«Η μεταρρύθμιση του συστήματος Επικουρικής Ασφάλισης που προωθείται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι μια μεταρρύθμιση με το βλέμμα στη νέα γενιά. Αποτελεί υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης της κυβέρνησης που απαντά στην πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού -που υπονομεύει το υφιστάμενο σύστημα- “κεφαλαιοποιώντας” την εμπειρία από επιτυχημένα μοντέλα ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία» αναφέρει το ενημερωτικό σημείωμα του γραφείου Τύπου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων την Πέμπτη, ημέρα κατά την οποία ο Κωστής Χατζηδάκης παρουσίασε το νομοσχέδιο που ξηλώνει και την κοινωνική ασφάλιση.

Το αντικοινωνικό νομοσχέδιο μάλιστα αναμένεται να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, αποκαλύπτοντας ακόμα πιο καθαρά τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, να ψηφίσει ένα τόσο κρίσιμο νομοσχέδιο που επηρεάζει τις επόμενες γενιές για πολλές δεκαετίες μέσα στα βάθη του καλοκαιριού. Αρχικά θα τεθεί σε διαβούλευση για δεκαπέντε ημέρες, και έπειτα θα πάρει τον δρόμο για τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, πριν εισαχθεί στην Ολομέλεια της Βουλής.

Σύμφωνα με το υπουργείο, τα βασικά πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό σύστημα των επικουρικών συντάξεων είναι ότι «οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων» αλλά και εισάγει την λογική του «ατομικού κουμπαρά», «δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του». Ακόμα, «βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους», με στόχο να απαντήσει, όπως λέει το υπουργείο, στην ανησυχία που εκφράζεται από τους νέους «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη».

Επιπλέον, πάντα κατά την κυβέρνηση, «δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία», καθώς, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, από το νέο σύστημα επικουρικών συντάξεων, θα προκύψει ένας «εθνικός κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. «Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος» αναφέρεται, προσθέτοντας, τέλος, ότι η μεταρρύθμιση «ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας την επικουρική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις».

Στην πράξη, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που θα ανοίξει τον δρόμο για κέρδη δεκάδων δισεκατομμυρίων στις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες πλέον θα έχου πρόσβαση στις εισφορές των εργαζόμενων, ιδιωτικοποιώντας την επικουρική ασφάλιση.

«Με το νέο σύστημα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες που προκύπτουν από την επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων. Το ισχύον, εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (που προβλέπει ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων) λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι» υποστηρίζει την ίδια ώρα το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών υποθέσεων. Κατά τις ίδιες αναφορές, «αυτή η αναλογία δεν ισχύει πια» και «η αλλαγή των δημογραφικών συσχετισμών προς το χειρότερο είναι μια πραγματικότητα που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλές ανεπτυγμένες χώρες».

«Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν χτιζόταν το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχων στην Ελλάδα ήταν 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1», υπογραμμίζει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ, «η Eurostat εκτιμά ότι το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να πάρει από την Ιταλία τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Συγκεκριμένα σχετικά με την επικουρική ασφάλιση, στην ενημέρωση του το υπουργείο αναφέρει ότι «σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σήμερα 1,2 εκατομμύρια δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Το 2050, 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050».

Τα κομβικά σημεία του «ριφιφί»

Από τις κορυφαίες «μεταρρυθμίσεις» του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), στο οποίο οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας θα είναι υποχρεωμένοι να υπάγονται από την 1η Ιανουαρίου του 2022, ενώ για όσους είναι ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών, η υπαγωγή θα είναι αρχικά προαιρετική.

Ακόμα, όπως προαναφέρθηκε, εισάγεται ο «ατομικός κουμπαράς», που πλέον μετατρέπει την επικουρική σύνταξη σε χρηματιστηριακό προϊόν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστική εξασφάλιση του εργαζόμενου για το τέλος του εργασιακού του βίου.

Κατά την παρουσίασή του, ο υπουργός αναφέρθηκε και στη «μείωση του δημογραφικού κινδύνου» και την απειλή που συνιστά στα εισοδήματα των μελλοντικών συνταξιούχων, σε μία ακόμα ψευδεπίγραφη αναφορά, την ώρα που οι σημερινοί εργαζόμενοι έχουν ήδη υποστεί καίρια πλήγματα από το εργασιακό νομοσχέδιο, με το ασφαλιστικό να αυξάνει την επισφάλεια.

Παράλληλα, ο υπουργός αναφέρθηκε στην «εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων στους μελλοντικούς συνταξιούχους με βάση και την ευρωπαϊκή εμπειρία», καθώς και στη «μετατροπή του ασαφλιστικού συστήματος σε μοχλό της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας της οικονομίας, αναφορές που αμφότερες δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα. Αφενός διότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα που εισάγεται οι επικουρικές συντάξεις τίθενται υπό απειλεί, και αφετέρου, διότι παρά την μεταφορά τεράστιων ποσών δεκάδων δισ. ευρώ στις ασφαλιστικές εταιρείες, ο εργαζόμενος παραμένει στον αέρα, δίχως κατοχύρωση της σύνταξής του.

Ειρωνική προκύπτει και η καταληκτική του αναφορά πως «για να γίνουμε Ευρώπη» θα πρέπει να ακολουθήσουμε τις πρακτικές στις χώρες της Ένωσης, την ώρα που αυτές διόλου εξασφαλίζουν τους εργαζόμενους όπου και αν εφαρμόζονται, ειδικά στο πεδίο της επικουρικής ασφάλισης.

Ένα ακόμα σημείο που αντιμετωπίζεται με ενδιαφέρον, είναι το γεγονός πως το υπουργείο Εργασίας γνωστοποίησε πως ανέθεσε την εκπόνηση τριών μελετών προκειμένου ώστε, όπως αναφέρεται, «να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία». Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.