Συνέντευξη στις Γεωργία Κριεμπάρδη και Νεκταρία Ψαράκη

Η Κοινωνία Ώρα Press υποδέχτηκε δύο εξαιρετικούς συναδέλφους δημοσιογράφους που βρέθηκαν στην Ουκρανία, καλύπτοντας από το πεδίο τη ρωσική εισβολή και υπηρέτησαν τη δουλειά τους με το γνωστό ήθος που τους διαπνέει και πατώντας πάνω στη δημοσιογραφική δεοντολογία. Η Ηρώ Καριοφύλλη, δημοσιογράφος στον Alpha, μπήκε και βγήκε δύο φορές στην Ουκρανία. «Αρχικά με το που ξεκίνησε ο πόλεμος, πρώτα στην Πολωνία, εκεί καθημερινά περνούσαν χιλιάδες Ουκρανοί για να γλιτώσουν και μετά από την Πολωνία πήγα στο Λβιβ, γύρισα στην Ελλάδα για τρεις μέρες για να πάρω άλλον οπερατέρ και έφυγα από τις 19 Μαρτίου και επέστρεψα πριν από λίγες μέρες» εξηγεί στο ΤΡΡ. Ο Χρήστος Νικολαΐδης βρέθηκε στο πεδίο για 35 ημέρες. Μοιράζονται όσα είδαν κι έζησαν, φόβους και δυσκολίες… όσα δε θα ξεχάσουν. 

«Πήγα και είχα πολύ φόβο και είναι λογικό. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό φοβόμουν. Ο φόβος σε κρατάει ζωντανό. Πήγα γιατί ήταν πιο έντονη η επιθυμία μου να αποκτήσω αυτή την εμπειρία και να το καλύψω δημοσιογραφικά» λέει η Ηρώ, περιγράφοντας μια κατάσταση ανεξέλεγκτη, σ’ ένα μέρος «που θα μπορούσε να σε πυροβολήσει κάποιος από απόσταση αλλά και αργότερα όταν έφευγαν οι Ρώσοι, είχαν ναρκοθετήσει τα πάντα». Η θέση της Ηρούς για τη δημοσιογραφική κάλυψη είναι ξεκάθαρη: στον πόλεμο δεν είναι ο δημοσιογράφος ο πρωταγωνιστής, ο πρωταγωνιστής είναι ο λαός που υφίσταται την επίθεση και ζει τα πάνδεινα.

«Δε σεβάστηκαν τους αμάχους»

Η Ηρώ στέκεται στο κομμάτι των αμάχων. Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν κανόνες, αλλά σ’ αυτόν, μας εξηγεί, πως ο κανόνας που λέει πως δεν πειράζουμε αμάχους, δεν τηρήθηκε. «Αυτό που είδαμε με τους αμάχους πραγματικά είναι ανεξήγητο. Υπήρχαν νεκροί άμαχοι παντού. Δεν είναι μόνο ότι έριχναν ένα πύραυλο και μία ρουκέτα σε μία πολυκατοικία και σκοτώνονται άνθρωποι στα σπίτια τους. Έτρεχαν να ξεφύγουν κι όπου τους έβρισκαν, τους πυροβολούσαν, σαν να έκαναν σκοποβολή.. Άνθρωποι δεμένοι με τα χέρια πίσω, νεκροί μέσα στο δρόμο στην Εθνική οδό αυτή που συνδέει το Κίεβο με τα περίχωρα, είδαμε ένα βανάκι να είναι νεκρή μπροστά η γυναίκα  -στη θέση του συνοδηγού ο μπαμπάς- και στη μέση το παιδί και οι τρεις με μία σφαίρα στο κεφάλι. Απίστευτη αγριότητα. Δεν υπήρξε σεβασμός στους αμάχους» περιγράφει και συγκλονίζει με το παράδειγμα που αφηγείται: «ήταν μια γυναίκα με τα δύο παιδιά και τον άντρα της και τους λένε οι Τσετσένοι ”αν μείνετε μέσα θα σας σκοτώσουμε εμείς, αν φύγετε θα θα σκοτώσουν οι ελεύθεροι σκοπευτές- ποιος θέλετε να σας σκοτώσει;”».

Μιλήσαμε για την ενημέρωση σε καιρό πολέμου και τη δημοσιογραφική κάλυψη, τις υπερβολές των σταθμών. «Στον πόλεμο υπάρχει προβοκάτσια όμως υπάρχουν και εγκλήματα πολέμου. Αν στηριχτώ στις μαρτυρίες των ανθρώπων που ήταν Ουκρανοί και μπορούν και ξεχωρίζουν τους Ουκρανούς από τους Ρώσους και τους Τσετσένους, θεωρώ ότι αυτοί που τους πυροβολούσαν ήταν οι Ρώσοι» τονίζει. Στην πρώτη γραμμή, όπως αναφέρει, ήταν μόνο το CNN με προστασία Ουκρανών. «Κάποιοι συνάδελφοι ξεφεύγουν και λένε “έσκασε ρουκέτα δίπλα μας”. Δεν έσκασε δίπλα μας. Αν είχε σκάσει, θα είχαμε γυρίσει τυλιγμένοι με τη γαλανόλευκη».

Όσα έζησε, όσα είδε δε χωρούν σε λέξεις για να τα περιγράψει κανείς. «Βλέπω κάποια στιγμή τα σοκολατάκια και λέω “ποιος άφησε σοκολατάκια και γλειφιτζούρια εδώ πέρα”. Πλησιάζω και ξαφνικά διάφοροι στρατιώτες αρχίζουν και ουρλιάζουν στα ουκρανικά και τρέχουν προς το μέρος μου. Εγώ νόμιζα ότι κάτι έχει κάνει ο κάμεραμαν. Σκέφτηκα ότι ίσως τραβάει πλάνα που δεν πρέπει και θα μας μαζέψουν καμιά ώρα, οπότε άρχισα να του φωνάζω “Γιάννη, Γιάννη!”. Ο Γιάννης δεν τράβαγε κάτι. Τρέχει ο διερμηνέας μου ο Σάσα και μου λέει “μην πλησιάσεις τα σοκολατάκια γιατί είναι παγιδευμένα με εκρηκτικά”, για να δελεάσουν παιδιά και όποιον πάει να τα πάρει», περιγράφει. Η Ηρώ είδε σορούς για μέρες στον δρόμο, άψυχα κορμιά κι απ’ την άλλη υπήρχε «το ένστικτο ότι πρέπει να συνεχίσεις να ζεις». «Οι άνθρωποι πήγαιναν και έπαιρναν τα τρόφιμα δίπλα στους νεκρούς. Όμως τι να έκαναν; Έπρεπε να φάνε, ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, έπρεπε με κάποιον τρόπο να συνεχίσουν να ζουν» σημειώνει.

«Φόβος σημαίνει μούδιασμα μέχρι τη ραχοκοκαλιά, να μη μπορείς να αναπνεύσεις»

Ο Χρήστος Νικολαΐδης έκανε λόγο για μια δύσκολη αποστολή, που κράτησε περισσότερο από όσο είχαν σχεδιάσει. «Ο πόλεμος είναι ό,τι χειρότερο έχει εφεύρει ο άνθρωπος στη ζωή του και δυστυχώς αυτό το εφεύρημά του το χρησιμοποιεί αρκετά συχνά. Υπάρχει πολύ μεγάλη ένταση στον πόλεμο, υπάρχει μία κορύφωση των συναισθημάτων όποια και αν είναι αυτά, δηλαδή αν φοβάσαι, φοβάσαι πολύ, αν ανησυχείς, ανησυχείς πάρα πολύ, αν χαίρεσαι, χαίρεσαι πάρα πολύ… αυτά τα συναισθήματα είναι σε ακραίο βαθμό, στον υπέρτατο βαθμό που μπορεί να τα νιώσει ποτέ ένας άνθρωπος» υπογραμμίζει ο δημοσιογράφος.
«Ξέρεις τι θα πει φοβάμαι; Θα πει ότι παγώνουν τα γόνατά μου και μουδιάζει ο κορμός, ενώ αναπνέω αντιλαμβάνομαι ότι δεν βάζω οξυγόνο στους πνεύμονες μου, προσπαθώ να βάλω κάτι παραπάνω από το οξυγόνο… Αν δεν έχεις νιώσει αυτά τα τρία συναισθήματα μέσα στο σώμα σου, αυτά τα τρία στοιχεία, να μουδιάζει η πλάτη σου μέχρι κάτω χαμηλά, να παγώνουν τα γόνατα σου και να θέλεις να κάνεις βήματα και να μην μπορείς και ταυτόχρονα να αισθάνεσαι ένα κενό στους πνεύμονες σου δεν ξέρεις τι σημαίνει φόβος».
Ο Χρήστος μας μίλησε για τον φόβο που ένιωσε όταν ένα καλάσνικοφ τους σημάδεψε. «Υπήρχε μία παραφιλολογία ότι δεν είναι όλοι δημοσιογράφοι, αλλά ότι κάποιοι είναι Ρώσοι κατάσκοποι. Όπου και να βρισκόμασταν ερχόταν κάποιος και έλεγε “γιατί τραβάς εδώ, προφανώς είσαι Ρώσος”.  Πολύς κόσμος ήταν καχύποπτος απέναντι σε μας. Οι Ουκρανοί είχαν είχαν μοιράσει 50.000 καλάσνικοφ, τα οποία δόθηκαν σε εφέδρους, σε ανθρώπους που δεν έχουν ούτε εκπαίδευση για να χρησιμοποιούν ένα όπλο ούτε και την ψυχραιμία. Εμείς το πρωί εκείνης της ημέρας με τον συνάδελφο, Δημήτρη Αλεξάκη, και τον μεταφραστή τον Νίκο Καραπαναγιώτη, είχαμε εντοπίσει έναν άνθρωπο που  θα έβγαζε μετά από 10 μέρες το παιδάκι του να παίξει στην παιδική χαρά. Πήραμε τη συνέντευξη από τον πατέρα του παιδιού και στη συνέχεια ο Δημήτρης πήρε θέση προκειμένου να τραβήξει τα πλάνα που ο μικρός θα έτρεχε από το καταφύγιο στην παιδική χαρά. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν πέντε πολιτοφύλακες, ο ένας πήγε προς την πλευρά του Δημήτρη, ο άλλος ήρθε προς την πλευρά τη δικιά μου και οι άλλοι τρεις πήγαν προς την πλευρά του ανθρώπου με τον οποίο είχαμε ραντεβού. Βλέπω πίσω μου ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο και από το τζάμι του αυτοκινήτου έναν άνθρωπο να έχει βάλει την κάννη πολύ κοντά στο κεφάλι μου. Γονάτισα και του έβγαλα αμέσως δημοσιογραφική ταυτότητα, μόλις την είδε, ηρέμησε και κατέβασε το όπλο» περιγράφει, «ο άλλος ήταν πιο βίαιος. Η συμπεριφορά του ήταν αυτό που λέμε «το έπαιζε σερίφης στη γειτονιά του». Αυτός άρχισε να φωνάζει στο Δημήτρη στα ουκρανικά, ο οποίος φυσικά δεν τα καταλάβαινε. Ο Δημήτρης πέφτει στα γόνατα, κι εκείνη την ώρα οι δύο συνεργάτες μας,  άρχισαν να του μιλάνε στα ουκρανικά να λένε “οι άνθρωποι είναι φιλικοί, σταμάτα να φωνάζεις, είσαι απαράδεκτος”. Αυτός από τα λόγια αυτά εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο οπότε ήταν ακόμα πιο εχθρικός με τον Δημήτρη και τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος με τον οποίο είχαμε ραντεβού θίχτηκε και του φώναξε: «Οι άνθρωποι ήρθαν εδώ για να δείξουν αυτό το δράμα που περνάει ο λαός και εσείς αντί να τους αντιμετωπίσετε με μία θετική και φιλόξενη διάθεση, τους απειλείται και τους τρομάζετε;”». Έτσι ηρέμησε η κατάσταση.
«Περισσότερο με συγκλόνισαν εικόνες που είχαν να κάνουν με μικρά παιδιά» θα πει ο ίδιος μιλώντας για ρεπορτάζ σε ογκολογικά νοσοκομεία και νοσοκομεία που  νοσηλεύονταν παιδιά τραυματισμένα από βομβαρδισμούς.
Ο Χρήστος Νικολαΐδης επέστρεψε στην Ελλάδα με σκληρές εικόνες στο μυαλό του. «Διδάγματα ζωής», όπως είπε. Στα θετικά που κρατάει; Η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια που αναπτύχθηκε στο πεδίο της μάχης, όπως για παράδειγμα εθελοντικές οργανώσεις που δημιουργούνταν αυθόρμητα. «Για παράδειγμα, έγραφε κάποιος σε μια σελίδα στο facebook “χρειάζομαι οπωσδήποτε ένα αναπηρικό καροτσάκι για τη μητέρα μου”, και το μήνυμα διαδιδόταν παντού. Κάποια στιγμή, κάποιος εμφανιζόταν και έλεγε “εγώ έχω ένα καροτσάκι, το οποίο δεν το χρειάζομαι και μπορώ να το προσφέρω, αλλά δε μπορώ να το φέρω εκεί γιατί δεν έχω βενζίνη”. Τότε, εμφανιζόταν ένας άλλος και έλεγε “εγώ θα έρθω να το πάρω, γιατί έχω αυτοκίνητο και βενζίνη”», περιγράφει κλείνοντας.