Η γλωσσολογία ανήκει στις επιστήμες εκείνες των οποίων τα ερωτήματα απασχολούν ένα μεγάλο κομμάτι μη ειδικών. Αυτό βεβαίως γίνεται πάντοτε με τη συνοδεία μιας ισχυρής δόσης απλουστεύσεων και παρανοήσεων. Ίσως δεν θα αδικούσαμε πολύ τις τρέχουσες αντιλήψεις για το τι είναι γλωσσολογία, αν τις συγκρίναμε με το “εμένα πώς με ψυχολογείς τώρα;” που αναφωνούν κάποιοι όταν μαθαίνουν ότι ο συνομιλητής τους είναι ψυχολόγος ή την ερώτηση αν ξέρεις για τα “Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών” όταν μαθαίνουν ότι είναι ιστορικός.

Όμως το ζήτημα είναι λεπτότερο. Τα γλωσσικά ζητήματα απασχολούν όλους μας, στο βαθμό που διαθέτουμε γλωσσικές προτιμήσεις στην ομιλία και το γράψιμο. Πολύ περισσότερο, αν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε συστηματικότερη ενασχόληση με τη γλώσσα ή συνειδητές και σχετικά επεξεργασμένες γλωσσικές προτιμήσεις, όπως έχουν όσοι γράφουν, είτε είναι διαφημιστές είτε είναι ποιητές.

Κανείς από όλους εμάς δεν χρειάζεται αλλά ούτε και μπορεί να παρακολουθεί εξειδικευμένες έρευνες επιστημόνων. Υπάρχει λοιπόν ένα ζήτημα δημοκρατίας, που έγκειται στο ότι για όλα τα ζητήματα που τίθενται στον δημόσιο διάλογο, άποψη θα έχουν και διάφοροι άσχετοι σαν και μένα, και μάλιστα πρακτικά είναι ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για τη δημοκρατία ότι για τις αποφάσεις (π.χ. στο ενδεχόμενο μιας γλωσσικής μεταρρύθμισης) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι, και όχι μόνο οι ειδικοί.

Αυτό όμως αφορά το πεδίο των αποφάσεων και μόνο. Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα φαινόμενα που μελετούν οι ειδικοί, η άποψη ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη ενός φαινομένου ποτέ δεν μπορεί να εξισωθεί ουσιαστικά με την άποψη ενός περαστικού. Αυτό απαιτεί ειδικούς οι οποίοι να είναι διατεθειμένοι να απευθυνθούν στο ευρύ κοινό, και κοινό το οποίο να είναι διατεθειμένο να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του και να έρθει σε επαφή με τα πορίσματα της συστηματικής έρευνας, ακόμη αλλά και ιδίως όταν αυτά συγκρούονται με εδραιωμένα στερεότυπα.

Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος που έχει κατορθώσει να το κάνει αυτό με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το βιβλίο του Μίλα μου για γλώσσα είναι ένα βιβλίο που πολύ μεθοδικά και συστηματικά αντιμετωπίζει τους κυρίαρχους μύθους γύρω από την αγωνία για την κατάρρευση των ελληνικών, τη “λεξιπενία” κτλ.

Στο βιβλίο για το οποίο συζητήσαμε τώρα, το “Μέσα από τις λέξεις”, καταπιάνεται και πάλι με μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα που αφορούν π.χ. τη δυνατότητα και τα όρια μιας φεμινιστικής παρέμβασης στη γραμματική ή τη σημασία που (δεν) έχει η ετυμολογία και η ρίζα των λέξεων για την κατανόηση μιας γλώσσας.

 

Δείτε εδώ το βίντεο της συζήτησης:

 

Για τα λάθη:

Εδώ υπάρχουν τρία διαφορετικά ερωτήματα. Το πρώτο είναι το τι είναι λάθος. Αυτό  το κοιτάμε λίγο στο Μίλα μου για γλώσσα, το παλιό βιβλίο. Δηλαδή υπάρχουν λάθη τα οποία είναι σαρδάμ, υπάρχουν άλλα που είναι γίνονται αντιληπτά ως λάθη γιατί είναι προϊόντα γλωσσικής αλλαγής, όπως το ουσιαστικό ο ασθενής, του ασθενή, που είναι μία άλλη ιστορία από το επίθετο ο επιεικής, του επιεική. Είναι σοκαριστικό πόσο λίγη πραγματική έρευνα υπάρχει σε αυτά τα θέματα.

Πάρα πολλοί που ξεκινάνε να ρυθμίσουν αυτά τα θέματα βασίζονται σε περιστασιακές παρατηρήσεις,  σε επιδερμικές αναλογίες.

Και φυσικά υπάρχουν και λάθη τα οποία είναι απλώς ίχνη μιας άλλης γλωσσικής ποικιλίας. Στη θεωρητική γλωσσολογία προτιμάμε τον όρο ποικιλία αντί για γλώσσα, διάλεκτος ή το ελληνικής επινόησης “ιδίωμα”, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις για το τι είναι τι.

[…]

Το επόμενο ζήτημα είναι γιατί να χρησιμοποιούμε διορθωτές, αφού εμείς οι γλωσσολόγοι είμαστε χίπηδες, λύνουμε τις πλεξούδες μας και τρέχουμε στα λιβάδια της γλωσσικής ελευθερίας. Υπάρχουν κοινωνίες οι οποίες έχουν μία νόρμα. Νόρμα είναι πολύ απλά αυτή η κοινώς αποδεκτή γλώσσα που χρησιμοποιούμε όλοι για επίσημες χρήσεις. Αν, ας πούμε, πάτε στη Νορβηγία υπάρχουν δύο γραπτές νόρμες και βέβαια ο καθένας μιλάει όπως θέλει. Σε μας υπάρχει μία νόρμα η οποία είναι η κοινή νεοελληνική, που υποτίθεται ότι είναι η γλωσσική ποικιλία που απαιτείται από εμάς να χρησιμοποιούμε. Έλα όμως που η κοινή νεοελληνική δεν έχει ένα όργανο να τη ρυθμίζει. Γιατί οι νόρμες χρειάζονται ένα όργανο να τις ρυθμίζει.

Για τις ρίζες των λέξεων: μεταξύ κλαρίνου και γαμπρού

Αυτό είναι ένα πολύ λεπτό τεχνικό ζήτημα. Και μάλιστα τόσο λεπτό που έχει αρχίσει να γίνεται αντικείμενο καλύτερης κατανόησης τα τελευταία είκοσι χρόνια. Θα αφήσω τον κλαρινογαμπρό και θα πιάσω το ψαρονέφρι.

Το ψαρονέφρι έχει δύο ρίζες: ψαρ- και νεφρ-. Όπως όλοι ξέρουμε, δεν έχει σχέση με το ψάρι και δεν έχει σχέση με τα νεφρά.

Κάποιοι καρπενησιώτες προσπαθούν να μου εξηγήσουν ότι αυτό συμβαίνει διότι αυτό που λέτε εσείς ψαρονέφρι δεν είναι αυτό που λέμε εμείς ψαρονέφρι, αλλά δεν θέλω να μπω σε τέτοιες αντιδικίες.

Το ψαρονέφρι δεν είναι ούτε ψάρι ούτε νεφρό. Θα πει λοιπόν κάποιος, ιδίως αν είναι από αυτούς τους επιδερμικούς τύπους που περιέγραψα πριν, που νομίζουν ότι μπορούν να κατανοήσουν τα γλωσσικά φαινόμενα κοιτώντας επιδερμικά πέντε ή δέκα παραδείγματα:  Άρα τα σύνθετα μπορούν να σημαίνουν ό,τι να ‘ναι. Καλόγερος είναι το σπυρί που βγάζω όταν έχω μόλυνση ή εκεί που κρεμάμε το παλτό, ψαρονέφρι δεν έχει σχέση με το ψάρι, δεν είναι νεφρό, ασημόψαρο είναι αυτό που μπαίνει μέσα στα βιβλία δεν είναι ούτε ψάρι, ούτε καν ασημί δεν είναι. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, διότι δίπλα στο ψαρονέφρι υπάρχει το ψαροκόκκαλο. Δίπλα στο ψαρονέφρι υπάρχει το ψαροκέφαλο. Άρα η λεπτή διάκριση που έχουμε να κάνουμε είναι μεταξύ ρίζας και ρίζας που έχει κατηγορία, που είναι η ουσιαστικό ή ρήμα.

[…]

Τα ρήματα δεν είναι απαραίτητα αυτά που έχουν τις καταλήξεις. Ρήμα στα ελληνικά μπορεί να θεωρήσει κάνεις κάτι σαν κουρεύ-. Το θέμα κουρεύ- που περιέχει τη ρίζα κουρ, και αυτό το “ευ” που λέει “γεια σας είμαι ρήμα”, αυτό έχει μία σημασία, αυτό που κάνουμε στα μαλλιά μας. Αλλά αν πάρουμε τη ρίζα κουρ- θα δούμε ότι υπάρχει και ένα ρήμα κουράρω και υπάρχει και ένα ρήμα κουράζω.

Άρα η ίδια η ρίζα δεν φαίνεται να έχει περιεχόμενο. Σημασία αποκτά από τη στιγμή που η ρίζα γίνεται ρήμα ή ουσιαστικό. Και εκεί θεωρούμε στην τρέχουσα έρευνα ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ρίζας που δεν έχει περιεχόμενο και ενός ρήματος που έχει.

Αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ τεχνικό, αλλά μας απελευθερώνει από ένα άγχος, όπως υπαινίχθηκες πριν, να ψάχνουμε να βρούμε τις ρίζες των λέξεων για να αναμορφώσουμε τη γλώσσα.  Αυτή είναι μία άλλη τάση στον γλωσσαμυντορισμό, με βάση τις ρίζες.

 

Για τον κίνδυνο του αφανισμού της ελληνικής γλώσσας:

Οι γλώσσες χάνουν το παιχνίδι όταν παύουν να κατακτώνται μέσα στο σπίτι ως μητρικές γλώσσες. Αυτό συνέβη εν πολλοίς με τα αρβανίτικα στην Ελλάδα και συμβαίνει εδώ και δεκαετίες με τα αρμάνικα, τα βλάχικα. Εκεί χάνεται η μπάλα. Όταν ξεκινάει μία γενιά χωρίς να έχει κατακτήσει στο σπίτι, και εννοώ στην αυλή, στη γειτονιά, το χωριό, την παραδοσιακή γλώσσα. Εκεί πεθαίνουν οι γλώσσες. Το χαρακτηριστικό είναι ότι οι περισσότερες γλώσσες που πεθαίνουν, πεθαίνουν όχι διότι αντικαθίστανται από τα αγγλικά, όπως πιστεύουν κάποιοι, αλλά διότι αντικαθίστανται από ντόπιες εθνικές γλώσσες.

Υπάρχει και η άλλη όψη. Σε μία κοινωνία η οποία είναι βάναυσα μονόγλωσση και έντονα εθνικιστική, η οποία δεν προσφέρει μέσω της εκπαίδευσης τη δυνατότητα της πολυγλωσσίας, κάποια στιγμή αναγκάζεσαι να επιλέξεις.

Παραδείγματος χάρη, φανταστείτε ότι είμαι ένα πιτσιρίκι που έρχεται από τον Αμαζόνιο. Μιλάω κάποια γλώσσα του Αμαζονίου, ας πούμε τα χισκαριάνα, είπα μία τυχαία γλώσσα, και πρέπει να κάνω κάτι στη ζωή μου, ενδεχομένως φεύγοντας από το δάσος ή από το χωριό μου. Θα πρέπει να μάθω πορτογαλικά. (Το παράδειγμα είναι εικονικό.  Δεν έχω κάποιο παράπονο από το βραζιλιάνικο σχολείο.) Αν το βραζιλιάνικο σχόλιο δεν μου επιτρέπει να καλλιεργήσω τα χισκαριάνα ταυτόχρονα με τα πορτογαλικά, πού είναι η νόρμα στη Βραζιλία και η οποία θα μου ανοίξει πόρτες, θα μου βρει δουλειά, θα με βοηθήσει να κοινωνικοποιηθώ και πέρα από τη φατρία, τη φάρα, τη φυλή μου, θα πρέπει κάποια στιγμή να πάρω μία απόφαση. Θα γυρίσω πίσω στο χωριό στον Αμαζόνιο, στα κουνούπια ή θα πάω να πάω να ζήσω το όνειρο στο Σάο Πάολο; Το βάζω με όρους αστικοποιησης για να μη μιλήσω με ελληνικά παραδείγματα, τα οποία πονάνε περισσότερο, στα οποία όμως πάλι υπάρχει το στοιχείο της αστικοποίησης, ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Έτσι πεθαίνουν οι γλώσσες. Το να λέμε ότι θα πεθάνουν τα ελληνικά είναι κωμικό.