Οι πλατείες, οι μεγάλοι δημόσιοι χώροι, είναι τόποι γέννησης της Δημοκρατίας, της Εξέγερσης, της Επανάστασης. Ειρηνικές ή βίαιες, οι λαϊκές, μαζικές συγκεντρώσεις στις πλατείες έχουν καθορίσει την Ιστορία της Ανθρωπότητας. Και είναι βέβαιο πως τον καιρό του κορονοϊού, η κατάληψή τους αποκτά διττό νόημα.

Το πρότυπο το έθεσε η Αρχαία Ελληνική Αγορά. Ο αστικός δημόσιος χώρος όπου όλοι οι άνθρωποι που νογούνται λεύτεροι έχουν ίσο λόγο και κρίνουν τα κακώς κείμενα. Και αν στη Ρώμη και το Βυζάντιο το ρόλο αυτό τον έπαιζε συχνά και ο Ιππόδρομος, μετά τη Γαλλική Επανάσταση οι πλατείες ξαναγυρίζουν στο αρχαίο πρότυπο, γίνονται αγορές, τόποι διαμαρτυρίας, τόποι απαίτησης απόδοσης δικαιοσύνης, άρα γίνονται τόποι θυσίας και επίδειξης του πιο βάρβαρου προσώπου της εκάστοτε εξουσίας, τόποι επίδειξης ωμής δύναμης και εκτελέσεων.

Από την πλατεία Συντάγματος και τον ελληνικό αγώνα για Σύνταγμα, την εποχή του Όθωνα, ως την πλατεία Ομονοίας στην Ακρά της Γκάνας, την πλας ντε λα Κονκόρ του Παρισιού το Μάη του ’68 ως την Πάτερνοστερ του Λονδίνου και του Occupy, την Σαγιέντ που έγινε Αζαντί (Ελευθερίας) της Τεχεράνης το ’79 και την Ταχρίρ του Καϊρου πριν λίγα χρόνια, από την πλατεία των Ανακτόρων της Αγίας Πετρούπολης ως την πολίτικη Τακσίμ, από το ξέσπασμα των κομμουνάριων στην πλας Βαντόμ, το 1871, ως την πλατεία Αξιοπρέπειας το 2019 στη Χιλή, οι πλατείες που χτίστηκαν ή και βαπτίστηκαν προς δόξαν τυράννων και εξουσιαστών γίναν τόποι αντίστασης, λαϊκής ανάτασης και πολιτικής αντιπαράθεσης, κάποτε νικηφόρες για μας. Και είναι πλατείες που τα ονόματά τους, ειδικά όταν τις ξαναβαπτίσαμε την ώρα της εξέγερσης, ταυτίστηκαν με τους αγώνες για Αξιοπρέπεια και έγιναν σύμβολα σε ολόκληρο τον κόσμο. Αντιμετωπίστηκαν παντού με τον ίδιο τρόπο. Η παρουσία των δυνάμεων καταστολής στα σκαλιά του μνημείου του Λίνκολν, η επίδειξη της βαρβαρότητας έναντι των φωνών για δημοκρατία και δικαιοσύνη, οι μασκοφόροι συντεταγμένοι απέναντι στον ανοικτό χώρο της ειρηνικής λαϊκής διαμαρτυρίας είναι υπενθύμιση της μόνιμης απάντησης της εξουσίας στις πλατείες, όπου γης.

Ο τρόπος που η λαϊκή μνήμη σώζει την ιστορία, είναι που κάνει τις πλατείες φωτεινά στίγματα στο κάθε μέλλον, κρατά μόνο τη μνήμη της εξέγερσης, του τόπου και της σύγκρουσης με την εξουσία: κρατά μόνο τα ουσιώδη. Ο αγώνας για Ελευθερία έχει τόσες μορφές, οι συναντήσεις αιτημάτων, συμφερόντων, ιδεολογιών είναι τόσο συνήθεις τότε, που γίνεται πολύπλοκη η ερμηνεία. Το πενταπόσταγμα της μνήμης, αυτό που γίνεται λαϊκός θρύλος, αρκείται στη λέξη Ελευθερία ή Δημοκρατία – οι λεπτομέρειες δεν την αφορούν, και πολύ σωστά. Αν την αφορούσαν, εικόνες σαν εκείνη που στοιχειώνει όλους μας, με μόνη την αναφορά του ονόματός της, ίσως και να είχαν περάσει απαρατήρητες για τον μισό πλανήτη – αυτόν που διαφωνούσε λίγο ως πολύ με τα αιτήματα όσων, τέτοιες μέρες το 1989, είχαν συγκεντρωθεί στην «Πύλη της Ουράνιας Ειρήνης», όπως μεταφράζεται το όνομά της. Και ίσως να συζητούσαμε ακόμη, τι να απόγινε το γενναίο αγόρι με το άσπρο πουκάμισο που στάθηκε απέναντι στα τανκς. Όμως, ούτε το όνομά του ξέρουμε ούτε τη μοίρα του, και, με εξαίρεση όσους πάσχουμε συγκεκριμένη επαγγελματική νόσο, δεν απασχολεί όσους θυμούνται την εικόνα. Μες στη μεγάλη αλήθεια που εκφράστηκε, ακόμη και το ίδιο το πρόσωπο που την εξέφρασε, μοιάζει να μην έχει σημασία.

Καθώς οι αμερικάνικες πλατείες γίνονται οι τελευταίες που γεμίζουν «με το νόημα που έχει κάτι απ’ τις φωτιές», καθώς οι φωνές δυναμώνουν από την πλατεία της Αγοράς του Χιούστον ως το Πεδίο του Άρεως στο Ντητρόιτ, ο δημόσιος χώρος επανέρχεται στα πρωτοσέλιδα ως ο χώρος της λαϊκής άμυνας, και μάλιστα αμέσως μετά την, κάποτε κυριολεκτική, ποινικοποίησή του σε δεκάδες «δημοκρατικές» χώρες.

Οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις, τα μαζικά κινήματα, χρειάζονται κοινωνία και χώρο. Οι μεγαλύτεροι και πιο ανοικτοί δημόσιοι χώροι γίνονται το πεδίο, ο χώρος της κοινωνίας, για την ανάπτυξη των κινημάτων και το ξέσπασμα εξεγέρσεων, και, παράλληλα, ενισχύουν την αντίσταση, γιατί δίνουν την αίσθηση της δύναμής του στον ίδιο το λαό, από την ώρα που έχει εικόνα: οι κατάμεστες πλατείες, με νέους και γέρους, με μουσικές και γροθιές υψωμένες, είναι η γνώση πως είμαστε πολλοί και είμαστε μαζί, πως όλοι μαζί είμαστε ακοίμητοι και, κάποτε, ανίκητοι.

Η περίφημη ιδιωτικότητα – αυτή που επέβαλε η πανδημία σε όλους μας – αποτελεί θέσφατο των δυτικών προτεστάντικων κοινωνιών και των πολύ σπανίων λαϊκών εξεγέρσεων. Είναι η χαρά της εξουσίας, διευκολύνει τον έλεγχο και διασπά τον κοινωνικό ιστό. Ο επικεφαλής του τμήματος Ιστορίας της πόλης του Σικάγου, καθηγητής Σαμιουελσον, μου είχε πει προ ετών, σε μια συνέντευξη, ότι οι μετανάστες από την Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία – και, θα το επέκτεινα από όλες τις χώρες της εγγύς Ασίας – έφεραν στις ΗΠΑ, με τα λαϊκά εστιατόρια (diners) και την κοινωνική τους παράδοση, ακριβώς αυτό: τον κοινό χώρο. Δημιούργησαν «πλατείες», τόπους κοινωνίας της εργατικής τάξης. Την ίδια παράδοση, του κοινού χώρου, έφεραν από την μητέρα ήπειρο και οι αφροαμερικάνοι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την πλατεία Κόνγκο της Νέας Ορλεάνης.

Η λαϊκή «παρέα», συγκέντρωση, η πλατεία του χωριού, ο κοινός χώρος, στις μη λευκές προτεστάντικες κοινωνίες, είναι κύτταρα άμεσης δημοκρατίας και σπόρος των μαζικών κινημάτων. Η επαφή εκεί είναι πάντα πολιτική, με τον μικρό ή το μεγάλο τρόπο. Ο κοινός χώρος και η κοινότητα, που συναντώνται, δείχνουν πως η άμεση δημοκρατία και η λαϊκή έκφραση δεν είναι αδύνατα ούτε απόμακρα. Είναι απτά και δυνατά – ειδικά στον 20ο αιώνα, ειδικά μετά από τις νίκες των μεγάλων πασιφιστών που χρησιμοποίησαν ακριβώς έτσι το δημόσιο χώρο, όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Και μέσα στους τελευταίους μήνες, με τον ίδιο τρόπο, οι πλατείες, με αρχή τις ΗΠΑ, καλούνται να αποδείξουν, και αποδεικνύουν ότι ο φόβος της νόσου, εν τέλει του θανάτου, δεν μπορεί να υποτάξει το λαϊκό αίσθημα του Δικαίου. Αυτό που, είτε οδηγεί στις νίκες είτε στις ήττες, συντηρεί τον σπόρο της αντίστασης.