του Κωνσταντίνου Πουλή
Σκίτσο του Δημήτρη Δημαρέλου
Δεν θέλω να επιδοθώ στη γελοιοποίηση του παρελθόντος του, που είναι μάλλον αναπόφευκτη εξαιτίας της αφέλειας με την οποία το επικαλέστηκε σε μια τόσο ακατάλληλη στιγμή. Ωστόσο ισχύει σε αυτά το αριστοτελικό κριτήριο του χαρακτήρα: ο χαρακτήρας είναι οι πράξεις. Είσαι αυτό που κάνεις. Μάλιστα, όχι αυτό που έκανες κάποτε ούτε, πολύ περισσότερο, αυτό που έκαναν κάποιοι άλλοι κάποτε. Αυτό που έκανες σήμερα, αυτό που κάνεις κάθε μέρα. Έτσι, χωρίς διάθεση να ειρωνευτώ τον Γραμματέα της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, η γιαγιά του ήταν περήφανη επονίτισα, ο προπάππους του δικαστής του ΕΑΜ, και αυτός γραμματέας της εναπομείνασας νεολαίας μιας υποταγμένης κυβέρνησης.
Αυτούς τους μήνες συντελείται στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πείραμα κοινοβουλευτικής μεταμόρφωσης, που θυμίζει την ταινία με τον χωρισμό μιας ομάδας σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες. Παίρνεις κάποιον που λέει παλαβομάρες, διεκδικεί την εξουσία για να τις εφαρμόσει αλλά αποδέχεται ότι αν τον πιέσουν δεν έχει όπλα, και μετά τον παρακολουθείς να γίνεται όμοιος με τον εχθρό του, μέρα τη μέρα.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, που το είχαν καταλάβει και κορόιδευαν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να αντιληφθεί ότι κυβερνάει. Φαντάζομαι ότι όλοι μας τον πρώτο καιρό όταν ακούγαμε στις ειδήσεις μια δήλωση από «το Μαξίμου» δεν σκεφτόμασταν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ξέφτισε όμως αυτή η έκπληξη, ξέφτισε πολύ γρήγορα. Είναι κυβέρνηση, και μάλιστα κυβέρνηση υποχρεωμένη να εφαρμόσει όσα εφάρμοζαν και οι προηγούμενοι, όση ακροβασία (διάβαζε: υποκρισία) και αν μετέλθουν ο Γιώργος Κατρούγκαλος και οι λοιποί υπουργοί. Ήδη, το «Κατρούγκαλε κάτσε καλά» αρχίζει να δημιουργεί έναν (απολύτως αναμενόμενο) συνειρμό μεταξύ της πολιτικής απόφασης και του ονόματος. Οι θετικοί συνειρμοί του Συντάγματος και των Αγανακτισμένων εξαντλούν τη δυναμική τους, με κάθε μέτρο που λαμβάνεται, με κάθε υποκριτική δήλωση που ακούμε.
Ο νεαρός πολιτικός πιστεύει στη δεύτερη απάντησή του ότι η αναφορά του ονόματος του Σαμαρά φτάνει για να γίνει η σύγκριση και να βγει κερδισμένος, μιλώντας για απολύσεις. Όταν επανήλθε επιχειρώντας να απαντήσει επί της ουσίας, είπε ότι οι μόνοι διορισμοί που κατάφερε η κυβέρνηση να κάνει, είναι οι απολυμένοι της κυβέρνησης Σαμαρά. Επειδή στο θέμα των ομαδικών απολύσεων ό,τι και να γίνει θα σκεφτόμαστε για πάντα τις καθαρίστριες; Δεν το νομίζω. Έχει στο παρελθόν επικαλεστεί κι αυτός το επιχείρημα που λέει ότι «Δεν γίνεται να κοιμηθήκαμε αριστεροί ένα βράδυ και την άλλη μέρα να ξυπνήσαμε δεξιοί». Αμέ, πώς δεν γίνεται;
Η κουβέντα για τους αγώνες της αριστεράς είναι απρεπής για έναν λόγο τόσο προφανή, που είναι στα όρια της κοινοτοπίας να τον σχολιάσει κανείς. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας άρχισαν εκκαθαρίσεις και στο δημόσιο και στη χωροφυλακή. Αντίθετα με την υπόλοιπη Ευρώπη, αυτές οι εκκαθαρίσεις δεν στόχευαν στους συνεργάτες των Γερμανών αλλά στους αριστερούς. Έτσι πληρώθηκε η αντιστασιακή δράση των προγόνων του προέδρου της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ αυτά για το βουνό ακούγονται συγκινητικά μεταξύ φίλων και συντρόφων και όταν δεν δικαιολογούν διορισμούς (μετακλητών, εξηγεί ο Πρόεδρος της νεολαίας), δεν είναι σωστό να κλαίγεται κανείς. Δεν είναι για κλάμα, και σίγουρα δεν είναι μαρτύριο.
Από όλα αυτά που ενόχλησαν στην απάντηση του Σχινά, αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι το κεφάλι στον κουβά («Είμαστε εδώ στα δύσκολα, βάζοντας το κεφάλι μας σε έναν βαθύ κουβά με σκατά»). Και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο. Δεν μπορεί να ζητάς να σε λυπηθούν για κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό. Δεν ξέρω πόσες φορές έχουμε ακούσει μνημονιακούς υπουργούς να ζητούν τον οίκτο μας, γιατί δουλεύουν πολύ, γιατί τους γιαουρτώνει ο κόσμος, γιατί δεν κοιμούνται τα βράδια, γιατί είχαν αντισταθεί στους Γερμανούς κοκ. Είναι απλό: αν σε ενοχλεί, μην το κάνεις! Και αν κάποιος αξίζει τον οίκτο μας, σίγουρα αυτός δεν είναι υπουργός.
Ως προς το αν είναι κουβάς με σκατά, είναι ένα θέμα. Από μία άποψη, είναι μια ζωή μάλλον τρυφηλή, για να την ονομάσεις κουβά με σκατά. Από μια άλλη, να επιβραβεύεσαι για κοινωνικούς αγώνες με το να εφαρμόζεις μια πολιτική που συντρίβει τα κοινωνικά στρώματα που κολακεύεις, ίσως να είναι ο κουβάς με τα σκατά, αλλά από ηθική άποψη. Γιατί κακοπέραση δεν το λες.
Η προσωπική ταυτότητα δομείται με διάφορες ακροβασίες, καταπώς επιτάσσει το ψυχικό συμφέρον του καθενός. Η αυτοεικόνα όμως είναι πάντα λίγο πιο ευμενής από τις πραγματικές συνθήκες της ζωής ενός ανθρώπου. Ο πατέρας μου διηγείται μια ιστορία που μου φαινόταν πάντα πολύ διασκεδαστική. Είναι 5 το πρωί και τσακώνονται δύο άνθρωποι στο λεωφορείο. Ως οφείλουν να κάνουν δύο Έλληνες που τσακώνονται, η κουβέντα πολύ σύντομα καταλήγει στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» στο οποίο ο άλλος απαντά: «ποιος να είσαι, 5 η ώρα το πρωί με το λεωφορείο;» Ό,τι και αν φαντάζεται κανείς για την προσωπική του ταυτότητα, η θέση του στη ζωή είναι δυστυχώς πολύ πιο εύγλωττη.