρεται και στην τελευταία έκθεση συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το τρίτο μνημόνιο, τον Ιούλιο του 2018. Σύμφωνα με την Κομισιόν, στη συνέχεια η εισφορά θα μετατραπεί σε φόρο για τον επαναπατρισμό κερδών από τη Ναυτιλία. Αυτό απομένει να φανεί βέβαια, γιατί η γενεσιουργός αιτία της εθελοντικής εισφοράς ήταν να κατευναστούν οι αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κρατών της Ε.Ε., η οποία «ερευνά» εδώ και χρόνια την υπόθεση για την άνιση φορολογική μεταχείριση των εφοπλιστών στην Ελλάδα.

Όπως σημειώνει η ΠΕΝΕΝ η υπόθεση δεν έχει κλείσει ακόμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ανακοινώνοντας την παράταση της εθελοντικής εισφοράς, ο πρόεδρος της ΕΕΕ, Θεόδωρος Βενιάμης, είχε εκφράσει την πεποίθηση ότι «σύντομα θα επιτευχθεί μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία μεταξύ ελληνικής πολιτείας και Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί του θέματος, η οποία σε κάθε περίπτωση θα σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του θεσμικού πλαισίου της ελληνόκτητης ναυτιλίας και κυρίως τη συνταγματική κατοχύρωση αυτού.»

Τι υποστηρίζει η ΕΕΕ

Εκτός από την επίκληση στη συνταγματική κατοχύρωση, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών συνήθως απαντάει με μια σειρά από ευφάνταστα επιχειρήματα. Ενδεικτική είναι η απάντηση που είχε δώσει ο Θεόδωρος Βενιάμης, στον τότε γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βολφγκανγκ Σόιμπλε, το 2017, όταν ο δεύτερος άσκησε κριτική στον Αλέξη Τσίπρα γιατί δεν τήρησε την υπόσχεσή του να φορολογήσει την ελληνική ναυτιλία.

Ο Βενιάμης επιχείρησε να χαρακτηρίσει την κριτική στις φοροαπαλλαγές ως «επίθεση κατά της χώρας μας με αιχμή του δόρατος τον ελληνικό εφοπλισμό», προσθέτοντας «στόχος των δηλώσεών του είναι να τορπιλίσει τους στενούς δεσμούς της ελληνικής ναυτιλίας με τον τόπο της». Η επίκληση στον «πατριωτισμό» των εφοπλιστών, αλλά και στη «ζήλια» για τις επιτυχίες της ελληνικής ναυτιλίας συνεχίζεται ως εξής:

«Δημιουργείται επίσης το ερώτημα μήπως η αποτυχία της γερμανικής ναυτιλιακής πολιτικής, που παρόλες τις ευνοϊκές ρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα (πλοιοκτησία, διαχείριση, φυσικό πρόσωπο), δεν κατάφερε να στηρίξει τη ναυτιλία της, είναι το κίνητρο που υποκινεί τον Υπουργό στις δηλώσεις αυτές.

Αν στόχος των δηλώσεών του είναι να τορπιλίσει τους στενούς δεσμούς της ελληνικής ναυτιλίας με τον τόπο της, αποδεικνύεται ότι δεν επιθυμεί να δει την Ελλάδα σε αναπτυξιακή πορεία.

Προς γνώση του κου Σόιμπλε, η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα σύσσωμη ανταποκρίθηκε στην ανάγκη για ενίσχυση των εσόδων της εθνικής οικονομίας, αποφασίζοντας εδώ και τέσσερα χρόνια σε εθελοντική βάση, τον διπλασιασμό της φορολογικής της υποχρέωσης, αν και αυτή απολαμβάνει ιστορικά συνταγματικής προστασίας, μια πρωτοβουλία που αποδεικνύει έμπρακτα την ενότητα αλλά και την συνέπειά της απέναντι στον τόπο της.»

Η πλέον επίσημη απάντηση της ΕΕΕ δημοσιοποιήθηκε το 2016, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η ελληνική νομοθεσία, ειδικά όσον αφορά τις διατάξεις που προβλέπει την απαλλαγή από τη φορολογία των μερισμάτων που καταβάλλονται από τις ναυτιλιακές εταιρείες, την απαλλαγή από τη φορολογία της υπεραξίας που σχετίζεται με τις μετοχές σε ναυτιλιακές εταιρείες και την απαλλαγή των εν λόγω εταιρειών από τον φόρο κληρονομίας, δεν είναι σύμφωνη με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές κρατικών ενισχύσεων για τις θαλάσσιες μεταφορές. Το πλήρες κείμενο 56 σελίδων της Κομισιόν είχε δημοσιοποιήσει η «Ναυτεμπορική». Σύμφωνα με αυτό ζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση σειρά παρεμβάσεων στις ισχύουσες διατάξεις.

Στις αρχές του χρόνου, η επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ έστειλε επιστολή προς την ελληνική κυβέρνηση «επιρρίπτοντας της ευθύνες ότι με τα φορολογικά προνόμια για εφοπλιστές συμβάλλει στον αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Κομισιόν, σύμφωνα με την ίδια, θέλει να διασφαλίσει ότι μελλοντικά η υποστήριξη της Αθήνας για τον ναυτιλιακό κλάδο θα συνάδει με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Όπως σημείωνε τότε η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung «η επίτροπος επικρίνει το γεγονός ότι οι εφοπλιστές απολαμβάνουν τα ειδικά φορολογικά προνόμια -που προβλέπονται μάλιστα από το σύνταγμα- ακόμη και για οικονομικές δραστηριότητες που δεν σχετίζονται άμεσα με τη ναυτιλία, όπως για την αγορά ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων. (…) Η Βεστάγκερ τονίζει ότι οι ενστάσεις της δεν αφορούν στην κύρια δραστηριότητα των εφοπλιστών (…)»

Τα επιχειρήματά της Ελληνικής Ένωσης Εφοπλιστών, που μπορείτε να τα βρείτε αναλυτικά εδώ, συνοψίζονται ως εξής:

Αρκετά από αυτά απλά υποστηρίζουν ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προϋπήρχε της κοινοτικής νομοθεσίας. Υπάρχει επίσης η επίκληση στη συνταγματική κατοχύρωση, καθώς μία άνευ ουσίας διαπίστωση ότι η έρευνα της Κομισιόν δεν  προκλήθηκε από κάποια καταγγελία και ένα επιχείρημα «ότι οι Κατευθυντήριες Γραμμές του 1997 δεν υιοθετήθηκαν με τη μορφή κοινοτικής Οδηγίας» αλλά με τη μορφή μιας «ήπιας μορφής νομικού πλαισίου» που «που λαμβάνει πλήρως υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, το μέγεθος και τη σημασία της ναυτιλίας στα κράτη μέλη καθώς και την ικανότητα και βούληση των κυβερνήσεων των κρατών μελών να υιοθετήσουν τις διατάξεις του.»

Το σημαντικότερο έρχεται λίγο παρακάτω:

«Ο ελληνικός ναυτιλιακός τομέας έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει πολυδιάστατα οφέλη στην Ελλάδα, οικονομικής, κοινωνικής και στρατηγικής σημασίας. Σύμφωνα με τις μελέτες του Boston Consulting Group (BCG) και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η ελληνική ναυτιλία συνεισφέρει άνω του 7% στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, παρέχει εργασία σε 200.000 ανθρώπους και καλύπτει ποσοστό άνω του 30% του εμπορικού ελλείμματος. Εξίσου σημαντικά είναι τα οφέλη για την ευρωπαϊκή ναυτιλία (της οποίας ποσοστό υπερβαίνον το 46% ανήκει σε ελληνικά συμφέροντα), τα ευρωπαϊκά ναυτιλιακά πλέγματα (clusters) δραστηριοτήτων και επομένως, για την ευρωπαϊκή οικονομία»

Ωστόσο, η ανάλυση του Reuters, βασισμένη στα οικονομικά δεδομένα ναυτιλιακών εταιρειών, αναφέρει ότι αυτές οι μελέτες συνυπολογίζουν τα δισεκατομμύρια δολάρια που δεν μπαίνουν ποτέ στην ελληνική οικονομία και αν υπολογιστεί μόνο το πόσα χρήματα καταβάλλονται σε ελληνικές εταιρείες και πολίτες στη χώρα, τότε το ύψος τους είναι περίπου στο 1% του ΑΕΠ. Το Reuters προσθέτει ακόμα ότι χώρες όπως η Βρετανία και η Νορβηγία υπολογίζουν τη συνεισφορά της ναυτιλίας στις οικονομίες τους μόνο βάσει των ναυτιλιακών εταιρειών που είναι καταγεγραμμένες στα εθνικά μητρώα τους. Η ΕΛΣΤΑΤ, από την άλλη πλευρά, μετράει ολόκληρο τον κλάδο σαν να έχουν οι πάντες έδρα την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει, προσθέτει το πρακτορείο, ότι προσμετρά στην ανάλυσή της χρήματα που παραμένουν κρυμμένα σε φορολογικούς παραδείσους και μισθούς και μερίσματα που καταβάλλονται σε πολίτες εκτός Ελλάδας.

Συν τοις άλλοις, την εικόνα του ελληνικού «success story» διαψεύδουν και τα επίσημα στοιχεία σχετικά με το πόσα χρήματα καταβάλλονται από τον φόρο στα πλοία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε δώσει στη δημοσιότητα ο Τρύφων Αλεξιάδης οι εισπράξεις από φόρους πλοίων (χωρίς την εθελοντική εισφορά) το 2013 ήταν 14 εκατ. το 2014 ήταν 13,1 εκατ και το 2015 το ποσό ανερχόταν σε 17,6 εκατ. Η ΠΕΝΕΝ, αναφερόμενη στο 2016, αναφέρει ότι «σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους, η προβλεπόμενη και μοναδική φορολογία των εφοπλιστών η οποία υπολογίζεται και καταβάλλεται επί της χωρητικότητας των πλοίων (κόροι ολικής χωρητικότητας) για το έτος 2016 το ύψος της ήταν 27 εκατομμύρια ευρώ». Προσθέτει μάλιστα ότι «αντίστοιχα τον ίδιο χρόνο η συνεισφορά των Ναυτεργατών ανήλθε στα 56 εκατ ευρώ.»

Σχετικά με τις θέσεις εργασίας και την περίφημη απειλή ότι οι εφοπλιστές θα «αλλάξουν σημαία» και δεν θα χρησιμοποιούν πλέον την ελληνική, αν φορολογηθούν περισσότερο, τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΠΕΝΕΝ, τον Ιανούαριο του 2018, επικαλούμενη την ΕΛΣΤΑΤ στην τελευταία απογραφή του 2016, είναι αποκαλυπτικά:

«Μια διαχρονική ανάλυση των στοιχείων που αφορούν το ελληνικό Ναυτεργατικό δυναμικό, όπως αυτό διαμορφώθηκε την μεταπολιτευτική περίοδο με αποκορύφωμα την δεκαετία του 1980 όταν οι θέσεις εργασίας άγγιξαν τις 100.000 για τους έλληνες Ναυτεργάτες στα πλοία ελληνικής σημαίας, φανερώνει ότι όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε μια τρομακτική μείωση των θέσεων εργασίας η οποία διαμορφώθηκε στα σημερινά επίπεδα (12.164) και είναι μακράν η μικρότερη των τελευταίων 44 χρόνων, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των πλοίων αυτών εκείνης της περιόδου σε σχέση με το σήμερα έχει σχεδόν υπερτετραπλασιαστεί»

Ενώ για τον «εκβιασμό της σημαίας» η ΠΕΝΕΝ υποστηρίζει ότι αυτό ήδη γίνεται:

«Σήμερα από τα 4300 πλοία ελληνικής πλοιοκτησίας στην ποντοπόρο ναυτιλία τα 765 είναι στην ελληνική σημαία και στα υπόλοιπα 3535 σε ξένες «πειρατικές» σημαίες ευκαιρίας!»

Προσθέτει επίσης ότι η ελληνική σημαία είναι αναγκαία για τους εφοπλιστές καθώς:
Την ελληνική σημαία την χρησιμοποιούν διότι αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση από πλευράς ποιότητας, αξιοπιστίας και κυρίως για να προωθούν μέσω των εκάστοτε κυβερνήσεων τις πολιτικές τους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους στα διεθνή φόρα, έχοντας πετύχει και επιβάλει απόλυτα τους επιχειρηματικούς όρους στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Ο οικονομολόγος και πρώην γενικός γραμματέας βιομηχανίας, στην πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Τόλιος εξηγεί ότι η ελληνική σημαία εγγυάται την πρόσβαση και την επιρροή στις διοικήσεις διεθνών ναυτιλιακών οργανισμών, IMO/IMCO (International Maritime Organization), ECSA (European Community Ship–owners’ Association), ICS (International Chamber of Shipping), BIMCO (Baltic and International Maritime Council)


Η κατάταξη των χωρών με βάση τον στόλο και τη χρήση της σημαίας τους στη ναυτιλία

Χωρίς, σε όλα αυτά, να συνυπολογιστούν οι καταγγελίες για την ποιότητα των θέσεων εργασίας οι ληξιπρόθεσμες οφειλές εφοπλιστών προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και τα άλλα Ταμεία των ναυτεργατών (ΚΕΑΝ-ΤΠΕΝ-ΚΑΕΟ), που ανέρχονται σε περίπου 100 εκατ. ευρώ (και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ακόμα και οφειλές του 1996), αλλά και υποθέσεις όπου αποκαλύπτονται «κόκκινα δάνεια» εφοπλιστών, όπως στην υπόθεση Λογοθέτη – Τράπεζας Πειραιώς.

ΣΥΡΙΖΑ κι εφοπλιστές: Το μίσος που έγινε αγάπη

«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται να επανεξετάσει από μηδενική βάση τη σχέση ανάμεσα στο ελληνικό κράτος, τη ναυτιλία και τον εφοπλιστικό κόσμο, με στόχο τη δημιουργία ενός δίκαιου φορολογικού καθεστώτος, που θα ανταποκρίνεται στη συνταγματική επιταγή για τη συμβολή όλων, ανάλογα με την φοροδοτική τους ικανότητα, στα δημόσια βάρη»

Αυτή ήταν η προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, την εποχή προ του 2015. Ήταν η εποχή που το νυν κυβερνόν κόμμα επέκρινε συνεχώς τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων στο θέμα της ναυτιλίας, φωνάζοντας για σκανδαλώδεις ρυθμίσεις και καταθέτοντας πολλές σχετικές ερωτήσεις στους αρμοδίους υπουργούς. Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης η κατάσταση άλλαξε άρδην, σε σημείο που η Süddeutsche Zeitung χαρακτήριζε τον Αλέξη Τσίπρα, ως τον «φίλο των εφοπλιστών».

Στην ομιλία του το 2016, στα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΕΕ, ο Πρωθυπουργός ξέχασε τα όσα έλεγε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας:

«Από την ίδρυση της Ένωσης το 1916, η καινοτομία, η πρωτοπορία και η διορατικότητα των Ελλήνων εφοπλιστών στις επενδύσεις και στον τρόπο λήψης αποφάσεων, έθεσαν τις βάσεις για την κατάκτηση της κορυφής στο διεθνές στίβο…. Η πολιτεία θα συνεχίσει να είναι αρωγός και συνταξιδιώτης στις τρικυμίες και στις νηνεμίες. Θα συνεχίσει να προασπίζει τα συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας στους διεθνείς οργανισμούς. Να βελτιώνει πολιτικές με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας»

Η παραπάνω ρητορική έχει επαναληφθεί σε κάθε εμφάνιση του πρωθυπουργού σε εκδηλώσεις των εφοπλιστών, για παράδειγμα στην ετήσια συνάντηση «Ποσειδώνια». Από την κυβερνητική ρητορική, εκτός από όταν είναι απόλυτα αναγκαίο, απυοσιάζει οποιαδήποτε αναφορά εδώ και τρία χρόνια στους εφοπλιστές


O Αλέξης Τσίπρας στα «Ποσειδώνια» το 2018

Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που από την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 107 που προστατεύει τους Έλληνες εφοπλιστές. Ανταπόκριση μάλιστα υπήρχε κι από την απέναντι πλευρά. Όταν ο Σόιμπλε άσκησε την κριτική στον Τσίπρα για τα εφοπλιστικά προνόμια, ο πρόεδρος της ΕΕΕ υπερασπίστηκε δημόσια τον Πρωθυπουργό:

«Στη γενική επίθεση που έκανε κατά του πρωθυπουργού, η οποία ήταν αήθης για εμένα, ανακάτεψε και τη ναυτιλία με έναν τρόπο τελείως άκομψο. Έχει εμμονική στάση απέναντι στη ναυτιλία. Μέχρι τώρα είχαμε αποφασίσει να μην αντιδράσουμε, όμως κρίναμε ότι η τελευταία του επίθεση δεν ήταν εστιασμένη στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά στον Έλληνα πρωθυπουργό. Εγώ το θεωρώ ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει ένας πολιτικός, να στραφεί κατά πρωθυπουργού άλλης χώρας επειδή έχει προεκλογική περίοδο» 

Μάλιστα, η ΠΕΝΕΝ είχε καταθέσει την πρόταση της για κατάργηση του άρθρου 107 και τον Μάιο του 2017, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε τις διαδικασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με την συγκρότηση Επιτροπής. Σε απάντηση του στο TPP στο ερώτημα αν υπήρξε κάποια αντίδραση τότε, ο πρόεδρος της συνδικαλιστικές παράταξης, Αντώνης Νταλακογεώργος, αναφέρει ότι δεν υπήρξε καμία αντίδραση, ούτε επικοινωνία με την Ένωση των Ναυτών. Η πρόταση απλά αποσιωπήθηκε.

Η ανάγκη για συζήτηση, ενημέρωση και αλλαγές

Με μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ στα χέρια εφοπλιστών, με την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την αποστροφή των φιλικών προς αυτόν μέσων για το θέμα, δεν είναι παράλογο που το ζήτημα της φορολόγησης των εφοπλιστών και του άρθρου 107 απουσιάζει ολοκληρωτικά από τη δημόσια συζήτηση, παρά το γεγονός ότι το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης προσφέρει το πολυπόθητο πεδίο δόξης λαμπρόν για να υπάρξει κάποια αλλαγή.

Οι υπέρμαχοι του σημερινού καθεστώτος θα σταθούν στα στοιχεία σχετικά με τη «συνεισφορά της ελληνικής ναυτιλίας στην οικονομία» και στην ανάγκη ύπαρξης αυτών των φοροαπαλλαγών. Μία καλή απάντηση εδώ, θα μπορούσε να είναι ότι αν ισχύουν πράγματι όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν θα πρέπει να έχει κανείς αντίρρηση στο αίτημα να συζητηθεί έστω το άρθρο 107 σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Να ελεγχθεί το εφοπλιστικό κεφάλαιο, να απαντηθούν οι καταγγελίες περί «ασυδοσίας» και να ενημερωθούν, τεκμηριωμένα, οι πολίτες για τα «ωφέλη» που προκύπτουν από τις φοροαπαλλαγές.

Είναι εξάλλου άδικο και παράλογο, μια συγκεκριμένη κατηγορία ελλήνων πολιτών να έχει τα προνόμια της ενταγμένα στο Σύνταγμα. Επίσης, ορισμένα από τα προνόμια αυτά συνδέονται με δραστηριότητες που δεν έχουν να κάνουν με την «ανταγωνιστικότητα της ναυτιλίας», ενώ παράλληλα, ακόμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εστιάσει εδώ και χρόνια σε ζητήματα σχετικά με τη φορολόγηση της ελληνική ναυτιλίας που πρέπει να αλλάξουν, με τις σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις να καθυστερούν και να χάνουν τη μία προθεσμία μετά την άλλη.

Πριν φτάσουμε όμως στην αλλαγή, θα πρέπει να υπάρξει η συζήτηση, βασισμένη στα πραγματικά στοιχεία τόσο της ναυτιλίας όσο και της ελληνικής οικονομίας. Αυτήν τη στιγμή επικρατεί σχεδόν απόλυτη σιωπή. Γεγονός που θα μπορούσε να θεωρηθεί και στοιχείο ενοχής.