Which side are you on boys?
Which side are you on?
Which side are you on boys?
Which side are you on?

Florence Reece, 1931

 

Άλλος στοιχειώνεται από τα φαντάσματα του φόβου του και επιλέγει κόντρα στην καρδιά ή το μυαλό του. Άλλος γυρεύει έναν μπούσουλα, μια πυξίδα για τα αχαρτογράφητα νερά και βρίσκει αστέρι της Βηθλεέμ στον νόμο, σάμπως να μην είναι κι αυτός γέννημα των ανθρώπων, αλλά δώρο θεϊκό. Κι άλλον τον κατατρέχει μια άγρυπνη εσωτερική φωνή, λιθάρι θεμέλιο της κοινωνίας και φως που καίει τα μάτια της νίκης, η φωνή της δικαιοσύνης.

Τούτη η ώρα είναι μια τέτοια ώρα εκλογής για όλες και για όλους μας. Από όλους τους τρόπους εκλογής θα σταθώ σε αυτόν που έχει πυξίδα του τη δικαιοσύνη, όχι μονάχα επειδή γίνεται πολύς λόγος γι’ αυτήν τελευταία και στο όνομά της μπλέκονται ακόμα και αντικρουόμενες συνδηλώσεις, αλλά και γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει η κοινωνία (που θέλουμε να έχουμε).

Η δικαιοσύνη είναι, επιτρέψτε μου την υπερβολή, μια παρεξηγημένη ή, μάλλον, εύκολα παρεξηγήσιμη έννοια. Υπάρχει η Δικαιοσύνη (με Δ κεφαλαίο) ως οργανωμένος θεσμός, η μια εκ των τριών, κατά Μοντεσκιέ, εξουσιών, η ανεξαρτησία της οποίας θεμελιώνει και διασφαλίζει τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Και υπάρχει και η δικαιοσύνη (με δ μικρό) ως αίτημα και εσωτερική ή μάλλον εσωτερικευμένη φωνή για άρση ή αποκατάσταση μιας αδικίας, μιας ανισότητας, για επαναφορά μιας ηθικής ισορροπίας που έχει διαταραχθεί με την τέλεση της αδικίας. Η πρώτη αποδίδεται με βάση ένα νομοθετικό πλαίσιο, η δεύτερη με βάση ένα σύστημα ηθικών αξιών. Σε έναν ιδεατό κόσμο η Δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη θα ταυτίζονταν, σε τούτη, όμως, την υλική πραγματικότητα, αυτό δεν συμβαίνει πάντα.

Είναι κρίσιμο, όμως, να διευκρινίσουμε πως τόσο η Δικαιοσύνη όσο και η δικαιοσύνη είναι προϊόντα, κατασκευές, παιδιά, όπως θέλετε πείτε το, της κοινωνίας που τις γεννά και τις αναθρέφει.

Ως προς τη Δικαιοσύνη, οι νομοθέτες, οι εισαγγελείς και οι δικαστές είναι άνθρωποι, μέλη μιας κοινωνίας με στερεότυπα, αντιλήψεις και προκαταλήψεις, ιδεολογίες, συστήματα ηθικών αξιών και δομημένα δίκτυα εξουσίας. Όσο πολύ ή καλά κι αν εκπαιδευτούν, σε εκπαιδευτικά συστήματα και ιδρύματα που, επίσης, (ανα)παράγονται από την ίδια αυτή κοινωνία, δεν παύουν ποτέ να είναι μέρη της, δεν δύνανται να σκέφτονται και να δρουν σαν εξωτερικοί παρατηρητές – το αίτημα, άλλωστε, της επιστημονικής αντικειμενικότητας και αμεροληψίας είναι από τις μεγαλύτερες παγίδες που έφερε με όλα τα καλά της η Νεωτερικότητα, διότι είναι σαν να αιτείται από το υποκείμενο να απεκδυθεί με μιας όλες τις ταυτότητες που το συγκροτούν ως τέτοιο –ταξικές, έμφυλες, εθνικές, ιδεολογικές κλπ.  Για να γυρίσουμε στο θέμα μας, εφόσον οι νομοθέτες, οι εισαγγελείς και οι δικαστές είναι μέλη μιας κοινωνίας, τότε και τα δημιουργήματά τους, δηλαδή, οι νόμοι, οι δικογραφίες, και οι δικαστικές αποφάσεις, είναι κι αυτά απόρροια ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών.

Και η δικαιοσύνη, όμως, είναι το ίδιο κοινωνικά κατασκευασμένη. Δεν γεννιόμαστε δίκαιοι ή άδικοι, αναθρεφόμαστε δίκαιοι ή άδικοι μέσα στις κοινωνικές φούσκες μας –για να μιλήσω και με ορολογία της επικαιρότητας. Στην οικογένεια πρώτα πρώτα μαθαίνουμε αν το να βλάπτεις τον άλλο, τον αδερφό σου για παράδειγμα, επιβραβεύεται ή τιμωρείται κι αν αυτή η τιμωρία έχει βία που θα γεννήσει βία ή αν έχει επιχείρημα, αν η αγάπη μοιράζεται ή γέρνει προς τη μια μπάντα, αν τους αδύναμους τους παίρνουμε αγκαλιά, τους κανιβαλίζουμε ή κάνουμε σαν να μην υπάρχουν, αν δικαιωματικά, με sense of entitlement που λένε οι φίλτατοι αγγλοσάξονες, μας ανήκει ο κόσμος όλος ή αν έχουμε ίσα δικαιώματα με τον διπλανό «από όπου κι αν προέρχεται». Αργότερα στο σχολείο, στις παρέες, στις σχέσεις μας, στις συλλογικότητες, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά.

Όσο περνά ο χρόνος τόσο πιο πολύ παγιώνεται το αίσθημα του δικαίου και του αδίκου και το κατά πόσο ο εαυτός μας οφείλει να ακολουθεί ή να υπάγεται στους ίδιους ηθικούς κανόνες με τους υπόλοιπους· δηλαδή, είναι ένα πράγμα κάποιος να μην έχει επίγνωση του αδίκου της πράξης του—που νομικά αυτό συχνά μεταφράζεται σε έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας, το «ακαταλόγιστο» που λέμε ότι έχουν οι ανήλικοι κάτω από μια συγκεκριμένη ηλικία ή άτομα με νοητική αναπηρία ή συγκεκριμένα προβλήματα ψυχικής υγείας— και ένα άλλο πράγμα να έχει γνώση περί του αδίκου της πράξης αλλά να θεωρεί ότι ο ίδιος δεν υπόκειται στις κοινωνικές συνέπειες αυτής της πράξης, ποινικές, ηθικές ή άλλες. Σε ερώτηση της Στέλλας Χαραμή στην εφημερίδα Documento το 2018 εάν υπακούει σε κώδικα αξιών, ο Δημήτρης Λιγνάδης απαντά: «Είμαι κι εγώ ένας αμαρτωλός: Πολλές φορές προστατεύω το εγώ μου, φροντίζω μόνο να περάσω καλά και να πραγματοποιήσω τις φιλοδοξίες μου. Ωστόσο διατηρώ ακόμη τη συνείδηση να ξέρω τι από αυτά που κάνω είναι κακό ή καλό, αφού πετάγομαι στον ύπνο μου και οδηγούμαι σε ψυχοφάρμακα για να πολεμήσω τις ενοχές μου. Δεν θα βαφτίσω ποτέ το κακό καλό απλώς για να μπορέσω να το κάνω». Σύμφωνα, πάλι, με την ίδια εφημερίδα, όταν η ηθοποιός Α.Γ. είπε στον Πέτρο Φιλιππίδη το 2014 ότι θα καταγγείλει τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη στα κανάλια, εκείνος φέρεται να απάντησε «τα κανάλια θα μου κλάσουν τα @@…». Η επίγνωση του αδίκου δεν φαίνεται να λείπει σε καμία από τις δύο περιπτώσεις ενώ είναι ανοιχτό, τουλάχιστον για την πρώτη περίπτωση, το αν θεωρούν ότι υπόκεινται στις κοινωνικές συνέπειες, ποινικές ή ηθικές που υπόκεινται όλοι οι υπόλοιποι. Σε κάθε περίπτωση, το αίσθημα περί δικαίου και αδίκου που νιώθουμε—κι ενίοτε μας πνίγει που λέμε—δεν μας το χάρισαν οι θεοί ή οι νεράιδες στην κούνια ούτε είναι, φυσικά, γραμμένο στο DNA μας, αλλά αποτελεί κοινωνικά μαθημένη συμπεριφορά.

Αν όμως η δικαιοσύνη είναι κοινωνικά μαθημένη τότε πώς πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι βιώνουν το ίδιο πράγμα ως άδικο ή δίκαιο; Αυτό που λέμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα», δηλαδή ένας κοινός αξιακός κώδικας απόδοσης δικαιοσύνης που μοιράζονται τα κοινωνικά υποκείμενα πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι, αν και έχουμε ανατραφεί σε διαφορετικές μικροκοινωνίες, το μεγάλο κοινωνικό οικοσύστημα που τις περιβάλλει είναι κοινό. Απόδειξη της κοινωνικής και όχι βιολογικής προέλευσης αυτού του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» είναι πως αυτό δεν μένει σταθερό στον χρόνο και τον χώρο αλλά μεταλλάσσεται παράλληλα με τον μετασχηματισμό των κοινωνιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα επονομαζόμενα «εγκλήματα τιμής» (π.χ. όταν σκοτώνεις κάποιον που σου «ατίμασε» τη θυγατέρα) τα οποία, όπως αναλύει και η Έφη Αβδελά στο βιβλίο της Δια λόγους τιμής: βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα (2006), αν και νομικά ορίζονται ως ανθρωποκτονίες, οι δράστες επικαλούνται την προσβολή της τιμής τους από το θύμα, βιώνοντας τον φόνο ως τη μόνη δυνατή λύση ή, ακόμα, και το καθήκον τους. Τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα, οι ένορκοι, που σε μια αίθουσα δικαστηρίου εκπροσωπούν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», τείνουν να δέχονται το ελαφρυντικό του «εν βρασμώ ψυχής» πολύ πιο εύκολα όταν πρόκειται για έγκλημα τιμής, ενώ όσο περνούν τα χρόνια και η κοινωνία μετασχηματίζεται, εν προκειμένω φθίνει το ταμπού περί προγαμιαίων σχέσεων, παύει σταδιακά να απολαμβάνει το έγκλημα τιμής ξεχωριστό στάτους ως προς την απόδοση δικαιοσύνης.

Τις τελευταίες μέρες, η δικαιοσύνη και η Δικαιοσύνη βρίσκονται στο προσκήνιο, με την αυλαία ανοιχτή, τον προβολέα πάνω τους, και το τρίτο κουδούνι να έχει ήδη χτυπήσει (μην με προκαλείτε, διαθέτω πολλές ακόμα θεατρικές μεταφορές στη φαρέτρα μου). Από τη μία υπάρχει το ερώτημα και το αίτημα όσες και όσοι σπάνε τη σιωπή τους για τη σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση που υπέστησαν να αποταθούν στη Δικαιοσύνη και όχι στα social media και τις τηλεοπτικές εκπομπές. Γίνεται λόγος για λαϊκά δικαστήρια (που στήνονται και πρέπει να αποφευχθούν, η λέξη «λαϊκά» μάλιστα προφέρεται με λίγο βιτριόλι ως εάν η κρίση του λαού να είναι εκ προοιμίου λανθασμένη), για καταπάτηση του τεκμηρίου της αθωότητας, για διασυρμό, συκοφάντηση, λασπολογία, σκανδαλοθηρία και κουτσομπολιό. Αυτά αντιπαραβάλλονται με τον θεσμικό δρόμο, τον δρόμο της Δικαιοσύνης, ως εάν η Δικαιοσύνη να είναι στρωμένη με ροδοπέταλα ή μάλλον να μην είναι προϊόν αυτής της ατελούς κοινωνίας που γέννησε και την άδικη πράξη. Η κατάθεση των θυμάτων, λένε, στους προσωπικούς τους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε τηλεοπτικές εκπομπές δεν βοηθούν το έργο της Δικαιοσύνης, μπορεί, μάλιστα, και να το παρεμποδίζουν ή να προσπαθούν (παράνομα) να επηρεάσουν την ανεξαρτησία της. Ας διευκρινίσουμε εδώ κάτιτις. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έγκειται στην ανεξαρτησία της από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία – να απαγορεύεται, δηλαδή, η κυβέρνηση ή η βουλή να την χειραγωγήσει ή να την εκβιάσει, όχι να απαγορεύεται οι πολίτες, πόσω δεν μάλλον τα ίδια τα θύματα ή οι συγγενείς τους, να (δια)δηλώνουν τα συναισθήματα που τρέφουν για την έκβαση του αποτελέσματος. Τον περασμένο Οκτώβριο, είδαμε ορισμένους, στο όνομα, υποτίθεται, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, να μέμφονται το κίνημα «Δεν είναι αθώοι» και την παλλαϊκή συγκέντρωση έξω από το Εφετείο την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Η Δικαιοσύνη οφείλει, φυσικά, να δικάζει με βάση την αποδεικτική διαδικασία και, πιστέψτε με, κανείς δικαστής δεν βγάζει απόφαση επειδή φοβήθηκε λίγους διαδηλωτές (δεν ξέρω αν ισχύει το ίδιο, όμως, και για τον φόβο απέναντι σε έναν πρωθυπουργό). Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όμως, όχι απλά υπάρχει και έχει δικαίωμα να δηλώνεται και να διαδηλώνεται με όποιον (νόμιμο και ηθικό ας υπογραμμίσω εδώ) τρόπο κρίνουν τα υποκείμενα, αλλά είναι και οδηγός για την ιδεατή ταύτιση της εσωτερικής δικαιοσύνης με τη θεσμική Δικαιοσύνη. Με άλλα λόγια, στην ιδανική εφαρμογή του ποινικού δικαίου, οι δικαστές δικάζουν μοιραζόμενοι ως μέλη της κοινωνίας το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δηλαδή το εσωτερικό αίσθημα δικαιοσύνης που έχουν τα μέλη μιας κοινωνίας, αλλά σεβόμενοι και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου απέναντι στο ενδεχόμενο λάθους (είναι καλύτερο να αφήσεις ελεύθερο έναν ένοχο παρά να φυλακίσεις έναν αθώο), λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που συνέλεξαν η Εισαγγελία και η Πολιτική Αγωγή για να αποδείξουν την τέλεση της άδικης πράξης.

Η Δικαιοσύνη, όμως, όπως και κάθε τι ανθρώπινο δεν είναι ιδανική. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε κατάφορη καταπάτηση των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων ή ακόμα και των θυμάτων, που φαίνεται να υποκινούνται από κίνητρα αλλότρια της απόδοσης δικαιοσύνης. Σε άλλες πιο ακραίες—και εύχομαι στη σφαίρα των εξαιρέσεων—έχουμε πιασμένους δικαστές και παραδικαστικά κυκλώματα. Πιο συχνά, έχουμε γραφειοκρατικές διαδικασίες που είτε προσιδιάζουν με την αρεντιανή κοινοτοπία του κακού είτε από απλή έλλειψη πρόνοιας ή ανικανότητα λειτουργούν τελικά ενάντια στην απόδοση δικαιοσύνης. Σχεδόν, πάντα, όμως, έχουμε μια Δικαιοσύνη που διέπεται και πειθαρχεί στα δίκτυα ιεράρχησης και κανονιστικά πρότυπα της κοινωνίας που τη γεννά και την αναπτύσσει. Η ερώτηση «πόσο κοντή ήταν η φούστα σου;» που επιτρέπεται, ακόμα, να απευθύνεται από συνηγόρους υπεράσπισης κατηγορουμένων για βιασμό στα θύματα βιασμού μέσα στη δικαστική αίθουσα ενέχει μέσα της την κοινωνική αντίληψη για τις έμφυλες σχέσεις μέσα στην πατριαρχία· αν η φούστα ήταν πολύ κοντή, σφυρίζει ο συνήγορος υπεράσπισης σε δικαστές και ενόρκους, τότε «τα ήθελε ο κώλος της», «έδωσε δικαιώματα», «δεν προστάτευσε τον εαυτό της», δηλαδή ο βιαστής πήρε αυτό που δικαιωματικά του ανήκει μέσα στην πατριαρχία, το σώμα της γυναίκας. Τα σεξουαλικά εγκλήματα, περισσότερο, ίσως, από οποιαδήποτε άλλα εγκλήματα, ακριβώς επειδή είναι διαπεπλεγμένα με το ταμπού της σεξουαλικότητας, δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με την αξίωση της τυφλότητας που έχει η Δικαιοσύνη· αν, για παράδειγμα, σε ληστέψουν δεν έχεις κοινωνικό λόγο να σιωπήσεις ενώ αν σε βιάσουν έχεις. Γίνεται λοιπόν αυτά τα δύο κακουργήματα να αντιμετωπίζονται με τυφλότητα και να μην υπάρχει διάκριση όσον αφορά, ας πούμε, το χρονικό περιθώριο της παραγραφής; Αν δεν αλλάξει η κοινωνική ιεράρχηση και κοινωνική αντίληψη δεν πρόκειται, μάλλον, να αλλάξει και η Δικαιοσύνη και θα εξακολουθεί να είναι αρκετά μακριά από το να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιδανική.

Πώς θα αλλάξει, όμως, η κοινωνική αντίληψη; Προηγείται ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ή η ευαισθητοποίηση των δικαστών  απέναντι σε δεδομένες κοινωνικές αντιλήψεις; Αυτό, μάλλον, εξαρτάται από τα αντανακλαστικά της εκάστοτε κοινωνίας και της Πολιτείας. Για παράδειγμα, το 1954 στην υπόθεση Brown v Board of Education, Topeka, Kansas το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματικό τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία φέρνοντας την αρχή του τέλους για τους νόμους Jim Crow που επέβαλαν θεσμικά τον φυλετικό διαχωρισμό στον αμερικανικό Νότο από το 1883· το Κογκρέσο χρειάστηκε άλλα δέκα χρόνια για να ψηφίσει, τελικά, το Civil Rights Act το 1964 που καταργούσε τον φυλετικό διαχωρισμό σε όλη την επικράτεια υπό την πίεση ενός τεράστιου κινήματος για φυλετική και πολιτική ισότητα· κοινωνικά, ακόμα και σήμερα, οι Αφροαμερικάνοι αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας από κάποιους εκπροσώπους του νόμου, όπως μας έδειξε περίτρανα η δολοφονία του George Floyd και το κίνημα Black Lives Matter.

Για να έρθουμε στο δια ταύτα, αποτελούν, πράγματι τα «λαϊκά δικαστήρια» των social media και των τηλεοπτικών εκπομπών εμπόδιο στην απονομή δικαιοσύνης στην περίπτωση του ελληνικού #MeToo; Στις 5 Φεβρουαρίου 2021, ο Βασίλης Κ. κατέθεσε δια μέσου της νομικής εκπροσώπου του επώνυμη μηνυτήρια αναφορά για να τεθεί εις γνώση του εισαγγελέα η κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση που φέρεται ότι υπέστη από την ηλικία των 15 ετών από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Λιγνάδης παραιτήθηκε από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου κάνοντας λόγο για τοξικό κλίμα φημών, όχι για καταγγελίες. Στις 8 Φεβρουαρίου η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη υιοθέτησε πλήρως το αφήγημα του Λιγνάδη, δηλώνοντας ψευδώς ότι δεν έχουν υπάρξει επώνυμες καταγγελίες που να έχουν πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης παρά μόνο φήμες. Στις 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17 Φεβρουαρίου ο Εισαγγελέας διάβαζε τη μηνυτήρια αναφορά. Τα χαράματα 17 προς 18 Φεβρουαρίου προβλήθηκε η συνέντευξη του Βασίλη Κ. στην τηλεοπτική εκπομπή Μεσάνυχτα με την Ελεονώρα Μελέτη όπου κατέθεσε τη μαρτυρία του και το γεγονός ότι έχει ήδη καταθέσει μηνυτήρια αναφορά. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Εισαγγελέας κίνησε τις διαδικασίες καλώντας τον πρόεδρο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών να καταθέσει όσα έχει λάβει γνώση το ΣΕΗ για τη συγκεκριμένη καταγγελία. Η Υπουργός Πολιτισμού και ο Πρωθυπουργός τηρούσαν σιγή ιχθύος. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύστηκαν από πλήθος καταγγελιών από εκπροσώπους του καλλιτεχνικού χώρου για κατ’ εξακολούθηση συγκάλυψη εγκληματικής συμπεριφοράς, καλώντας την Υπουργό σε παραίτηση. Στις 19 Φεβρουαρίου, ο Πρωθυπουργός επισκέφτηκε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη το #MeToo και η Υπουργός Πολιτισμού παραχώρησε συνέντευξη τύπου στην οποία αποποιήθηκε οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη είτε για την άγνοια και υποτίμηση των καταγγελιών είτε, ακόμα χειρότερα, για την προσπάθεια συγκάλυψής τους. Παρεμπόδισαν πράγματι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι τηλεοπτικές εκπομπές το έργο της απόδοσης δικαιοσύνης ή, μήπως, υπό το βάρος του κοινού περί δικαίου αισθήματος εξανάγκασαν τη Δικαιοσύνη να επισπεύσει τις διαδικασίες και την Πολιτεία να σπάσει τη σιωπή που στα μάτια πολλών εκλαμβανόταν ως συγκάλυψη;

Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας, σε ερώτηση για το πώς βλέπει όλο αυτό που συμβαίνει στον χώρο του θεάτρου είπε πως είναι μια πάλη μεταξύ αξίας και αρχής, μεταξύ της Αντιγόνης και του Κρέοντα από την τραγωδία του Σοφοκλή. Πράγματι, αυτό που συμβαίνει δεν είναι τόσο μια πάλη μεταξύ θυμάτων και θυτών, όσο μια αποτύπωση του τι σημαίνει να επιλέγεις ή όχι τον δρόμο σου με πυξίδα το αίσθημα της δικαιοσύνης. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα η Αντιγόνη θεωρούνταν, υποστηρίζει ο κριτικός λογοτεχνίας George Steiner στο βιβλίο του Antigones (1996), όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης «η αρτιότερη από τις ελληνικές τραγωδίες», «ένα έργο πιο κοντά στην τελειότητα από οτιδήποτε παρήγαγε ποτέ το ανθρώπινο πνεύμα». Μάλιστα, στο έργο του Hegel Φαινομενολογία του Πνεύματος (1807), η Αντιγόνη παρουσιάζεται σαν μια τραγική μορφή που αψηφά τον νόμο της πόλης-κράτους («ανθρώπινο νόμο») για χάρη του άγραφου νόμου του οίκου («θεϊκού νόμου»), αποδίδοντας μια κάποια ισοτιμία μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα, καθώς υπερασπίζονταν διαφορετικά δίκαια ο καθένας. Από την άλλη ο Søren Kierkegaard υποστήριξε ότι η Αντιγόνη στέκεται έξω και ενάντια στον δημιουργό της σε μια υπαρξιακή αυτονομία. Το 1960, ο Jacques Lacan επέστρεψε στην Αντιγόνη χαρακτηρίζοντας την τραγωδία ως κομβικό σημείο στην μελέτη της Ηθικής, ενώ ο Κορνήλιος Καστοριάδης έφερε την Αντιγόνη στη σφαίρα της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας ως προς την έννοια της δημοκρατίας. Το 2000, η Judith Butler, ορμώμενη από τις σπουδές του φύλου, επανέρχεται στην Αντιγόνη, αποδομώντας τον χεγκελιανό και εν μέρει λακανικό μύθο ενός υπερβατικού, κανονιστικού συμβολικού συστήματος συγγένειας και έμφυλων θέσεων μέσα στο οποίο το άτομο, και εν προκειμένω η ηρωίδα της τραγωδίας, καθορίζεται από μια στατική και ήδη δοσμένη τάξη πραγμάτων. Παρά τις όποιες διαφωνίες τους όμως, οι περισσότεροι μελετητές της Αντιγόνης τοποθετούν στο κέντρο του έργου την διαμάχη μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα. «Παρ’ ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀβασάνιστα ὡς ἡ βασιλικὴ ὁδὸς πρὸς τὴν κατανόηση τῆς  τραγωδίας,» γράφει σχετικά ο Κωνσταντίνος Πουλής στη διδακτορική του διατριβή το 2003, «εἶναι πάντως τὸ ἐρώτημα ποὺ κυριαρχεῖ στὴν σχετικὴ συζήτηση. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ἔχει ἀπὸ μόνο του κάποια ἀξία, ὄχι μόνο διότι ἡ πραγμάτευση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος μᾶς φέρνει σὲ διάλογο μὲ τὶς περισσότερες προσεγγίσεις ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ καὶ ἐκτίμηση δική μας ὅτι ἡ διαμάχη ποὺ διαμορφώνεται ἀνάμεσα στὸν Κρέοντα καὶ τὴν Ἀντιγόνη παγιδεύει σχεδὸν ἀναγκαστικὰ τὸν θεατὴ σὲ μιὰ τέτοια ἀντιμετώπιση καί, ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ ἔρευνα ἀντικατοπτρίζει μιὰ θεατρικὴ ἀλήθεια τοῦ ἔργου».

Τι επιλέγει, λοιπόν, η Αντιγόνη σε αντιδιαστολή με τον Κρέοντα και ποια η συνάφεια με την παρούσα κατάσταση; Στην τραγωδία του Σοφοκλή, η Αντιγόνη αποφασίζει να αψηφήσει τον νόμο του Κρέοντα που διατάσσει να αφεθεί άθαφτο το σώμα του αδερφού της Πολυνείκη ως εχθρού της πατρίδας και κάνει η ίδια την ταφή του. Για την πράξη της αυτή συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Η Αντιγόνη διακρίνει μεταξύ δικαιοσύνης εσωτερικής και νόμου ή θεσμικής Δικαιοσύνης. Φυσικά, δεν μιλάμε εδώ για φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά για ενός ανδρός αρχή— υπάρχουν, όμως, και στις φιλελεύθερες δημοκρατίες άδικοι νόμοι και το προαναφερθέν καθεστώς του φυλετικού διαχωρισμού που ήταν καθ’ όλα νόμιμο έως και το 1964 στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, του πιο φιλελεύθερου κράτους από αρχής γενέσεως σύμπαντος, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Με άλλα λόγια, για να παραφράσω τη γνωστή ρήση, ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και δίκαιο. Στην περίπτωση της Αντιγόνης, το εσωτερικό αίσθημα για απόδοση δικαιοσύνης, για άρση μιας αδικίας που έχει τελεστεί δεν απαντά μόνο τους άγραφους νόμους των θεών, όπως συνήθως τείνει να ερμηνεύεται η εν λόγω τραγωδία. Έχει μέσα της κάτι το εγγενώς κοινωνικό, καθώς κίνητρό της πράξης της αποτελεί το γεγονός ότι το άδικο έχει τελεστεί εις βάρος του αδερφού της:

Αν πέθαινε ο άνδρας μου, θά ‘παιρνα κάποιον άλλον,
κι αν το παιδί μου έχανα, άλλο θα αποχτούσα·
μ’ αφού ο γονιός κι η μάνα μου χάθηκαν μες στον Άδη,
δε θα μπορούσε αδελφός άλλος πια να βλαστήσει.
Μ’ αυτό το νόμο έβαλα εσένα πάνω απ’ όλους,
μα ο Κρέοντας την έκρινε έγκλημα τέτοια πράξη
και λέει την τόλμη μου φριχτή, μυριάκριβε αδελφέ μου (Αντιγόνη, Σοφοκλής, Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη)

Η αδερφικότητα ή αδελφότητα, το παραγκωνισμένο fraternité της Γαλλικής Επανάστασης και το sisterhood του φεμινιστικού κινήματος, η οριζόντια αλληλεγγύη σαν ίσος προς ίσο δεν μπορεί παρά να είναι η βάση της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε αλλά και της δικαιοσύνης που θέλουμε να έχουμε. Το 1931, η Florence Reece, γυναίκα του Sam Reece, αρχισυνδικαλιστή των μεταλλωρύχων του Harlan County στο Kentucky, απευθυνόμενη στον σερίφη και τα πρωτοπαλίκαρά του που κατ’ εντολή των αφεντικών της μεταλλευτικής εταιρίας εισέβαλαν παράνομα στο σπίτι της και τραμπούκισαν την ίδια και τα παιδιά της, έγραψε το τραγούδι «Which side are you on boys?», θέλοντας, μάλλον, να τους πει ότι τα βάζουν με τα ίδια τους τα αδέρφια υπερασπιζόμενοι μια κάθετη εξουσία που σε τελική ανάλυση και τους ίδιους τους καταδυναστεύει. Ο Κρέοντας, λοιπόν, και οι όμοιοί του δεν μπορούν παρά να επιλέγουν δρόμο με γνώμονα τον νόμο, καθώς ο νόμος αυτός και το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο σπάνια θα στραφούν εναντίον τους. Δεν είναι εγγενώς άδικοι, μην με παρεξηγάτε. Είναι, όμως, εκείνοι που τυφλοί ως προς το ίδιο τους το κοινωνικό προνόμιο φωνασκούν για τη διατήρηση της τυφλότητας της Δικαιοσύνης. Για όλες και όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε Κρέοντες και καταδυναστευόμαστε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο, από τα δίκτυα εξουσίας και ιεράρχησης που διέπουν την κοινωνία—το φύλο, την τάξη, τη φυλή, ήρθε η ώρα να διαλέξουμε αν θα πάμε με το δίκιο του Κρέοντα ή αυτό της αδερφής μας της Αντιγόνης.