του Θάνου Καμήλαλη

Ο Λιγνάδης βρισκόταν για πολλά χρόνια στα θεατρικά μαθήματα των Αρσακείων Σχολείων. Μία καταγγελία πρώην μαθήτριας του Αρσακείου Ψυχικού, που δημοσιεύτηκε στο 2020mag.gr, αναφέρει ότι τη σχολική χρονιά 1990/91, όταν ήταν 16 ετών, την προσέγγισε με σκοπό να την αποπλανήσει. Ο τρόπος αλλά και οι ομοιότητες με τις υπόλοιπες υποθέσεις βιασμού που έχουν καταγγελθεί και έχουν φτάσει στα χέρια του εισαγγελέα «με κάνουν να αναρωτιέμαι για το πόσα άλλα παιδιά και νέοι άνθρωποι μπορεί να βρέθηκαν στη δική μου θέση και δυστυχώς και σε πάρα πολύ χειρότερη από τη δική μου θέση» τονίζει στη μαρτυρία της.

Η σχέση του Λιγνάδη με τα Αρσάκεια επίσης, φαίνεται να φτάνει μέχρι πολύ πρόσφατα. Στην απάντησή του «σε μια οργανωμένη προσπάθεια διασυρμού», ο πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, Γιώργος Μπαμπινιώτης, αφού αναφέρεται σε «ομάδες και άτομα συγκεκριμένου πολιτικού χώρου», προσπαθώντας να βάλει ζήτημα κομματικής αντιπαλότητας, γράφει:

«Δηλώνω ότι ο Δ. Λιγνάδης εργάστηκε στο Αρσάκειο, ως εξωτερικός συνεργάτης, στους προαιρετικούς απογευματινούς ομίλους των Αρσακείων (και όχι στο διδακτικό προσωπικό του σχολικού προγράμματος) πριν από 19 ολόκληρα χρόνια. Τα όσα μεμονωμένα διακινούνται περί παύσης-απόλυσής του από το Αρσάκειο το έτος 2002 είναι απολύτως ψευδή. Αποχώρησε, προτιμώντας να μετακινηθεί στον θεατρικό όμιλο τού Κολλεγίου».

Νομίζω ότι η χρήση της γλώσσας εδώ έχει σημασία και θα τολμήσω να διορθώσω τον κ.καθηγητή. Ο σωστός χρόνος είναι «εργαζόταν» και όχι «εργάστηκε», σαν να βρέθηκε απλά σε μία θέση το 2002 και αποχώρησε. Βάσει της καταγγελίας μπορούμε να γνωρίζουμε ότι βρισκόταν εκεί για πολλά χρόνια. Παράλληλα, μέσω των παραστάσεών του ερχόταν σε επαφή με μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, μέχρι το 2019, όπως φαίνεται και σε σχετικές εκδηλώσεις αναρτημένες στην επίσημη σελίδα του Αρσακείου.

«Δηλώνω δε κατηγορηματικά και σε όλους τους τόνους ότι καθ΄ ον χρόνο συνεργάστηκε με το Αρσάκειο, ουδεμία καταγγελία περιήλθε σε γνώση μου έστω και προφορική» υποστηρίζει ο Γιώργος Μπαμπινιώτης. Αυτό αμφισβητείται έντονα από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος (ΟΙΕΛΕ), Μιχάλη Κουρουτό, που μολονότι δέχται τον ισχυρισμό περί καταγγελίας, εμφανίζεται σίγουρος ότι ο Μπαμπινιώτης γνώριζε.

«Λέει ότι δεν δέχτηκε καμία καταγγελία. Δεν λέει ότι δεν το γνώριζα. Γιατί εγώ τον προκαλώ… Γνώριζε. Ολόκληρη η Ελλάδα μιλούσε για τη δολοφονική επίθεση εναντίον του Λιγνάδη το 2002, όταν ακόμα ήταν στα Αρσάκεια. Το 2002 λοιπόν τον απομάκρυναν από τα Αρσάκεια. Δεν γνώριζε λοιπόν για ποιον λόγο μαχαιρώθηκε ο Λιγνάδης; Και τυχαίο ήταν ότι “έφυγε”, εντός εισαγωγικών, το 2002; Εντός εισαγωγικών, γιατί μέχρι χθες ήταν στα Αρσάκεια, ανέβαζε παραστάσεις, έδινε διαλέξεις» τονίζει ο Πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ σε συνέντευξή του στο ΤPP, εξηγώντας την ανάρτησή του πριν λίγες μέρες, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση Μπαμπινιώτη από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και σχολιάζοντας την απάντηση του ίδιου. «Καταγεγραμμένες καταγγελίες δεν υπήρχαν, αλλά υπήρχαν πληροφορίες», αναφέρει σε άλλο σημείο. «Ο κ.Μπαμπινιώτης έχει και μία ιστορία, ως υπουργός και ως 34 χρόνια Πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Νομίζω ότι έναν κύκλο να κάνει κανείς στο διαδίκτυο, θα διαβάσει πολλά πράγματα από αποφοίτους των Αρσακείων για την ιστορία που επικρατεί στον χώρο αυτό». Επαναλαμβάνει λίγο αργότερα ότι  «δεν είναι δυνατόν να μην γνώριζε ο κ.Μπαμπινιώτης, οι πάντες γνώριζαν. Και δεν είναι ότι ο Λιγνάδης είχε υποπέσει σε ενέργειες που θα ήταν απλά παραπτώματα στον χώρο της Παιδείας. Εδώ μιλάμε για εγκληματικές ενέργειες»

«Η ανάρτησή μου είχε έναν και μόνον στόχο, να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία. Δεν είναι μόνο αυτός που κάνει το έγκλημα, είναι και αυτοί που το ανέχονται. Και είναι σοβαρό το ζήτημα της ανοχής. Γι αυτόν τον λόγο, γνωρίζοντας τον βίο και την Πολιτεία του κ.Μπαμπινιώτη, που δεν γνωρίζει πολύς κόσμος, θεώρησα σωστό να κάνω αυτήν την παρέμβαση, με σκοπό ο κ.Μπαμπινιώτης να αναλάβει τις ευθύνες του, ή η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία να τον ωθήσει να παραιτηθεί».

Όντως, στην απάντησή του, ο Μπαμπινιώτης δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Δηλώνει απλά ένα «δεν ήξερα», όπως ακριβώς κάνει και η κυβέρνηση και κυρίως η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. Δηλώνει αποτροπιασμένος και εκφράζει την αμέριστη συμπαράστασή του στα θύματα παντός είδους βίας. «Η κάθαρση, όσο επίπονη κι αν είναι ως διαδικασία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον επιθυμητό στόχο κάθε υγιώς σκεπτόμενου πολίτη. Μια κάθαρση, ωστόσο, η οποία στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης πολιτείας δεν μπορεί παρά να ανατίθεται και να διεκπεραιώνεται αποκλειστικά από τα θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά της όργανα. Με αυτές τις σκέψεις, εκφράζω και την ικανοποίησή μου, που η Δικαιοσύνη ήδη επελήφθη των καταγγελιών και αναμένω, με σεβασμό στο έργο της και τις αποφάσεις της, την τελική της κρίση» γράφει.

Αρκούν αυτά σε μία τέτοιας βαρύτητας υπόθεση; Γιατί ο Μπαμπινιώτης δεν αναλαμβάνει ευθύνη ούτε για το παρελθόν, αλλά ούτε και για το μέλλον. Από το κείμενό του λείπει μία οποιαδήποτε παρέμβαση και πρωτοβουλία. Να ζητήσει για παράδειγμα από τα θύματα κακοποιήσεων στο Αρσάκειο, αν θέλουν, αλλά και από τους τότε καθηγητές, να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, προστατεύοντάς όλους και όλες με το θεσμικό του κύρος. Όπως έκαναν οι ηθοποιοί με το Σωματείο τους, ή ανώνυμα οι σπουδαστές/στριες στο Εθνικό και στην Καλών Τεχνών. Να δημιουργήσει ειδικά πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις, ώστε να θωρακιστούν τα σχολεία στο μέλλον. Να ζητήσει μία συγγνώμη, που δεν κατάλαβε νωρίτερα, δεν άκουσε νωρίτερα, βρισκόμενος σε κορυφαίες θέσεις της Παιδείας.

Λείπει λοιπόν εντελώς, πέρα από την ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, μία σοβαρή παρέμβαση, μια βοήθεια προς πιθανά θύματα, είτε του Λιγνάδη είτε άλλων, ώστε να πέσει όσο περισσότερο φως γίνεται. Είτε από τον Μπαμπινιώτη, είτε από την υπόλοιπη διοίκηση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, είτε από την κυβέρνηση, μέσω του υπουργείου Παιδείας. Η κυβέρνηση εξάλλου, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά το πόσο θέλει να σταθεί δίπλα στα θύματα και να στηρίξει το ελληνικό metoo, σωστά;

«Ποιος θα τη κάνει;» αναρωτιέται απαισιόδοξα ο Πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ. «Είναι ένα αίτημα που μπορεί με δύο τρόπους να γίνει. Ο ένας είναι να παρέμβει το υπουργείο Παιδείας. Η κυρία Κεραμέως, να ζητήσει να γίνει μία ΕΔΕ, εμείς έχουμε ζητήσει να γίνει και οικονομικός έλεγχος, για να διερευνηθεί τι έγινε στα σχολεία. Όχι μόνο σε αυτό το σχολείο, αλλά και στα άλλα. Εάν αυτό δεν γίνει, η άλλη λύση είναι η Δικαιοσύνη. Εάν πραγματικά υπάρχει τρόπος να παρέμβει η Δικαιοσύνη σε αυτά τα οποία λέω, εμείς θα το κυνηγήσουμε».

«Δεν έπρεπε η υπουργός ήδη να έχει κάνει δηλώσεις;» αναρωτιέται ο κ.Κουρουτός. «Εάν και αυτή λέει ότι δεν ήξερε, πρέπει να προσπαθήσει να μάθει. Για να προστατεύσει τον χώρο, για να προστατεύσει την έννοια του Πολιτισμού και της Παιδείας» προσθέτει, ενώ έχει ξεκαθαρίσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι «άλλο η Φιλεκπαιδευτική και ο Μπαμπινιώτης και άλλο ο χώρος εκπαίδευσης και πολιτισμού που είναι τα Αρσάκεια. Εγώ πιστεύω ότι τιμούν την ελληνική εκπαίδευση, επομένως για να φυλάξουμε την κοινωνία σε αυτούς τους ιερούς χώρους, που διδάσκεται η παιδεία και ο πολιτισμός, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Ο κ.Μπαμπινιώτης αντιθέτως, όχι απλά δεν ήταν προσεκτικός, αλλά επαινούσε και τον Λιγνάδη σε δημόσια θέα».

Σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, το «μη με μπλέκετε» δεν αρκεί. Το «δεν άκουσα καμία καταγγελία» δεν αρκεί. Το ενδιαφέρον μόνο για το προσωπικό κύρος δεν αρκεί, όσο περίτεχνα κι αν αυτό εκφράζεται λεξιλογικά. Οι θέσεις ευθύνης σημαίνουν και μία σοβαρή ευθύνη, αυτό είναι κάτι που τις τελευταίες μέρες, που η κοινωνία συγκλονίζεται, θέλουν όλοι να το ξεχάσουν. Μαζί με το ερώτημα, «με τον κατηγορούμενο ως θύτη ή με τα θύματα», που απασχολεί την πολιτική αντιπαράθεση, τίθεται και ένα ακόμα, ίσως ακόμα πιο κρίσιμο, λιγότερο ξεκάθαρο, με πιο λεπτά όρια:

Με τον εαυτό μας ή με τα θύματα;