Η σύγκλιση ολόκληρου του πολιτικού φάσματος εναντίον της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης, το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο», η μαζικότητα των διαδηλώσεων, η ομοφωνία των ΜΜΕ φαινόταν να κατασκευάζει μια νέου είδους συναίνεση με το αντίθετο πλέον πρόσημο: η κοινωνική ανοχή που έδωσε τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή να αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα κατά τη δεκαετία της ελληνικής οικονομικής κρίσης, έδωσε τη θέση της σε μια ευρεία σύγκλιση κατά των πρακτικών της, που χαρακτηρίστηκαν πλέον εγκληματικές. Ωστόσο, η καταδίκη των αντιλήψεων που προήγαγε δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης και αυτό αποτέλεσε την αφορμή για την έρευνα γνώμης που αναλύεται παρακάτω. Με άλλα λόγια, θελήσαμε να διαπιστώσουμε εάν τα ιδεολογικά μοτίβα στα οποία στηρίχθηκε η Χρυσή Αυγή και τα οποία σε διαφορετικές εκδοχές υιοθετήθηκαν από όλες τις πολιτικές εκδοχές της Ελληνικής Δεξιάς συνέχισαν να υφίστανται μετά το πέρας της δικαστικής της καταδίκης, ποιο ήταν το αποτύπωμα των ιδεών της στις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου, κατά πόσο ο λόγος της άκρας δεξιάς διαπερνά την καθημερινότητα και εμφιλοχωρεί σε στάσεις και απόψεις που σταδιακά κανονικοποιούνται.

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την έρευνα γνώμης, οι ερωτήσεις διατυπώθηκαν με βάση θεματικές που μετά από ποιοτική έρευνα και εξέταση της βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε ότι αποτέλεσαν ζητήματα κεντρικής σημασίας στον ιδεολογικό λόγο εκείνων των πολιτικών μορφωμάτων που διεκδίκησαν μια επιστροφή στην «ελληνικότητα» με όρους «συντηρητισμού». Η παρούσα έρευνα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης μελέτης της διείσδυσης των τρόπων σκέψης και αξιολόγησης μιας λογικής που εδράζεται στην άκρα δεξιά στον καθημερινό λόγο που πραγματοποιείται από την ομάδα κοινωνικών μελετών DISSENSUS). Η μελέτη, Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα: Φύλο, ΜΜΕ, Ένοπλες Δυνάμεις, Εκκλησία, της οποίας μεθοδολογικό εργαλείο υπήρξε μεταξύ άλλων και τo παρόν ερωτηματολόγιο, στοχεύει στην διερεύνηση των διαδικασιών μέσω των οποίων κανονικοποιείται και νομιμοποιείται η ακροδεξιά ιδεολογία στην Ελλάδα σήμερα και η οποία πρόκειται να δημοσιευτεί στα ελληνικά και στα αγγλικά τον Σεπτέμβριο 2021, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Το ερωτηματολόγιο εστίασε σε ένα ερευνητικό κενό: στη διερεύνηση της διασποράς ζητημάτων που έχουν αποτελέσει ναυαρχίδες του ακροδεξιού και υπερσυντηρητικού λόγου, είτε αυτός εκφράζεται μέσα από κόμματα, είτε από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνία των πολιτών (π.χ. οργανώσεις, συλλόγους) η οποία δεν έχει πάντοτε και απαραίτητα θετικό ή προοδευτικό κοινωνικό πρόσημο. Εδώ ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι όποιος συμφωνεί με τις επιμέρους δηλώσεις που διατυπώνονται στο ερωτηματολόγιο εμφορείται από ακροδεξιές αντιλήψεις εν συνόλω. Στόχος μας είναι περισσότερο να διερευνήσουμε τον βαθμό στον οποίο το σύγχρονο «θεματολόγιο» της άκρας δεξιάς – που στέκεται απορριπτικά έναντι της κοινωνικής στροφής σε πιο ανεκτικές και συμπεριληπτικές στάσεις, συμπεριφορές και νομοθεσίες και τη βιώνει ως «κρίση αξιών» – έχει διεισδύσει στον καθημερινό λόγο. Με άλλα λόγια, δηλαδή, το πώς αυτές ακραίες απόψεις που εκφράζονται αρνητικά, μέσω φοβικότητας και αποκλεισμού, γίνονται «αυτονόητες» και πλαισιώνουν την «κοινή λογική».

Στο τεχνικό κομμάτι, το ερωτηματολόγιο έχει συγκροτηθεί εν είδει δημοσκόπησης, δηλαδή με απαντήσεις τύπου «ναι»/«όχι», «συμφωνώ/διαφωνώ» ή επιλογής μεταξύ δύο διαζευκτικών. Είναι γεγονός ότι απουσιάζει η επιλογή «τίποτα από τα δύο» ή «δεν ξέρω/δεν απαντώ» (αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν ερωτήσεις που δεν απαντήθηκαν, πιθανότατα από όσους/όσες δεν εκφράστηκαν από τις επιλογές που δώσαμε), κι ότι μια διαβάθμιση τύπου κλίμακας Λίνκερτ θα μας έδινε μια πιο σύνθετη χαρτογράφηση των τάσεων και στάσεων. Ωστόσο, στόχος μας ήταν να προκαλέσουμε τους συμμετέχοντες να πάρουν θέση μεταξύ πολωμένων διλημμάτων, ώστε να διασφαλίσουμε μια ξεκάθαρη τοποθέτηση επί των αντιλήψεων που είχε ως στόχο να διερευνήσει το ερωτηματολόγιο.

Το δείγμα – το οποίο σκοπεύει να αποτυπώσει τάσεις και την επιρροή των κατηγοριών σκέψης της άκρας δεξιάς στην κοινωνία και δεν είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού, ώστε να μπορεί να οδηγήσει με στατιστική αξιοπιστία σε μια αναγωγή επί του πραγματικού πληθυσμού – περιλαμβάνει πέραν του γενικού πληθυσμού που συμμετείχε, και μια ομάδα εστίασης από τα σώματα ασφαλείας και συγκεκριμένα τις Ένοπλες Δυνάμεις. Καθώς οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν συχνά ταυτιστεί στη συνείδηση της κοινωνίας με τον συντηρητισμό, αλλά και οι ίδιες εκφράζονται ως φορείς προστασίας μιας παγιωμένης και αναχρονιστικής εν πολλοίς ελληνικότητας, στόχος μας ήταν να διακριβώσουμε αν υφίσταται απόκλιση σε σχέση με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις 15 Νοεμβρίου 2020 έως τις 15 Δεκεμβρίου 2020 με πανελλαδική εμβέλεια μεν, κεντρική εστίαση δε την Αθήνα και τα προάστια. Συμπληρώθηκαν 621 ερωτηματολόγια εκ των οποίων τα 40 αφορούν αποκλειστικά τα σώματα ασφαλείας. Από τα 621 ερωτηματολόγια, τα 428 συμπληρώθηκαν ηλεκτρονικά ενώ τα 193 συμπληρώθηκαν χειρόγραφα. Η αρχική στόχευση ήταν να συμπληρωθεί χειρόγραφα όλο το δείγμα, ωστόσο τα μέτρα προστασίας κατά της COVD-19 ανέτρεψαν τα αρχικά μας σχέδια. Το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο κυκλοφόρησε μέσω του ευρέος δικτύου της ερευνητικής ομάδας, με ιδιαίτερη έμφαση στο να αποτυπωθούν διαφορετικές ηλικίες, φύλα και μορφωτικά επίπεδα, ενώ τα χειρόγραφα ερωτηματολόγια προωθήθηκαν από την ερευνητική ομάδα σε χώρους εργασίας που διαθέταμε πρόσβαση (δομές υγείας, δομές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, Αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίες, Υπουργεία) με ιδιαίτερη μέριμνα να εκπροσωπηθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οι διαφορετικές υποκατηγορίες της ηλικίας, του μορφωτικού επιπέδου και του φύλου. Το σύνολο της στατιστικής παρουσίασης και οι αναλύσεις ανά υποκατηγορία (γενικός πληθυσμός, Σώματα Ασφαλείας, ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο), καθώς και οι αυθόρμητες απαντήσεις και οι συσχετίσεις είναι διαθέσιμες εδώ.

Το δείγμα διαιρείται ως εξής σε σχέση με τα βασικά του χαρακτηριστικά: το 41,3% του γενικού πληθυσμού ήταν άνδρες ενώ το 57,5% γυναίκες∙ το 58% του δείγματος ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 18-45 ετών ενώ το 41,5% την ηλικιακή κατηγορία 45+ ετών∙ το 33% του δείγματος έχουν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια ή/και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΠΕ/ΔΕ στα γραφήματα), το 49,7% του δείγματος έχει ολοκληρώσει σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 16,7% του δείγματος έχει προχωρήσει τις σπουδές του/της σε μεταπτυχιακό ή/και διδακτορικό επίπεδο (ΤΕ/Μ/Δ στα διαγράμματα)∙ το 83% των ερωτηθέντων διαμένουν στην Αττική και τον Πειραιά ενώ το 14,3% στην λοιπή επικράτεια. Ένα μεγάλο ποσοστό του δείγματος, της τάξεως του 69% ενημερώνεται από το διαδίκτυο που αναδεύεται ως το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) να λαμβάνουν ένα ποσοστό 58%. Η τηλεόραση έρχεται τρίτη με ποσοστό 36%, το ραδιόφωνο με 23% ενώ την εφημερίδα επιλέγει το 13% του δείγματος (η ερώτηση έδινε την επιλογή πολλαπλών απαντήσεων).

Οι ερωτήσεις 1-3 προσκαλούν σε μια αξιολόγηση της Χρυσής Αυγής έτσι ώστε να αποτυπωθεί η γενική εικόνα για την συγκεκριμένη οργάνωση και τη δράση της στον απόηχο της δικαστικής της καταδίκης. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως εύρημα αναφορικά με τις συγκεκριμένες ερωτήσεις είναι η συντριπτική απαξίωση της Χρυσής Αυγής από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας πέραν των επιμέρους χαρακτηριστικών του δείγματος: το 84% του γενικού πληθυσμού κρίνει θετικά το αποτέλεσμα της δίκης, το 84,7% θεωρεί ότι η Χρυσή Αυγή ήταν πράγματι εγκληματική οργάνωση, ενώ μόνο ένα ποσοστό 12,40% θεωρεί ότι έκανε και ορισμένα καλά. Τα δείγμα των Σωμάτων Ασφαλείας κινείται σε παρόμοια επίπεδα αναφορικά με τις δύο πρώτες ερωτήσεις (και μάλιστα με μεγαλύτερα ποσοστά από τα αντίστοιχα στον γενικό πληθυσμό) ενώ παρουσιάζει μια αρκετά αξιοσημείωτη απόκλιση σε σχέση με την τρίτη ερώτηση, δίνοντας ένα ποσοστό του 27,5% αναφορικά με την αξιολόγηση ότι η Χρυσή Αυγή έκανε και ορισμένα καλά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι αυθόρμητες απαντήσεις περί «των καλών που έκανε η Χρυσή Αυγή». Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «βοηθούσε τον φτωχό κόσμο», «προστάτεψε ανυπεράσπιστους πολίτες», «κατάγγειλε τα σκάνδαλα και την διαπλοκή», «εργάστηκε ανιδιοτελώς υπέρ των Ελλήνων», «έδωσε προτεραιότητα στους Έλληνες», «αγώνες κατά της παράνομης μετανάστευσης». Οι δηλώσεις αυτές υποδεικνύουν ότι στο βαθμό που η Χρυσή Αυγή αποτιμάται θετικά από ένα μέρος των Ελλήνων πολιτών, το βασικό της πλεονέκτημα εδράζεται σε αυτό που εκλαμβάνεται ως προτεραιότητα σε εκείνους τους Έλληνες που αισθάνονται παραγκωνισμένοι και απειλημένοι, καθώς και η πρόσληψη του πολιτικού συστήματος ως βρώμικου, διεφθαρμένου και χωρίς μέριμνα για τους πολίτες.

1. Πώς κρίνετε το αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής;

2. Η Χρυσή Αυγή ήταν εγκληματική οργάνωση;

3. Η Χρυσή Αυγή πιστεύετε ότι έκανε και ορισμένα καλά;

Ωστόσο, όπως τονίσαμε και παραπάνω, στόχος μας ήταν να προχωρήσουμε πέραν της καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και να διερευνήσουμε την διείσδυση των τρόπων εκλογίκευσης που χαρακτηρίζουν ευρύτερα αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ακροδεξιό τρόπο θέασης της κοινωνικής πραγματικότητας στο κοινωνικό σώμα. Έτσι, οι ερωτήσεις που ακολουθούν εστιάζουν στο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας, της θρησκευτικής ταυτότητας, της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας, των αντιλήψεων περί σεξουαλικής ταυτότητας και διαφοράς και των αντιλήψεων περί αντισημιτισμού.

Έτσι, οι ερωτήσεις 4-11 επικεντρώνονται στο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας και της πολιτισμικής διαφοράς. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται ότι παρόλη την ομόψυχη καταδίκη της Χρυσής Αυγής, αντιλήψεις που είναι κεντρικές στο αξιακό σύμπαν της άκρας δεξιάς τυγχάνουν σημαντικά μεγαλύτερης αποδοχής. Το 35% του γενικού πληθυσμού πιστεύει ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος των άλλων, ενώ το ποσοστό αυτό αγγίζει το 55% στα Σώματα Ασφαλείας, και 47% σε όσους έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αναφορικά με το αν η Ελλάδα είναι ρατσιστική χώρα, το 49,7% πιστεύει ότι δεν είναι, με το ποσοστό να φτάνει στο 65% στα Σώματα Ασφαλείας και χωρίς μεγάλες αποκλίσεις αναφορικά με τα άλλα γενικά χαρακτηριστικά του δείγματος. Στην ερώτηση εάν οι ερωτηθέντες αισθάνονται ότι η χώρα κινδυνεύει από πολιτισμική αλλοίωση, το 57,10% του γενικού πληθυσμού απαντά θετικά, με ποσοστό να φτάνει στο 72,50% στα Σώματα Ασφαλείας και το 68,80% σε όσους έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι είναι πάνω από 50%, δηλαδή πλειοψηφικό, σε κάθε υποκατηγορία υποκατηγορία του δείγματος. Σε σχέση με το εάν τα παιδιά που γεννιούνται από μη Έλληνες γονείς στην Ελλάδα θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξεως του 76,80% του γενικού πληθυσμού τάσσεται υπέρ, με ποσοστό και πάλι σημαντικά μικρότερο στα Σώματα Ασφαλείας – 52,50% – που ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, παραμένει πλειοψηφικό. Αυτό το εύρημα ίσως σηματοδοτεί μια θετική μεταστροφή σε σχέση με την αντιμετώπιση των μεταναστών δεύτερης γενιάς και τις αντιλήψεις για την ενσωμάτωσή τους στην Ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, ένα ποσοστό της τάξεως του 62,60% (με ποσοστά άνω του 50%, δηλαδή πλειοψηφικά, σε κάθε υποκατηγορία που εξετάζεται) και του συντριπτικού ποσοστού της τάξεως του 90% στα Σώματα Ασφάλειας πιστεύει ότι ο αριθμός των μεταναστών στην χώρα μας είναι υπερβολικά μεγάλος. Επίσης, το 58,50% του γενικού πληθυσμού (και πάλι με ποσοστά άνω του 50%, δηλαδή πλειοψηφικά, σε κάθε υποκατηγορία που εξετάζεται) και το συντριπτικό ποσοστό του 87,50% των Σωμάτων Ασφαλείας και το 71,90% όσων έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση πιστεύουν ότι η μετανάστευση σχετίζεται με την εγκληματικότητα. Στην ίδια λογική, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας φαίνεται να έχει οικειοποιηθεί το απαξιωτικά φορτισμένο λεξιλόγιο της Χρυσής Αυγής καθώς το 50,10% του γενικού πληθυσμού και το 72,5% των Σωμάτων Ασφαλείας συμφωνεί με την χρήση ή χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης». Αξιοσημείωτο, είναι το ότι στην συνείδηση της κοινωνίας φαίνεται να έχει εμπεδωθεί η διαφορά μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα σε ποσοστό 89,50% του γενικού πληθυσμού χωρίς σημαντικές αποκλίσεις επί των επιμέρους χαρακτηριστικών του δείγματος. Αυτό που βλέπουμε δηλαδή είναι ότι παρά την ομοψυχία που αφορά την καταδίκη των εγκληματικών ενεργειών της Χρυσής Αυγής, σημαντικό μέρος του πληθυσμού αντιλαμβάνεται την πολιτισμική διαφορά ως απειλή και στέκεται απαξιωτικά απέναντί της (π.χ. ο Ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος, οι μετανάστες συνδέονται με την εγκληματικότητα), χωρίς ωστόσο να θεωρεί απαραίτητα μια τέτοια στάση «ρατσιστική».

4. Θεωρείτε ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος των άλλων;

5. Είναι η Ελλάδα ρατσιστική χώρα;

6. Νιώθετε ότι η χώρα κινδυνεύει από πολιτισμική αλλοίωση;

7. Τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα από μη Έλληνες γονείς πρέπει να έχουν την δυνατότητα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας;

8. Συμφωνείτε με/ χρησιμοποιείτε την λέξη “λαθρομετανάστες”;

9. Πρόσφυγες και μετανάστες είναι το ίδιο πράγμα;

10. Νομίζετε ότι ο αριθμός των μεταναστών στην χώρα είναι υπερβολικά μεγάλος;

11. Θεωρείτε ότι η μετανάστευση σχετίζεται με την εγκληματικότητα στην χώρα μας;

Οι ερωτήσεις 12-16 εστιάζουν στο ζήτημα της θρησκευτικής ταυτότητας και της θρησκευτικής διαφοράς. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αν και ένα σημαντικό ποσοστό της τάξεως του 74,40% του γενικού πληθυσμού συμφωνεί με τον διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας, μόλις το 27% επιθυμεί την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, παρόλο που σε ποσοστό 81,10% επιθυμεί να συμπεριληφθεί στο μάθημα και η διδασκαλία άλλων θρησκειών. Τέτοιες αποκλίσεις είναι πιθανόν να υποδεικνύουν μια διάσταση μεταξύ του θρησκεύματος ως στοιχείου που θεωρείται συστατικό της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας και της Εκκλησίας ως θεσμού, που δεν χαίρει, όπως φαίνεται παρόμοιας εκτίμησης. Αναφορικά με το ζήτημα της θρησκευτικής ετερότητας φαίνεται να έχει συντελεστεί μια σημαντική μεταστροφή, με ποσοστό 61% του γενικού πληθυσμού να συμφωνεί με την δημιουργία μη χριστιανικού λατρευτικού τεμένους στην πόλη τους, με ποσοστό, ωστόσο εντυπωσιακά μικρότερο, δηλαδή της τάξεως του 35% στα Σώματα Ασφαλείας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, δηλαδή 61,3% του γενικού πληθυσμού, πιστεύει ότι το Ισλάμ απειλεί την ελευθερία των γυναικών στην Δύση, γεγονός που υποδεικνύει την σημαντική διείσδυση στερεοτυπικών Ισλαμοφοβικών αντιλήψεων και στην χώρα μας, μια τάση που επίσης παρουσιάζει άνοδο την Ευρώπη γενικότερα.

12. Ο διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας σας βρίσκει σύμφωνους;

13. Πρέπει να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία;

14. Οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται και για τις άλλες θρησκείες στο μάθημα των θρησκευτικών;

15. Σας βρίσκει σύμφωνους η δημιουργία ενός μη χριστιανικού λατρευτικού χώρου (π.χ. τζαμί) στην πόλη σας;

16. Θεωρείτε ότι το Ισλάμ απειλεί την ελευθερία των γυναικών στην Δύση;

Οι ερωτήσεις 17-18 επικεντρώνονται στο ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας και της αστυνόμευσης. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας και πάλι μια έκφραση που είναι προσφιλής στο εκφραστικό σύμπαν τα άκρας δεξιάς, ένα ποσοστό 54,20% συμφωνεί ότι «παλιά κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές», το οποίο υποδεικνύει μια νοσταλγία για ένα φαντασιακό «ασφαλές», γεγονός που πιθανώς εξηγεί γιατί το 51,30% συμφωνεί με την πρακτική της αύξησης της αστυνόμευσης που εφαρμόζει η κυβέρνηση, με τα Σώματα Ασφαλείας να σημειώνουν και πάλι πολύ μεγαλύτερα ποσοστά (82,50% και στις δύο ερωτήσεις).

17. “Παλιά κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές”. Συμφωνείτε με αυτήν την φράση;

18. Με την νέα κυβέρνηση έχει αυξηθεί εμφανώς η αστυνόμευση. Συμφωνείτε με αυτήν την πρακτική;

Οι ερωτήσεις 19-23 εστιάζουν στο ζήτημα της εξωτερικής ασφάλειας και των αντιλήψεων για τις γειτονικές χώρες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών εξακολουθεί να διχάζει, με ποσοστό 47,80% να την θεωρεί «προδοτική» και 48,20% να την θεωρεί «έντιμη». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν εδώ οι αποκλίσεις των υπο-κατηγοριών, για παράδειγμα το γεγονός ότι οι ερωτηθέντες υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου θεωρούν την Συμφωνία «έντιμη» σε ποσοστό 55,40% ενώ οι ερωτηθέντες χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου την θεωρούν «προδοτική» σε ποσοστό 62%. Ακόμη πιο έντονες είναι οι αρνητικές προσλήψεις των γειτονικών χωρών, που σε ποσοστό 68,50% θεωρούνται εχθρικές ως προς την χώρα (με το ποσοστό να φτάνει, σε ένα βαθμό αναμενόμενα, στο 95,50% στα Σώματα Ασφαλείας). Στην ίδια προοπτική, ένα ποσοστό της τάξης του 46,10% του γενικού πληθυσμού θεωρεί, αξιολογώντας τα γεγονότα του Μαρτίου 2020 στον Έβρο ως εισβολή που δέχτηκε η χώρα, ενώ στα Σώματα Ασφαλείας το ποσοστό ανέρχεται στο συντριπτικό 92,50%. Η αντίληψη δηλαδή των γειτονικών χωρών ως επιβουλόμενων την χώρα και η πρόσληψη των διεθνών συμφωνιών ως προδοσίας και όχι ως συμβιβασμούς της γεωπολιτικής πραγματικότητας, καθώς και η υπόρρητη πρόσληψη των προσφύγων ως «εισβολέων» έχουν διαπεράσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κοινωνία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το εύρημα ότι ενώ 57,30% του γενικού πληθυσμού τάσσεται υπέρ της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, μόνο ένα ποσοστό της τάξεως του 29,30% επιθυμεί την αύξηση της θητείας.

19. Ήταν προδοτική ή έντιμη η Συμφωνία των Πρεσπών;

20. Θεωρείτε πως οι γείτονες χώρες είναι φιλικές ή εχθρικές προς εμάς;

21. Μετά τα γεγονότα στον Έβρο, πιστεύετε ότι η χώρα μας δέχεται εισβολή;

22. Θεωρείτε σωστή την αναγκαστική στρατιωτική θητεία;

23. Συμφωνείτε με την αύξηση της στρατιωτικής θητείας;

Οι ερωτήσεις 24-26 επικεντρώνονται στα ζητήματα της σεξουαλικής ταυτότητας και προσανατολισμού. Αυτό είναι ίσως το ζήτημα στο οποίο παρατηρούμε την πιο σημαντική μετατόπιση: σε ποσοστό 88,30% ο γενικός πληθυσμός θεωρεί ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα (με ένα επίσης σημαντικό ποσοστό του 62,50% στα Σώματα Ασφαλείας, τα οποία μέχρι προσφάτως διέπονταν από εξαιρετικά άκαμπτες αντιλήψεις για τα έμφυλα ζητήματα). Παρομοίως, το 73,50% υποστηρίζει το δικαίωμα γάμου των ομοφυλόφιλων ατόμων (και παραμένει υψηλό και στα Σώματα Ασφαλείας, της τάξεως του 52,50%), ενώ το ποσοστό πέφτει στο 53,50% στο ζήτημα της τεκνοθεσίας (και μόλις 10% στα Σώματα Ασφαλείας). Τα ευρήματα αυτά οδηγούν σε δύο ειδών συμπεράσματα: πρώτον, ότι παρόλες τις αντιδράσεις των τελευταίων χρόνων, με σημαντικότερες αυτές που προέρχονται από τους κόλπους της Εκκλησίας, η ελληνική κοινωνία αρχίζει να ωριμάζει σε ζητήματα που αφορούν την σεξουαλική ταυτότητα. Ωστόσο, τα ευρήματα υποδεικνύουν επίσης ότι η αντίληψη του «δικαιώματος» κινείται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο των αφηρημένων αρχών και δεν μεταφράζεται πάντοτε σε συγκεκριμένα θεσμοθετημένα δικαιώματα, όπως αυτό του γάμου και της τεκνοθεσίας.

24. Τα ομοφυλόφιλα άτομα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα;

25. Θεωρείτε ότι πρέπει να έχουν δικαίωμα γάμου;

26. Θεωρείτε ότι πρέπει να έχουν δικαίωμα τεκνοθεσίας;

Οι ερωτήσεις 27-28 εστιάζουν στο ζήτημα του αντισημιτισμού και των αντιλήψεων για τους «Εβραίους». Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον εύρημα: ενώ ένα εντυπωσιακό 80% δηλώνει ότι γνωρίζει τι είναι ο αντισημιτισμός, ένα 37,3% δηλώνει ταυτόχρονα ότι οι «Εβραίοι» βρίσκονται πίσω από σκοτεινά κέντρα εξουσίας, που πιθανώς υποδηλώνει είτε μια συνειδητή αντισημιτική τοποθέτηση, είτε άγνοια επί της ουσίας περί του τι είναι και τι πρεσβεύει ο αντισημιτισμός. Εδώ παρατηρούμε και πάλι μια απόκλιση μεταξύ της γενικής ιδεολογικής κατηγορίας, π.χ. ρατσισμός ή αντισημιτισμός, με τις επιμέρους αντιλήψεις που την συνθέτουν, π.χ. ότι οι μετανάστες ευθύνονται για την αύξηση της εγκληματικότητας ή ότι οι «Εβραίοι» είναι παντοδύναμοι και έχουν πρόσβαση σε σκοτεινά κέντρα εξουσίας.

27. Ξέρετε τι είναι ο αντισημιτισμός;

28. Οι “Εβραίοι” κατηγορούνται συχνά ότι βρίσκονται πίσω από σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Συμφωνείτε;

Συμπερασματικά, αυτό που διαπιστώνουμε από την γενική εικόνα του δείγματος οι γυναίκες και όσοι/όσες έχουν πιο υψηλό μορφωτικό επίπεδο παρουσιάζουν εν συνόλω ένα πιο «προοδευτικό» προφίλ, ενώ τα Σώματα Ασφαλείας και όσοι/όσες έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο εμφανίζονται ως οι πιο «αντιδραστικοί». Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εμφανίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις «προοδευτικότεροι» των νεότερων ηλικιακά, εύρημα που πιθανώς υποδεικνύει μια στροφή μέρους των μικρότερων ηλικιών προς συντηρητικότερες αντιλήψεις.

Ίσως όμως αυτό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι σύμφωνα με τους πίνακες των συσχετίσεων (συντελεστές συσχέτισης του Kendall ∙ οι πίνακες είναι διαθέσιμοι στο link που παρατίθεται παραπάνω) όσοι/ες εμφανίζουν «αντιδραστική» συμπεριφορά στον έναν δείκτη, ανταποκρίνονται σχεδόν πάντα το ίδιο «αντιδραστικά» και στους υπόλοιπους σχετικούς δείκτες. Αντίθετα, όσοι/ες εμφανίζουν πιο «προοδευτικά» χαρακτηριστικά σε πλήθος δεικτών, παρουσιάζουν χαμηλά και πολύ χαμηλά επίπεδα «αντιδραστικότητας» και σε άλλους σχετικούς δείκτες. Για παράδειγμα, όσοι/ες θεωρούν ότι εγκληματικότητα και μετανάστευση σχετίζονται, ότι δεχόμαστε εισβολή, ότι η Χ.Α δεν ήταν εγκληματική οργάνωση, ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος, καθώς και όσοι/ες διαφωνούν με τη χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών, συμφωνούν ή χρησιμοποιούν τον όρο «λαθρομετανάστες», θεωρούν προδοτική τη συμφωνία των Πρεσπών, συμφωνούν με την αστυνόμευση, και θεωρούν ότι παλιά κοιμόμασταν με ανοιχτές πόρτες, συμφωνούν επίσης με την αύξηση της θητείας, διαφωνούν με τη χορήγηση ίσων δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλα άτομα, θεωρούν το Ισλάμ απειλή, τους Εβραίους πίσω από σκοτεινά κέντρα εξουσίας, δεν θα ήθελαν στην πόλη τους τζαμί, θεωρούν εχθρικές τις γειτονικές χώρες, δε θεωρούν την Ελλάδα ρατσιστική χώρα, κλπ. Με λίγα λόγια, οι «αντιδραστικές» αντιλήψεις φαίνεται πως συνδέονται έντονα θετικά μεταξύ τους, και μάλιστα στατιστικά σημαντικά. Ο παράγοντας του φύλου δεν εμφανίστηκε να είναι στατιστικά σημαντικός με τις αντιλήψεις αυτές, ενώ ενδιαφέρον έχει ότι το υψηλό μορφωτικό επίπεδο έχει αρνητικές συσχετίσεις με τέτοιες «αντιδραστικές» συμπεριφορές, σχεδόν πάντα στατιστικά σημαντικές. Αντίστροφα, όσοι/ες συμφωνούν με το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων στο γάμο και την υιοθεσία τέκνων, όσοι/ες είδαν θετικά το αποτέλεσμα της δίκης της Χ.Α, όσοι/ες συμφωνούν με τη χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά μεταναστών, όσοι/ες δε συμφωνούν ή δε χρησιμοποιούν τον όρο «λαθρομετανάστες», και όσοι/ες διαφωνούν με την αστυνόμευση φαίνεται πως σχετίζονται αρνητικά και στατιστικά σημαντικά με διάφορες «αντιδραστικές» συμπεριφορές, όπως με την αύξηση της θητείας, την συσχέτιση εγκληματικότητας και μετανάστευσης, την άποψη ότι δεχόμαστε εισβολή, ή ότι το Ισλάμ συνιστά είναι απειλή για την ελευθερία των γυναικών, ή την αντίληψη ότι οι «Εβραίοι» βρίσκονται πίσω από σκοτεινά κέντρα εξουσίας, καθώς και με την άποψη ότι η συμφωνία των Πρεσπών ήταν προδοτική, και ότι η Ελλάδα δεν είναι ρατσιστική χώρα. Τέλος, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο βρέθηκε θετικά και στατιστικά σημαντικά συσχετισμένο με τις «προοδευτικές» (μη αντιδραστικές) αντιλήψεις στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Τα ευρήματα αυτά παρέχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις ότι πράγματι οι αντιλήψεις αυτές συνιστούν μια συγκροτημένη ιδεολογία και δεν απαντώνται «ανεξάρτητα» ή μεμονωμένα στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο συχνά σε σημαντικά ποσοστά, που συχνά κινούνται περίπου στο 50% έχουν ενσωματώσει πτυχές του ακροδεξιού τρόπου ανάγνωσης της πραγματικότητας, και υπό αυτήν την έννοια, η κανονικοποίηση της ακροδεξιών αντιλήψεων ίσως αποτελεί την πιο σημαντική και ανησυχητική κληρονομιά της Χρυσής Αυγής.

* DISSENSUS: τα μέλη της ομάδας είναι οι Νίκος Αντωνάκος, Έλλη Βουγιούκα, Κατερίνα Δουκαρέλλη, Ανδρομάχη Κουτσουλέντη, Στέφανος Λιακάκος, Άννα Μπιρμπιλοπούλου, Νατάσα Μπραέσα, Μόνικα Ναμία, Βασίλης Νικητάκης, Ραφαήλ Ξένος, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, Ηρώ Τσαρμποπούλου-Φωκιανού, Έλια Ψαρά. Επιστημονικοί υπεύθυνοι είναι οι Ρόζα Βασιλάκη και Γιώργος Σουβλής. Στατιστική ανάλυση: Τρύφωνας Λεμοντζόγλου.