Ο πρώτος φίλος που έκανα στο Παραρλάμα ήταν ο Νίκος ο Στεφανίδης, ο μπάρμαν που με ανεχόταν να τον φωνάζω «Πηνελόπη» – βλέπεις, ήταν πάντα εκεί, πίσω από το μπαρ, καλοδιάθετος, με το πείραγμα έτοιμο και την πιο αντιεμπορική τακτική: αν δεν είχα μία, κερνούσε τις μπύρες. Και με φώναζε Γιαννάκη, ποτέ Οδυσσέα. Τον Ηλία τον γνώρισα λίγο πιο μετά- ήταν μονίμως στη σκηνή, έμοιαζε αυστηρός, κι άργησα κάπως να ανακαλύψω πως, μαζί με αυτό το τεράστιο ταλέντο, είχε μια ακόμη πιο τεράστια καρδιά:
Μας ήξερε με τα ονόματά μας.
Μας διέκρινε μες στο κατάμεστο μαγαζί.
Έπαιζε για μας- τον καθένα από μας-, ήξερε τι αγαπούσαμε.
Δε θα το θυμάται. Όμως, οφείλω να το διηγηθώ, για μένα είναι στιγμή αξέχαστη στη ζωή μου – ακόμη δεν είμασταν φίλοι και ακόμη μπορούσα άσκεφτα να επαφίομαι στην καλοσύνη των ξένων. Είχα χωρίσει, ήμουν λιώμα, είχα περάσει τη μέρα στην παραλία, έκοβα βόλτες με τα μάτια να τρέχουν, καθόμουν και δεν άντεχα, σηκωνόμουν και δεν άντεχα, δεν ήθελα με τίποτε να πάω σπίτι… ήθελα μόνο να νυχτώσει, να πάω στο Παραρλάμα, και, πως μου είχε κολλήσει, το μουρμούριζα όλη μέρα, να ακούσω το sittin’ on the dock of the bay. Είχαν τελειώσει το σετ τους, ούτε θυμάμαι πως έφτασα κοντά στον Ηλία, και το ζήτησα. Θυμάμαι μόνο πως το μαγαζί ήταν άδειο, να είμασταν τρεις τέσσερις με το ζόρι, είχαν μαζέψει όργανα, είχαν βγει μπρίζες. Του ζήτησα το τραγούδι, λοιπόν. Δεν ξέρω αν είδε, τι είδε. Δεν απάντησε καν. Γύρισε, έβγαλε μια κλασσική και κάθησε στην άκρη του πάλκου. Και μου τραγούδησε. Με την ίδια τρυφερή λάμψη που έχει ακόμη στα μάτια.
Κάπως έτσι χτίζονται οι λαϊκές μνήμες, κάπως έτσι φτιάχνουμε τους προσωπικούς μας μύθους. Όπως το Παραρλάμα και οι Blues Gang – μετέπειτα Blues wire – που όντας προσωπικός μύθος τόσων πολλών από μας, τώρα έχει περάσει στο χώρο του θρύλου. Στο Παραρλάμα, μια ολόκληρη μουσική γενιά, τραγουδήσαμε, ουρλιάξαμε, γελάσαμε, κλάψαμε, μεθύσαμε, ερωτευτήκαμε, και, φυσικά, λατρέψαμε τα Blues, με πρωτομάστορα τον Ηλία Ζάικο. Τον Πατριάρχη του Μπλουζ στην Ελλάδα, για να χρησιμοποιήσω τη συνήθη δημοσιογραφική έκφραση γι’ αυτόν. Τον αγαπημένο μου φίλο. Που δέχεται να μου μιλήσει λίγο πριν κατέβη Αθήνα, για μια ακόμη συναυλία στο Κύτταρο, με τρεις γενιές να γεμίζουν την αίθουσα, ως συνήθως, και λίγο μετά από την κυκλοφορία του καινούριου του δίσκου, Keep what I Got.
Σε/σας γνώρισα τη δεκαετία του ’80 στο Παραρλάμα. Είσασταν οι δύο ογκόλιθοι του μπλουζ, η μπάντα και το μαγαζί, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, σε όλη τη χώρα. Θέλω να θυμηθείς για μας εκείνη την περίοδο, εκείνο το μαγαζί και τους ανθρώπους του. Γιατί είσασταν σημαντικό κομμάτι της πιο θρυλικής περιόδου της ελληνικής μουσικής σκηνής, στην πόλη που ήταν η καρδιά της.
Οι άνθρωποι είναι τελικά εκείνοι που χαρακτηρίζουν χώρους και καταστάσεις, λιγότερο η περισσότερο. Το Παραρλάμα ξεκίνησε από μια παρέα φίλων για «να βγάλουμε τον χειμώνα» – όπως λέγαμε. Η μπάντα μας θα παίζει, ο Τσακαλίδης (Γιώργος) με την πείρα που κουβαλάει από την δισκογραφική του εταιρεία ΑΝΟ ΚΑΤΟ θα φροντίσει διάφορα τεχνικά – πρακτικά, ο Στεφανίδης (Νίκος) με τις γνώσεις του ως μπάρμαν ποτά και άλλα, ο Νώντας (Ερκέκογλου, μαζί στους Blues Gang) με τον Γιάννη (Αδαμόπουλο) γενικών καθηκόντων κι από κοντά αρκετοί ακόμα φίλοι – να με συγχωρέσουν που δεν τους αναφέρω ονομαστικά. Ο καθένας έκανε εκείνο που ήξερε και μπορούσε, επειδή το λαχταρούσε όμως, όχι γιατί ήταν δουλειά. Το μαγαζάκι αυτό υπήρξε η σπίθα που τρεμόπαιξε αρχικά, φούντωσε αργότερα και τελικά οδήγησε στη δημιουργία του Μύλου (και αργότερα και άλλων χώρων), πυρκαγιά αληθινή, πολιτιστικός οργασμός, σημείο αναφοράς για την πόλη και τους ανθρώπους της. Πολλά γίνονταν τότε, όλα όμως φιλτράρονταν μέσα από ψυχές διψασμένες, εν πολλοίς αγνές και δημιουργικές.
Έχω ταξιδέψει σε αμέτρητες γωνιές της χώρας, παντού βρήκα ανθρώπους να μου μιλάν και να θυμούνται το Παραρλάμα. Αληθινά απίστευτο – όσο και συγκινητικό.
Παρά το χρόνο και την απόσταση, όταν θυμάμαι εκείνη τη Θεσσαλονίκη, και δεν το λέω γεροντίστικα ελπίζω, το λέω ως μέλος και παρατηρητής, επιμένω ότι η μουσική ήταν ότι πιο ενωτικό υπήρχε. Ήταν εποχή που εσείς παίζατε στο Μύλο, ο Ντουνούσης έβαζε μουσική στο Λούκυ, ο Αγγελάκας έβαζε μουσική στο Berlin, εγώ στο Φλου, δίπλα παίζαν οι Mushrooms και οι Noise Promotion [γειά σου Αλέξη, φιλιά Μπαντούκ μου!], στην Καλαμαριά ήταν εκείνο το μαγαζί που είχε όνομα αυτοκινήτου – δε θυμάμαι ποιού – και μάζευε την απο κει μουσική νεολαία με πολύ ωραίες dj μουσικές, στα δυτικά τα ίδια… και όλοι οι άνθρωποι που ακούγαμε μουσική εδώ ή εκεί, χαμογελούσαμε στο δρόμο ο ένας στον άλλο. Μια συνομωσία της μουσικής, έτσι σώζεται μέσα μου. Πως τα θυμάσαι εσύ; Και, τι κερδίσαμε και τι χάσαμε, μες στο χρόνο, από όλα αυτά;
Είναι δύσκολο να έχω αντικειμενική ματιά, καθότι υπήρξα κομμάτι των εξελίξεων. Προσωπικά, όλα εκείνα τα χρόνια τα θυμάμαι τυλιγμένα μέσα σε μια θολούρα, όλα κινούνταν υπερβολικά γρήγορα, η αδρεναλίνη στα κόκκινα μονίμως. Δεν ήταν όλα ρόδινα, κάποιες φορές υπήρχαν γερά ζόρια σε πολλά επίπεδα, δεν είμασταν όλοι φίλοι μεταξύ μας, μερικές φορές ζήλιες και αντιπαλότητες ξεπρόβαλλαν με ασχήμια, όλα όμως κυλούσαν σε ονειρικά επίπεδα, σε όποια γωνιά και να έστριβες υπήρχε κάτι ενδιαφέρον, κάποιος γνωστός, μια πρόκληση. Όλα και όλοι όμως ζούσαμε κυκλωμένοι από αυτή τη μαγική αχλή, μάλλον επειδή βρισκόμασταν στα σύννεφα, πεινασμένοι για ζωή και εμπειρίες, αθάνατοι εικοσάρηδες.
Ο καθένας είχε τον δρόμο του και συχνά αυτοί οι δρόμοι τέμνονταν, ανοίγοντας νέα μονοπάτια, χαράσσοντας καινούργιες παρακάμψεις, σχεδιάζοντας μονοπάτια που λαχταρούσαν να πατηθούν.
Ποτέ δεν ένοιωσα πως έχασα κάτι εκείνα τα χρόνια, μόνο κέρδισα.
Σε ξανάδα 30 χρόνια μετά, λάιβ, στα Ζαγόρια, με το Γάκη έκτακτη συμμετοχή, με τον Ζήση εκεί πάντα, και ήταν σα να μην άλλαξε τίποτε – με σας, στη μπάντα, εννοώ και με αυτή την σύνδεση με το κοινό που καταφέρνεις, κι ας είμασταν σε μια ηπειρώτικη πλατεία. Ποιό είναι αυτό δώρο, αυτή η ευλογία, που σας κρατάει το ίδιο ζωντανούς, το ίδιο ακέραιους και το ίδιο παρόντες; και μη μου πεις «η ίδια η μουσική» – κι αυτή που εγκαταλείπουν, γυρνάνε σπίτι, χάνουν τον ενθουσιασμό τους, καταντούν σαββόπουλοι, την ίδια αγάπη για τη μουσική έχουν.
Ο Σωτήρης (Ζήσης) είχε πει σε μια συνέντευξη: «ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική, όχι μουσικά όργανα». Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, όλοι όσοι πέρασαν από το γκρουπ, ήσαν βαθιά μουσικόφιλοι, η αναζήτηση και η ακρόαση μουσικής ήταν απόλυτη προτεραιότητα, οξυγόνο για τη ζωή μας. Με τα χρόνια μας βοήθησε να φιλοσοφήσουμε την ύπαρξη και τη στάση μας, να διαμορφώσουμε καθαρή ματιά, να εξελίξουμε την αισθητική μας και να πιστέψουμε στους εαυτούς μας.
Αυτό, μαζί με την τύχη που είχαμε να προερχόμαστε από συγκροτημένες οικογένειες με καλούς και φιλειρηνικούς ανθρώπους, μας χάρισε αρχές και συνείδηση στην πορεία μας και πάθος για τη διαδρομή. Έχουμε στέρεες βάσεις, δουλέψαμε και πολύ και τελικά αντέξαμε. Η μουσική μας χάρισε τη ζωή όπως την ξέρουμε, δεν περνάει από το μυαλό μας να την χρησιμοποιήσουμε ως όπλο η μοχλό πίεσης, επιβολής και ψευτομαγκιάς. Σεβόμαστε τον ακροατή όπως τους εαυτούς μας και θέλουμε να χαρεί όπως εμείς στο πάλκο. Και είναι τόσο απίστευτα ζωογόνο το να παίζουμε, θαρρώ πως θα πέθαινα τη στιγμή που θα σκεφτόμουν να τα παρατήσω.
Ανήκετε, μαζί με τους Soul Fire, στην σπάνια κατηγορία εκείνων που πήραν μια «ξένη» μουσική, την έκαναν δική τους, την παρέδωσαν σε όλους μας και γίναν αποδεκτοί από ένα κοινό, που πια διατρέχει όλες τις ηλικίες. Ξέρω πως είσαι πάντα νέος, αλλά, υπάρχουν στιγμές που νοιώθεις δάσκαλος; ίσως και καθηγητής πια;
Μπα, θα ολοκληρώσω την παρουσία μου στη γης ως μαθητής.
Δοκίμασα πάντως στο παρελθόν, κάτι φεγγάρια μάλιστα ήμουν και υπεύθυνος μοντέρνου τμήματος σε ωδείο, με μισθό, ένσημα και προοπτικές. Απέτυχα. Ίσως επειδή είμαι αυτοδίδακτος – αλλά και φύσει απείθαρχος, αντιδραστικός και τσαπατσούλης, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σημαίνει συνεπής και τακτική μελέτη, οργάνωση και μάθηση βήμα βήμα. Αισθανόμουν ιδιαίτερα άβολα όποτε έκανα μαθήματα, πρώτα γιατί σε πολλές περιπτώσεις θεωρούσα πως εκείνοι που γύρευαν τη γνώση μου ήσαν καλύτεροι από μένα κι έπειτα γιατί μου φαίνονταν πως παίρνω τσάμπα χρήματα από τα παιδιά, σαν να τα εκμεταλλευόμουν. Γι αυτό μάλλον μου αρέσουν πολύ τα σεμινάρια, εκεί μπορώ σε δυο ώρες να μιλήσω, να αναλύσω πως σκέφτομαι και να συζητήσω με τους συμμετέχοντες σαν ίσος προς ίσον.
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται να σου μιλήσουν, να σου πουν τι έκανες γι αυτούς χωρίς να το ξέρεις; νέοι μουσικοί; θα μου πεις ιστορίες;
Ναι, βέβαια! Δεν υπάρχει πιο ολοκληρωμένο συναίσθημα χαράς από αυτό. Πιτσιρικάδες που μου μιλάν στον πληθυντικό και μου λεν πως ανακάλυψαν το μπλουζ από τη μπάντα ή ξεκίνησαν κιθάρα εμπνευσμένοι από το δικό μου παίξιμο.
Ένας πολύ καλός μου φίλος μου έχει πει: «α, ρε Λιάκο, ξέρεις πόσες φορές ξεκίνησα από το μπαρ να έρθω να σου μιλήσω και στη μέση της απόστασης γυρνούσα πίσω;».
Τώρα τα θυμόμαστε και γελάμε, είναι όμως ενδεικτικό των συναισθημάτων που κυριαρχούνε πολλούς σε τέτοιες στιγμές αλλά και της εντύπωσης που μπορεί να δώσω άθελα μου.
Ένα από τα κορυφαία που έμαθα από φίλο ήταν το εξής. Με πλησιάζει διατελών εν ευθυμία και μου λέει: «το ξέρεις πως εσύ είσαι η αιτία που γεννήθηκε το παιδί μου;»!
Μου εξομολογήθηκε λοιπόν πως πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα δεν γνωριζόμασταν, ήρθε με τη γυναίκα του σε συναυλία μας, πέρασαν δε τόσο καλά και είχαν τέτοια έξαψη που με το που γύρισαν σπίτι αγαπήθηκαν με τόση θέρμη που εκείνο το βράδυ έγινε η σύλληψη! Έμεινα άφωνος, δεν ήξερα τι να πω. Να είναι καλά εύχομαι όλοι τους.
Έχεις παιξει με μπλουζ θρύλους, έχεις μιλήσει με ανθρώπους που είναι ο καθένας ολόκληρη ιστορία. Ποιούς θυμάσαι πιο γλυκά και γιατί;
Μπορώ να πω πολλά ονόματα αλλά θα αρκεστώ σε ένα: Louisiana Red.
Ο Ρεντ υπήρξε για μένα φίλος, αδελφός και πατέρας. Τον έζησα κατά διαστήματα για είκοσι περίπου χρόνια, τον αγάπησα με τον πιο αγνό τρόπο που μπορεί να υπάρξει.
Ήταν ένα παιδί, ένας συγκλονιστικός άνθρωπος, μια αξιολάτρευτη προσωπικότητα.
Μαζί του με έδεσε για τα καλά κι ένα ακόμα συμβάν.
Είχε περίπου την ηλικία του μπαμπά μου, όταν πέθανε, σε διάστημα λίγων ημερών, οργανώθηκε μια συναυλία στην Αθήνα (με την Άντζελα Μπράουν) για να τιμήσουμε τη μνήμη του. Την προηγούμενη της εκδήλωσης, έθαψα τον πατέρα μου στο χωριό. Με αβάσταχτο πόνο αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποίηση και εσωτερική φλόγα που μαίνονταν, κατέβηκα την επόμενη μέρα στην πρωτεύουσα και το βράδυ έπαιξα για δυο πατεράδες.
Νοιώθουμε πολλές φορές ότι τα μπλουζ έρχονται από πολύ μακρυά, όμως, αν το σκεφτείς, ένας αιώνας είναι και, όσοι είμαστε στην τρίτη εφηβεία μας, εσύ ειδικά λόγω και των ανθρώπων που γνώρισες, προλάβαμε την πρώτη γενιά, τους πατριάρχες και τις μητέρες μας, ζωντανή. Πόσο ο πολιτικός χαρακτήρας των μπλουζ – όχι ο στιχουργικός, η ίδια η πολιτιστική ρίζα τους- προσφέρει, λες, σε αυτή την αίσθηση του άχρονου;
Το μπλουζ υπήρξε ασφαλιστική βαλβίδα αποφόρτισης ενός αδικημένου λαού προκειμένου να μην αφανιστεί.
Πρόκειται για μια λαϊκή – δημοτική μουσική, τουλάχιστον στο ξεκίνημα της. Κατά συνέπεια, έχει όλες εκείνες τις αρετές που διαθέτουν αυτές οι μουσικές ανά τον πλανήτη. Φυσική ενστικτώδη εκδήλωση, λυγμό, εκτόνωση, θυμοσοφία, δύναμη οδοστρωτήρα, αλήθεια. Παράλληλα όμως όφειλε να είναι ευέλικτη, προσεκτική, να έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, να εξελίσσεται με εξυπνάδα, να διαθέτει υποδόρια μηνύματα. Όλα αυτά γιατί πήγαζε από κυνηγημένους και καταπιεσμένους ανθρώπους, κατά μια αναλογία όπως τα τραγούδια που πολλοί δικοί μας συνθέτες σκαρφίζονταν στην δικτατορία.
Αν και κατά βάση απλή στη δομή της και ερωτική στη στιχουργία της, είναι μια μουσική που κουβαλάει στη φύση της την πολιτική στάση ενάντια σε ρατσισμό, μισαλλοδοξίες, κοινωνικές ανισότητες.
Χρειάζεται εντρύφηση για να τα διακρίνεις, όμως είναι εκεί, πάντα.
Ρήσεις όπως: «δεν έχεις ζήσει αν δεν έχεις υπάρξει μαύρος το σαββατόβραδο», λένε πολλά περισσότερα από το επιφανειακό νόημα τους.
Η μαύρη φυλή πάντα ήταν παρίας για τον «εκλεκτό του θεού» λευκό άνθρωπο. Μέσα στη ματαιοδοξία του, τυφλωμένος από μια στρεβλή αίσθηση υπεροχής, αντιμετώπισε αλαζονικά και υπερφίαλα σχεδόν κάθε άλλη φυλή στον πλανήτη.
Η μάμα Άφρικα όμως είναι πάντα η αιχμή του δόρατος.
Οι μαύροι της Αμερικής δημιούργησαν ουσιαστικά ένα πολύτιμο στοιχείο του γήινου πολιτισμού. Η απλοϊκή του μουσική προσέγγιση, ο ρυθμός στα 4/4, η ωμότητα συναισθημάτων και εικόνων και – κυρίαρχο στοιχείο – η αγγλική γλώσσα κατέστησαν το είδος παγκοσμίου βεληνεκούς.
Δεν θα τα κατάφερνε όμως να βρίσκεται εκεί αν δεν είχε και την απαράμιλλη ικανότητα να μπολιάζει και να μπολιάζεται. Έδωσε και πήρε σχεδόν σε όλα τα μουσικά είδη που κυριαρχούν στον κόσμο. Δεν έμεινε ποτέ αμέτοχο σε κινήματα – μουσικά και άλλα – και παραμένει ένας ιδανικός χαμαιλέοντας.
Όλα αυτά μαζί την καθιστούν μια αενάως εξελισσόμενη τέχνη που κατά την ταπεινή μου γνώμη θα παραμείνει εσαεί.
Και το βασικότερο, είναι εκεί, καταγεγραμμένη, μια πηγή γνώσης και έμπνευσης για κάθε σκεπτόμενο ανθρώπινο ον. Σκιαγραφώντας και την παραμικρή πτυχή της ατέλειας της ανθρώπινης ύπαρξης, τις εμμονές, τα πάθη, τις αδυναμίες, τα λάθη, την πίστη, την δύναμη, τον έρωτα, την απελπισία, το πανηγύρι, το κλάμα, την απομόνωση, την ομόνοια, την εκδίκηση, την ικεσία, τη γέννηση, τα δεσμά κάθε είδους, τη συγχώρεση, την ανθρωπιά, την ματαιότητα, την αρχή και το τέλος.
Το μπλουζ, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και καλλιτεχνικά, μπορεί να είναι λύτρωση για κείνον που θα νοιαστεί να το αντικρύσει κατάματα.
Με θλίβει ιδιαίτερα το γεγονός πως πολλοί δεν διακρίνουν τη θάλασσα γνώσεων και συναισθημάτων που κρύβεται κάτω από τον αφρό. Αληθινά δεν καταλαβαίνω πως μπορούν κάποιοι να δηλώνουν μουσικόφιλοι, εραστές του μπλουζ η του ροκ και να παραβλέπουν όλα εκείνα που στάθηκαν δομικά υλικά των ειδών αυτών.
Και, λίγα λόγια για το δίσκο που στάθηκε αφορμή να σε ξαναγκαλιάσω ψηφιακώς!
Ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις (στούντιο, ζωντανές, από ραδιοφωνικές εκπομπές κα.) που καλύπτουν μια χρονική περίοδο από το 1988 μέχρι το 2016. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι όποιος θέλει να με γνωρίσει καλλιτεχνικά, με τούτη την έκδοση θα σχηματίσει επαρκή εικόνα της πορείας μου.
Επίτρεψε μου όμως να παραθέσω μερικά λόγια που έγραψα στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook. Σε πιο προσωπικό τόνο, όμως – για μένα – αναγκαίο.
Η συλλογή αυτή με απασχόλησε αρκετά χρόνια. Στο πέρασμα τους, κομμάτια διαγράφηκαν από τη λίστα, άλλα προστέθηκαν αργότερα. Ήθελα όμως να κυκλοφορήσει κάποια στιγμή, και γιατί αποτελεί έναν συνδετικό ιστό της πορείας μου, κυρίως όμως γιατί ήθελα να αφιερώσω την έκδοση στους γονείς μου. Τον Θανάση και τη Νίτσα, που τόση αγάπη μου χάρισαν και τόσα σημαντικά με δίδαξαν. Φανταζόμουν ένα εξώφυλλο διαφορετικό, με παλιές φωτογραφίες από το χωριό, ασπρόμαυρες και ξεφτισμένες, που η φθορά τους όμως ποτέ δεν κατάφερε να σβήσει το φως από τα πρόσωπα μας. Και αναλογιζόμουν με χαμόγελο τη στιγμή που θα έβλεπαν το άλμπουμ, το περίμενα με λαχτάρα. Έλαχε να μην προλάβουν. Αναπαύονται αγκαλιά – όπως πέρασαν ολόκληρη την κοινή τους ζωή – πίσω από το σχολείο του Βατοχωρίου της Φλώρινας, στην Μπρέζνιτσα, αντικρίζοντας τα δέντρα στο Μπούτσι και ακούγοντας την φύση ολόγυρα. Κι εγώ δακρύζω σαν τους θυμάμαι και γράφω για κείνους, και αναθεματίζω την τσαπατσούλικη φύση μου και την αναβλητικότητα του χαρακτήρα μου που δεν κατάφερα να τελειώσω έγκαιρα. Από την άλλη, πότε χρειάστηκαν δώρα και αποδείξεις; Ποτέ. Και η αγκαλιά τους ο κόσμος ολάκερος, η συγχώρεση τους δεδομένη και λυτρωτική. Έχω όμως δίπλα μου τον μονάκριβο αγαπημένο μου αδελφό, Νίκο. Σε αυτόν είναι αφιερωμένος αυτός ο δίσκος και μαζί, από τους δυο μας, για τους γονείς μας.-