Με την Εισαγγελέα Διαφθοράς δεν αφήνουν «τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της»
του Θάνου Καμήλαλη
Κατατέθηκε λοιπόν στη Βουλή νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο περιέχει την ενοποίηση των εισαγγελιών Οικονομικού Eγκλήματος και Διαφθοράς σε νέα υπηρεσία. Με το πού θα οριστούν οι νέοι εισαγγελείς,θα λήξει αυτόματα και η θητεία της νυν Εισαγγελέα Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, που έχει στα χέρια της την υπόθεση του σκανδάλου Novartis και έχει ασκήσει δίωξη για παθητική δωροδοκία στον πρώην Υπουργό Υγείας και νυν βουλευτή του ΚΙΝΑΛ, Ανδρέα Λοβέρδο. Έχει επίσης κρατήσει ανοικτές δύο ακόμα από τις υπόλοιπες εννέα υποθέσεις πολιτικων προσώπων, αυτές των Άδωνι Γεωργιάδη και Δημήτρη Αβραμόπουλου, αρχειοθετώντας τις υπόλοιπες επτά. Το τι θα συμβεί με τον φάκελο, παραμένει άγνωστο, αλλά σίγουρα όλη η διαδικασία των ερευνών τορπιλίζεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για ακόμα μία φορά.
Εδώ και χρόνια πλέον, η Εισαγγελέας Διαφθοράς συκοφαντείται δημόσια ως «σκευωρός» και «πολιτικά υποκινούμενη» γιατί έκανε απλά τη δουλειά της σε μια υπόθεση που εμπλέκει πολιτικά πρόσωπα και ένα διαχρονικό σκάνδαλο δισεκατομμυρίων κατά το πόρισμα, στον χώρο της Υγείας. Θα έπρεπε όλοι να μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι όταν υπάρχει μια τέτοια υπόθεση, ασχέτως αν τελικά κριθούν όλοι αθώοι, ακόμα κι αν τελικα «αφορά μόνο δωροδοκίες γιατρών» θα πρέπει να ελεγχθούν. Αλλά η Νεα Δημοκρατία και το ΚΙΝΑΛ διαφωνούσαν εξαρχής. Μέχρι και μήνυση από πρώην Πρωθυπουργό, τον Αντώνη Σαμαρά, δέχθηκε η Τουλουπάκη, σε μία πρωτοφανή κίνηση.
Οι απειλές και οι επιθέσεις κλιμακώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση της ΝΔ. Η Εξεταστική Επιτροπή που στήθηκε στη Βουλή (πολιτικοί ελέγχουν πολιτικούς εντωμεταξύ και κερδίζει πάντα όποιος έχει την πλειοψηφία), προχώρησε σε μια σειρά αμφιλεγόμενων, στην καλύτερη, επιλογών, με τη βοήθεια των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ, αλλά και σε απόπειρες για αντιθεσμικές παρεμβάσεις, που βρήκαν τοίχο με απαντήσεις του Αρείου Πάγου ή της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Παράλληλα, η όλη διαδικασία ήταν ένας αυτοξευτελισμός της δικαστικής εξουσίας, με αλληλοκατηγορίες, σπίτια που πλημμύριζαν, εισαγγελείς που κατέθεταν αρχεία που μάλλον δεν θα έπρεπε να κατέχουν, αλλά και το συνεχές κυνήγι εναντίον των προστατευόμενων μαρτύρων, που διασύρθηκαν εξαρχής ως «κουκουλοφόροι». Mέχρι και δημοσιογράφους έβαλαν στο στόχαστρο για τις αποκαλύψεις τους σχετικά με την υπόθεση.
Δύο εισαγγελείς του Αρείου Πάγου εξέτασαν τους χειρισμούς Τουλουπάκη. Ο ένας έριξε σοβαρές ευθύνες σε όσους την συκοφάντησαν. Ο άλλος την κατηγόρησε για κατάχρηση εξουσίας. Τα πορίσματα είναι εντελώς αντίθετα και ισοδύναμα, αλλά τελικά αυτό που στρέφεται εναντίον της κρίθηκε αόριστα ως σημαντικότερο και τη στέλνει διωκόμενη στο δικαστήριο. Νωρίτερα, οι επανειλημμένες προσπάθειες να της πάρουν τον φάκελο από τα χέρια, ή να εξαιρεθεί, έπεφταν στο κενό, καθώς οι συνάδερφοί της ψήφιζαν με μεγάλες πλειοψηφίες υπέρ της.
Τώρα φτάνουμε στην επόμενη πράξη εναντίον της, που είχε προαναγγελθεί από τον Σεπτέμβριο, όταν το ΚΙΝΑΛ, του κατηγορούμενου πλέον Λοβέρδου, ζητούσε με ερώτησή του από την κυβέρνηση να μάθει «γιατί η Τουλουπάκη είναι ακόμα στη θέση της». Τότε ο υπουργός, Κώστας Τσιάρας, είχε προαναγγείλει το «τέλος της Τουλουπάκη» για το οποίο πανηγυρίζουν τα φιλοκυβερνητικά μέσα, με τη συνένωση των εισαγγελιών. Ναι ξέρουμε, σίγουρα δεν είναι φωτογραφικό, σίγουρα το ότι αφορά μία υπόθεση που έχει απασχολήσει για χρόνια την κοινή γνώμη δεν παίζει κανέναν ρόλο…
Δίπλά όμως στο νέο επεισόδιο της απόπειρας να θαφτούν οι έρευνες (που εδώ και έναν χρόνο εξάλλου στρέφονται μόνο στα περί «σκευωρίας») είναι κραυγαλέο και το πώς εκτίθενται όλοι αυτοί που δηλώνουν μονίμως την πίστη τους στους θεσμούς, σκούζουν περί ανύπαρκτων παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη και μας προτρέπουν να «μην μιλάμε» και να «αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της».
Ενδεικτικό και τρανό παράδειγμα, ο Άδωνις Γεωργιάδης. Πριν τη δίκη της Χρυσής Αυγής, δεν τοποθετήθηκε γιατί «είναι μια ποινική διαδικασία και εγώ δεν έχω ανακατευτεί ποτέ». Για τη διωξη για κακούργημα κατά 14χρονων και 15χρονων παιδιών σχολίασε ότι η υπόθεση θα κριθεί στα δικαστήρια και ότι έχει εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη. Για την Εισαγγελέα Διαφθοράς όμως, δήλωσε επίσης σε τηλεπαράθυρα ότι «πρέπει να πάει φυλακή». Υποστήριξε μετά ότι το έκανε «ως απλός πολίτης» και η κυβέρνηση τον κάλυψε. Σε χαμηλότερα ντεσιμπέλ, μπορούμε να βρούμε δηλώσεις «εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη» από σωρεία στελεχών του κυβερνώνοντας κόμματος. Εδώ μάλλον κάτι έχει αλλάξει.
Αλλά δεν είναι μόνο οι πολιτικοί. Από όταν ξεκίνησε το «δεν είναι αθώοι» και μετά και την ιστορική συγκέντρωση και απόφαση της 7ης Οκτωβρίου, ο δημόσιος λόγος και το αίτημα για Δικαιοσύνη έχει ενοχλήσει διάφορους σχολιαστές και χειροκροτητές της εξουσίας. «Παρεμβαίνετε» λέει το ένα τζιμάνι, «δεν αρμόζουν αυτά τα πράγματα σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία» το επόμενο. «Μα καλά που οδηγούμαστε, θα βγαίνει ο κόσμος να συγκεντρώνεται έξω από δικαστήρια» αναρωτιέται το τρίτο.
Είναι γνώμη, είναι κριτική, λόγος και δικαίωμα. Όπως είχε τονίσει ο Κώστας Παπαδάκης, εκ των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής απαντώντας εγκαίρως στις σχετικές ανοησίες:
- Οποιος αρνείται το δικαίωμα του λαού να εκφέρει κρίση απέναντι στην εξουσία είναι τουλάχιστον εχθρός της δημοκρατίας.
- Οποιος ταυτίζει τη δικαστική εξουσία (φορέας) με τη δικαιοσύνη (ζητούμενο) είναι τουλάχιστον αφελής.
- Οποιος εξισώνει μία δημόσια τοποθέτηση με μία αθέμιτη παρέμβαση είναι τουλάχιστον προβοκάτορας.
Αλλά εδώ δεν μιλάμε καν για εξίσωση δημόσιας τοποθέτησης με αθέμιτη παρέμβαση. Οι ίδιοι άνθρωποι θα βγουν και θα πουν ένα «δεν είναι αυτό που νομίζετε» ή «καλά της κάνουνε». Περίεργες αντιλήψεις υπάρχουν για τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη στο κυβερνών «φιλελεύθερο» κόμμα και τους οπαδούς του. Η καρατόμηση της Τουλουπάκη επειδή ερευνά τους «δικούς μας» είναι απλά μια καθημερινή μέρα και να δω πού και πότε θα ξαναβρεθεί εισαγγελικός λειτουργός να στραφεί κατά πολιτικών προσώπων με εξουσία μετά από όλη αυτήν την υπόθεση. Ούτε, σε ένα άλλο ζήτημα, είναι μια καθημερινότητα να βγάζει αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας, δύο φορές σε μία εβδομάδα, κατά κυβερνητικών αποφάσεων (μία για τον Μεγάλο Περίπατο και μία για τον έλεγχο του Μαξίμου σε ΕΡΤ και ΑΠΕ) και η κυβέρνηση να σφυρίζει αδιάφορα.
Να «αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της» μας καλούν όλοι αυτοί. Και αν τελικά τύχει να μην τους αρέσει η δουλειά της, τόσο το χειρότερο για τη Δικαιοσύνη;