Για την «άβολη αλήθεια γύρω από την Ελλάδα» κάνει λόγο νέα ανάλυση της Merrill Lynch με σημερινή ημερομηνία.

Όπως τονίζει, πριν από ένα χρόνο ο οίκος υποστήριζε ότι το νέο πρόγραμμα στην Ελλάδα βασίζεται στο προφίλ χρέους. Υπέθετε ότι η Ελλάδα θα πετύχει τους στόχους και ότι η υπόλοιπη Ευρώπη θα κάλυπτε ενδεχόμενο χρηματοδοτικό κενό και θα αντιμετώπιζε πιθανές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους.
 
«Πιστεύουμε ότι τώρα είναι η ώρα για να δράσει η Ευρώπη. Στο πλαίσιο των τωρινών διαπραγματεύσεων για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού στο ελληνικό πρόγραμμα και των απαιτήσεων του ΔΝΤ για ελάφρυνση του χρέους του επίσημου τομέα, συζητάμε τα θέματα που εμπλέκονται. Το βασικό μας σενάριο είναι ότι οι τρέχουσες δυναμικές του ελληνικού χρέους/ανάπτυξης είναι μη βιώσιμες αλλά καταλήγουμε ότι δεν περιμένουμε ένα κούρεμα των χρεών του επισήμου τομέα, αλλά επέκταση των maturities και κάποια μείωση των επιτοκίων».
 
Όπως επισημαίνει ο οίκος, εάν η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απογοητεύσει και είναι σύμφωνη με τις εκτιμήσεις της, και οι μεταρρυθμίσεις καθυστερήσουν ή δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους 100 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο δεν θα απαιτήσει μόνο χαμηλότερα επιτόκια του EFSF, αλλά επίσης και μια σημαντική παράταση του maturity. 
 
«Ωστόσο, ο καθορισμός του επιτοκίου που χρεώνεται για τα δάνεια του EFSF, είναι πιθανό να είναι δύσκολος πολιτικά, διότι θα σήμαινε πως το EFSF θα δεχόταν ζημιές όταν αυξηθεί το επιτόκιο χρηματοδότησης από την αγορά, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς».
 
Εκφράζει επίσης ανησυχίες από το γεγονός ότι η «quasi» σταθεροποίηση στην Ελλάδα έχει απομακρύνει την έννοια του «επείγοντος» στο να διευκολυνθεί ένα πακέτο ελάφρυνσης του χρέους, που και τονώνει τις επενδύσεις και παρακινεί σε μεταρρυθμίσεις.
 
«Υποστηρίζουμε ότι η ελάφρυνση του χρέους υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων αντί των τριμηνιαίων αξιολογήσεων του προγράμματος, θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ανησυχιών για ηθικούς κινδύνους και να αυξήσει τις πιθανότητες για μια βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».
 
Η Merrill Lynch θεωρεί ότι εάν το ελληνικό χρέος αποδειχθεί μη βιώσιμο, και με την προϋπόθεση ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι σε καλό δρόμο, η Ευρώπη ίσως να μην έχει άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει σε μια μερική ελάφρυνση του χρέους.
 
«Για να το θέσουμε απλά, εάν η υπόλοιπη Ευρώπη δεν καταστήσει ευκολότερη την αποπληρωμή για την Ελλάδα, η Ελλάδα ίσως να μην είναι σε θέση να τους αποπληρώσει. Όσο η Ελλάδα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, η απειλή από την τρόικα για διακοπή του προγράμματος αντί να συμφωνήσει σε ένα OSI, δεν είναι αξιόπιστη κατά την άποψή μας, καθώς η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να καλύψει τις εσωτερικές της ανάγκες μόνο εάν σταματούσε την εξυπηρέτηση του χρέους της, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου κατέχεται από την υπόλοιπη Ευρώπη».
 
Συνεχίζει τονίζοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα έχει ένα χρηματοδοτικό κενό ύψους 10,9 δισ. ευρώ (4,4 δισ. ευρώ το 2014 και 6,5 δισ. ευρώ το 2015). Θεωρεί ότι τα κίνητρα υπάρχουν και για τις δύο πλευρές προκειμένου να συμφωνήσουν σε λιτότητα για το επόμενο έτος και να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό, με πολλές επιλογές διαθέσιμες: περισσότερη χρηματοδότηση του προγράμματος, τα εναπομείναντα κεφάλαια από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή και (απίθανο) μετακύλιση των maturities από τις κεντρικές τράπεζες.