Πολύ ταχύτερα από ό,τι οι περισσότεροι φανταζόμασταν μπαίνουμε σε μια ιστορική συγκυρία και ίσως περίοδο, κατά την οποία ξανά το αδιανόητο ορμά στις ζωές μας. Οι πανδημίες βεβαίως συνοδεύουν την ιστορία της ανθρωπότητας, συνιστώντας σε κρίσιμες στιγμές τους καταλύτες τεκτονικών αλλαγών που ωριμάζουν μέσα από βαθύτερες, μακροπρόθεσες διεργασίες. Το ξέσπασμα μιας πανδημίας σε παγκόσμια κλίμακα είχε συμπεριληφθεί σε λογής εκθέσεις και μελέτες, ωστόσο η πραγματικότητα κλονίζει βεβαιότητες όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε συλλογικό.
Και ενώ η αντιμετώπιση του ιού αυτού καθεαυτού αποτελεί αντικείμενο της ιατρικής επιστήμης, η αντιμετώπιση της κρίσης που προκαλεί ο ιός εγείρει ζήτημα συλλογικής, δημοκρατικής απόφασης πάνω στο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Η όποια τυχόν σύγχυση μεταξύ των δύο θα είναι προσχηματική και ύποπτη προκειμένου να συγκαλυφθούν οι ευθύνες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, αλλά και προκειμένου η κρίση να αποτελέσει ευκαιρία για ένα νέο γύρο συσσώρευσης πλούτου υπέρ της ολιγαρχίας του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου.
Ο καπιταλισμός και μάλιστα στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του είναι «κρισιακός»: αναπαράγει με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση τις κρίσεις του, αντιλαμβάνεται την καταστροφή μέρους υφιστάμενης υποδομής ως τη μόνη διέξοδο από αυτές και οδηγεί σε νέους κύκλους κεφαλαιακής συσσώρευσης και συγκέντροποίησης σε ολιγοπωλιακές δομές. Ταυτόχρονα, ενώ η κάθε κρίση καταδεικνύει τις αποτυχίες του κυρίαρχου μοντέλου, ο δεδομένος συσχετισμός ισχύος σε όλες τις βαθμίδες της πολιτικής λειτουργίας προβαίνει είτε σε μερικές «παραχωρήσεις», είτε σε ακριβοπληρωμένες εκστρατείες πειθούς προς υπεράσπιση της καπιταλιστικής ορθοδοξίας.
Εξ ου και η διεθνής απαξίωση των συστημάτων υγείας από τις κυβερνήσεις, ο δημοσιονομισμός στην ΕΕ, ο οποίος έχει καθηλώσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες και έχει αποσυνθέσει τις δομές του κοινωνικού κράτους, μένουν στο απυρόβλητο. Κάπως έτσι, ενώ η έλλειψη ετοιμότητας απέναντι στο υπαρκτό ενδεχόμενο κάποιας πανδημίας είναι μια ακόμη πτυχή της αποτυχίας του κυρίαρχου μοντέλου, «ζωγραφίζεται» ως αποτέλεσμα τυχαιότητας ή συγκυριακά λανθασμένων επιλογών. Ποτέ ως δομική συνέπεια του μοντέλου αυτού καθεαυτού.
Αυτό έγινε στην κρίση που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007, το ίδιο επιχειρείται σήμερα: η μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία για τους λίγους, εν μέσω μιας κυριολεκτικά ανυπολόγιστης καταστροφής, δεδομένου ότι δε γνωρίζουμε ακόμα τη διάρκεια ή τις συνέπειές της σε ανθρωπίνες ζωές, αλλά και στην οικονομία.
Γνωρίζουμε όμως τα εξής: πρώτον, η παγκόσμια οικονομία, πριν ακόμα από την εκδήλωση του κορονοϊού, χώλαινε. Οι ενδείξεις μιας νέας διεθνούς επιβράδυνσης και ύφεση καταγράφονται εδώ και ένα έτος τουλάχιστον, μετά από μια σχετική σταθεροποίηση που ακολούθησε την κορύφωση της κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Σε αντίθεση με ανάλογες ιστορικές περιόδους όπως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθ’ όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν διαμορφώθηκε δυναμική μεγέθυνσης, καθώς η διάθεση κεφαλαίων από τις κεντρικές τράπεζες είχε ενθυλακωθεί από το υπερσυγκεντροποιημένο κεφάλαιο και δεν οδήγησε σε παραγωγικές επενδύσεις, σε υποδομές και σε αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων. Το σύστημα εξακολούθησε να «δουλεύει» με τον ίδιο κοντόθωρο και αντικοινωνικό τρόπο που το έκανε και πριν το 2007, προετοιμάζοντας την επόμενη φάση της κρίσης του.
Δεύτερον, η αντιμετώπιση της κρίσης του 2007 ήταν στο καπιταλιστικό πλαίσιο άνιση. Η Κίνα και οι ΗΠΑ βγήκαν ενισχυμένες και ακόμα πιο ανταγωνιστικές, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βαθιά διχασμένη αλλά και αποδυναμωμένη. Αναδυόμενες δυνάμεις έκαναν την εμφάνισή τους με σημαντικό αλλά ασταθή τρόπο στο διεθνές προσκήνιο.
Τρίτον, η αδυναμία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να επιτύχει μια σχετική βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος στο εσωτερικό των κρατών, αλλά και μια ορισμένη συνοχή μεταξύ τους όξυνε τις αντικοινωνικές συμπεριφορές και τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις αντιστοίχως. Ο κόσμος μας είναι κατατετμημένος όσο ποτέ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ταξικά και χωρικά, εξ ου και όλες οι δομές διεθνούς συνεργασίας και στην παρούσα κρίση έπονται των κρατικών επιλογών. Η ένταση των πολεμικών συγκρούσεων με επίκεντρο τη Μέση Ανατολή ή και η απειλή χρήσης πολεμικής βίας ακόμα και άμεσα μεταξύ των μεγαλυτέρων, παγκοσμίως, δυνάμεων έχει πλήξει καίρια, αν δεν έχει ακυρώσει τις δομές διεθνούς συνεργασίας.
Οι παγκοσμίως ανταγωνιστικές σχέσεις θα οξυνθούν ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού και κυρίως στο πλαίσιο των προσπαθειών για την έξοδο από την οικονομική κρίση που έπεται, όταν και θα κριθεί ποιος θα αναλάβει τα ηνία της νέας φάσης συσσώρευσης. Η ΕΕ θα ανήκει και πάλι στους χαμένους, με κρίσιμο το ερώτημα της επιβίωσης της Γερμανίας ως σημαντικής οικονομικής δύναμης. ΗΠΑ και Κίνα θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται με διακύβευμα το ποια θα αποδειχτεί ταχύτερη και ικανότερη στο να ανασυγκροτήσει την παραγωγή, αλλά και ποια θα διατηρήσει πλεονασματικής θέση βλέποντας το νόμισμά της να αναδεικνύεται σε συναλλαγματικό μέσο με ισχυρό οικονομικό και πολιτικό αποτύπωμα.
Ο νομισματικός ανταγωνισμός που ξεσπά, αν οδηγήσει σε ανατίμηση του δολαρίου θα προκαλέσει κύμα κρατικών χρεωκοπιών, κρατών που από τη μια θα έχουν εισέλθει σε φάση οικονομικού «παγώματος», ενώ από την άλλη θα βλέπουν να εκτινάσσεται το χρέος τους. Μετά τη λήξη του αμιγώς υγειονομικού κινδύνου, αποτελούν λοιπόν πρώτιστη ανάγκη οι μαζικές διαγραφές κρατικών χρεών, προκειμένου να μη διαλυθούν κοινωνίες. Επιπλέον, σχέδια για διαμόρφωση εναλλακτικών συναλλαγματικών μέσων ως προς το δολάριο θα ενισχυθούν, συνθήκη η οποία όμως θα εντείνει μοιραία τις διεθνοπολιτικές και τις στρατιωτικές συγκρούσεις.
Τέταρτον, εφόσον επιβεβαιωθούν ακόμα και οι μετριοπαθέστερες των προβλέψεων περί των οικονομικών συνεπειών θα απαιτηθούν προγράμματα κρατικών παρεμβάσεων στην προσφορά, τη ζήτηση και την αναδιανομή, ακόμη και στην κατεύθυνση της (επανα-) κρατικοποίησης σημαντικών κλάδων της οικονομίας. Ενώ όμως η άμεση κρατικοποίηση προσφέρει ταχύτερα αποτελέσματα, πολύ πιθανώς θα προτιμηθεί η έμμεση κρατικοποίηση, δηλαδή η ανάληψη των επιχειρηματικών ζημιών των ολιγοπωλιακών ομίλων, η διάσωση του στρώματος των μεγάλων μετόχων και των στελεχών των τραπεζών και η σχετική εγκατάλειψη μεσοστρωμάτων και εργαζομένων, μέσα από προγράμματα συγκριτικά πολύ ασθενέστερης από ότι για την πρώτη μερίδα. Ακόμα και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών λίγα μπορούν να προσφέρουν, παρά την όποια χρησιμότητά τους. Το πρόβλημα σήμερα δεν έγκειται στην αδυναμία δανεισμού, παρότι θα εξελιχθεί και σε τέτοιο. Η πρωτογενής αιτία είναι το πρωτοφανές, παγκόσμιο, οικονομικό «πάγωμα», το οποίο ξεκινά μεν από τη ζήτηση αλλά πλήττει ταυτοχρόνως την προσφορά. Κατά συνέπεια θα πληγούν το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος, οι συναλλαγές, το εμπόριο κλπ. Με άλλα λόγια, εκτυλίσσεται ένας νέος γύρος καπιταλιστικής συσσώρευσης με κρατικοποίηση ζημιών των οικονομιών προς όφελος των ήδη κυρίαρχων ολιγαρχιών.
Πέμπτον, η όποια μορφή κρατικοποίησης των οικονομιών δε συνεπάγεται αυτομάτως και αλλαγή μοντέλου, σε αντίθεση με τις υπεραπλουστευτικές αναλύσεις των σχολιαστών που στρατεύονται στην υπεράσπιση του νεοφιλελευθερισμού. Το καίριο επίδικο είναι προφανώς το ποιος ελέγχει το κράτος και αναλαμβάνει την ανάσχεση της κρίσης της δημόσιας υγείας και την οικονομική ανασυγκρότηση. Το πώς θα αντιμετωπιστούν τα ζητήματα ανεργίας, κοινωνικών παροχών, ασφάλειας, χρέους, αναδιανομής εισοδήματος, τόνωσης της ζήτησης και επανεκκίνησης της παραγωγής, όπως και μια σειρά άλλα, είναι μπροστά μας. Το ποιος θα ελέγχει λοιπόν την κρατική εξουσία που θα προσανατολίσει και θα υλοποιήσει τις πολιτικές αυτές θα κριθεί εν τέλει από την ταξική σύγκρουση, μαζί με τη διεθνή, πολιτική συνθήκη και συσχετισμό.
Έκτον, ενώ η πειθαρχία των πολιτών είναι αναγκαία για τον περιορισμό της πανδημίας, είναι επίσης ανάγκη να αποφευχθεί η διατήρηση αυτών των μέθοδων πειθάρχησης σε μαζική κλίμακα ως «προίκα» για τους αντιδραστικούς του παρόντος και του μέλλοντος. Αλγοριθμικές εφαρμογές, χρήση των ΜΜΕ, αυτό- έλεγχος και καταστολή είναι εργαλεία τα οποία ίσως αύριο να αξιοποιηθούν στο όνομα της όποιας κρίσης και κυρίως για την αντιμετώπιση των κοινωνικών εντάσεων που θα προκληθούν. Επομένως, είναι σημαντικό, τώρα ιδίως που βλέπουμε για ακόμα μία φορά την ισχύ του κράτους, σε συνδυασμό με τα ΜΜΕ και με τις σύγχρονες τεχνολογίες, να θέσουμε όρια δημοκρατικού ελέγχου αυτών των μεθοδεύσεων. Η κατάσταση εξαίρεσης ως πλαίσιο άσκησης της κρατικής κυριαρχίας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φύγει μαζί με την εξαφάνιση του ιού.
Έβδομον, η ελληνική περίπτωση είναι ιδιαίτερη, καθώς η δεκαετία της βαθιάς αποπαραγωγικοποίησης και ο ιδιαίτερος ρόλος του τουρισμού και των υπηρεσιών στην οικονομία, σε συνάρτηση με το προσφυγικό και την ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία στην πολιτική, μας καθιστούν ιδιαιτέρως ευάλωτους. Τα όσα ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση, δεν αρκούν, όση πρόσκαιρη χρησιμότητα και αν έχουν ορισμένα εξ αυτών. Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σοσιαλιστικού χαρακτήρα, πρόγραμμα κρατικής διεύθυνσης της οικονομίας, κοινωνικοποίησης κλάδων και επιχειρήσεων, στήριξης της παραγωγής και της ζήτησης, στήριξης της εργασίας και όχι επιδότησης της ανεργίας, ενίσχυσης όλων των ελευθεροεπαγγελματιών και των ανεξάρτητων (μικρο-) παραγωγών, δωρεάν διάθεσης αγαθών αλλά και υπηρεσιών και επιπλέον επενδύσεων και στον κοινωνικό τομέα. Ένα πρόγραμμα που δε θα ανακουφίσει μόνο αλλά που θα εντάσσσεται στον σχεδιασμό για την κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη, μετά από τη δεκαετία που σημαδεύτηκε από δύο διαδοχικές οξείες κρίσεις. Δε μιλούμε για τα επιδόματα που ανακοινώθηκαν. Μιλούμε για συνολική αλλαγή μοντέλου η οποία πρέπει να γίνει τώρα, πριν να είναι πολύ αργά.
Τούτο αποτελεί ζήτημα, συλλογικής, δημοκρατικής απόφασης της κοινωνίας μας, όχι κάποιων ειδικών. Όλο το σχέδιο των μνημονίων που κορυφώθηκε με τη συμφωνία για τα πλεονάσματα μέχρι το 2060 έχει καταρρεύσει. Αντιμετωπίζοντας έναν τριπλό συνδυασμό κινδύνου, υγειονομικού–οικονομικού–πολιτικού, εν δυνάμει στρατιωτικού, και οδηγούμενη σε κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάρρευση, η χώρα πρέπει όχι μόνο να αποδεσμευθεί από δεσμά νέο-αποικιακού τύπου, αλλά και να σχεδιάσει το δικό της μοντέλο, χωρίς να περιμένει τη σύμφωνη γνώμη του ιερατείου των Βρυξελλών.
Όγδοον, επιλογές εν μέσω κρίσης, όπως η δουλειά από το σπίτι ή η εκπαίδευση από απόσταση δεν πρέπει να καταστούν ο κανόνας. Μαζί με την επεκτεινόμενη αυτονομία της Τεχνητής Νοημοσύνης, ο πειρασμός για ένα μοντέλο με σχεδόν πλήρως εκμηχανισμένη παραγωγή, με εργασία- λάστιχο, με κοινωνική απόσταση και με ισχυρή καταστολή θα αποδειχτεί μεγάλος. Άλλο είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας προς όφελος του ανθρώπου, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος και άλλο η εκμετάλλευση της προς τέρψη άνομων και αυτοκαταστροφικών κερδοσκοπιών.
Εν τέλει η κρίση της δημόσιας και ατομικής υγείας πυροδοτεί μια πολύ ευρύτερη κρίση. Αντιστοίχως, το «μείνε σπίτι» δεν μπορεί και δεν πρέπει να σημαίνει «μείνε σιωπηλός».