Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eurozine και μεταφράζεται και δημοσιεύεται με την άδεια του Μέσου.
Ήδη από τις πρώτες μέρες, επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος αποτέλεσε η εθνικότητα των δύο αυτών κρουσμάτων. Το γεγονός αυτό παρείχε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να προσδώσει στον μεταδοτικό ιό τον χαρακτήρα μιας εξωτερικής απειλής και, ως εκ τούτου, τής έδωσε το περιθώριο να διαμορφώσει ανάλογα και με τρόπο άμεσο τις διαδικασίες ελέγχου στα σύνορα ολόκληρης της χώρας, αλλά και της Σικελίας. Σημειωτέον ότι στη Σικελία καταφτάνουν σωστικά σκάφη που ανήκουν σε ΜΚΟ και σωσίβιες λέμβοι με ανθρώπους από τη Βόρεια Αφρική, αλλά ταυτόχρονα και τουριστικά κρουαζιερόπλοια. Οι διαδικασίες υγειονομικού ελέγχου στα σκάφη με τους μετανάστες περιελάμβαναν πλέον εξέταση για συμπτώματα του COVID-19, ενώ τόσο οι αιτούντες άσυλο όσο και το πλήρωμα ετίθεντο σε καραντίνα, ακόμη και αν η διάγνωσή τους ήταν αρνητική. Παρόμοιες ιατρικές εξετάσεις ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται και στα αεροδρόμια από τις αρχές Φεβρουαρίου.
Αν και η Ιταλία επικεντρώθηκε στον έλεγχο των αφίξεων από το εξωτερικό, οι πρώτοι πυρήνες μετάδοσης του ιού καταγράφηκαν στις βόρειες περιφέρειες της χώρας ήδη από τις 21 Φεβρουαρίου και ήταν αποτέλεσμα εγχώριας μετάδοσης του ιού. Σε ορισμένες περιφέρειες (Λομβαρδία, Εμίλια-Ρομάνια, Βένετο, Πεδεμόντιο), οι οποίες βρέθηκαν στη λίστα του Εθνικού Συστήματος Υγείας ανάμεσα στις 5 περισσότερο πληττόμενες περιοχές, σύντομα σημειώθηκε έλλειψη κλινών στα νοσοκομεία, ιδίως στις μονάδες εντατικής θεραπείας και στις μονάδες αυξημένης φροντίδας. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά στις 9 Μαρτίου να κηρύξει τη χώρα «προστατευόμενη ζώνη».
Η ανεπιτυχής αυτή διαχείριση δεν οφείλεται μόνο στη μετάδοση του ιού, αλλά και σε ένα εξασθενημένο σύστημα υγείας. Τα τελευταία 40 χρόνια, η δημόσια υγεία προσεγγίζεται όχι ως ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά ως ένα αγαθό το οποίο παρέχει το κράτος δωρεάν μόνο σε άπορους. Στην Ιταλία η προσέγγιση αυτή ξεκίνησε να ακολουθείται κατά τη δεκαετία του 1980 και συμπυκνώνεται στην αποκέντρωση, τη μερική ανάθεση της δημόσιας υγείας σε ιδιωτικούς φορείς και τη μεταστροφή της ίδιας της έννοιας της πρόνοιας: ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην απο-νοσηλεία και την κατ’ οίκον φροντίδα.
Οι συκοφαντημένες στο παρελθόν ΜΚΟ καλούνται να αναλάβουν δράση
Ο επικεφαλής υπηρεσιών πρόνοιας της περιφερειακής κυβέρνησης της Λομβαρδίας είχε ήδη αναγκαστεί στις 4 Μαρτίου να κάνει δεκτή τη βοήθεια που προσέφεραν εγχώριες και διεθνείς ΜΚΟ παροχής ιατρικών υπηρεσιών (INTERSOS, Emergency, Γιατροί Χωρίς Σύνορα) για τη στήριξη του συστήματος δημόσιας υγείας. Γενικά, το πεδίο δραστηριοποίησης των εν λόγω οργανώσεων περιλαμβάνει την παροχή βοήθειας σε μετανάστες χωρίς επίσημα έγγραφα, καθώς και σε πρόσφυγες, ενώ τα τελευταία χρόνια δέχονται συχνά τα πυρά από ακροδεξιές και λαϊκιστικές περιφερειακές κυβερνήσεις αλλά και από την κυβέρνηση της χώρας. Σήμερα, οι φωνές αυτές αναγκάζονται να παραδεχτούν σιωπηρά ότι οι ΜΚΟ, τις οποίες κάποτε κατηγορούσαν ότι προωθούν την παράτυπη μετανάστευση και διαφθείρουν τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, προσφέρουν πράγματι ουσιαστικό κοινωνικό έργο και βοηθούν τον πληθυσμό της χώρας, πολίτες και μη, ενώ αναπληρώνουν τα κενά του κρατικού μηχανισμού.
Σύμφωνα με το δίκτυο ASGI (Association for Juridical Studies on Immigration – Ένωση Νομικών Μελετών για τη Μετανάστευση), οι περισσότεροι από 5 εκατομμύρια αλλοδαποί που διαμένουν σήμερα στην Ιταλία αποτελούν τον πιο ευάλωτο πληθυσμό και βρίσκονται κατά τα υψηλότερα ποσοστά εκτεθειμένοι σε στεγαστική, νομική, εργασιακή, αλλά και υπαρξιακή επισφάλεια. Οι οργανώσεις πιέζουν για περαιτέρω επεξεργασία του ζητήματος και υπό το πλαίσιο της δημόσιας υγείας, καθώς τα άτομα αυτά καθίστανται πιο ευάλωτα τόσο στη μόλυνση από τον ιό όσο και στη μετάδοσή του.
Μέχρι σήμερα οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών (όχι μόνο οι ΜΚΟ παροχής ιατρικών υπηρεσιών) συνδράμουν τις αρχές της χώρας στη στήριξη Ιταλών αλλά και αλλοδαπών πολιτών. Από την αρχή της πανδημίας οι ΜΚΟ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και παρέχουν στις παραμελημένες πληθυσμιακές ομάδες που διαμένουν στη χώρα συνεχή ενημέρωση σχετικά με τα χαρακτηριστικά της ασθένειας και τα μέτρα πρόληψης. Ιδίως στις αγροτικές περιφέρειες του νότιου τμήματος της χώρας, οι φορείς αυτοί έχουν αναλάβει το καθοριστικής σημασίας έργο της ενημέρωσης των ευάλωτων ομάδων, οι οποίες συνήθως αποτελούνται από εργάτες, μετανάστες χωρίς επίσημα έγγραφα, που διαμένουν σε συνωστισμένους καταυλισμούς χωρίς τις στοιχειώδεις υποδομές. Βοηθούν επίσης τους αιτούντες άσυλο που βρίσκονται στα χαοτικά και επίσης υπερπλήρη κέντρα πρώτης υποδοχής. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στην επίσημη κρατική ενημέρωση, κυρίως διότι η ενημέρωση αυτή απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε Ιταλούς πολίτες και εν γένει ιταλόφωνους.
Η στήριξη 381 αλλοδαπών που κρατούνται σε κέντρα επαναπατρισμού και περιμένουν την απέλασή τους από τη χώρα αποτελεί ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Ο εθνικός επίτροπος για τα δικαιώματα των κρατουμένων και των ατόμων στερουμένων της προσωπικής ελευθερίας πρόσφατα επισήμανε στο υπουργείο εσωτερικών τη μη χρησιμότητα της διοικητικής κράτησης μεταναστών στη διάρκεια της πανδημίας: δεν υπάρχει δυνατότητα επαναπατρισμού τους, καθώς τα σύνορα είναι κλειστά και δεν υπάρχει σύνδεση με την πλειοψηφία των σχετικών χωρών είτε από αέρος, είτε από θαλάσσης.
Σήμερα πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις ασκούν πιέσεις με σκοπό την άμεση απελευθέρωση των ατόμων που κρατούνται σε κέντρα επαναπατρισμού. Οι συνθήκες κράτησης είναι καθοριστικές για τη μετάδοση του ιού και, όπως συμβαίνει στις υπερπλήρεις φυλακές της Ιταλίας, η πρόσβαση σε θεραπευτικά μέσα δύσκολη. Με αφορμή τις συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές ξέσπασαν μάλιστα εξεγέρσεις, στις οποίες συμμετείχαν κρατούμενοι και οι οικογένειές τους, αλλά και οργανώσεις που προασπίζονται τα δικαιώματα των κρατουμένων. Μέχρι και τις 10 Μαρτίου, ο απολογισμός ήταν 12 θάνατοι κρατουμένων ως αποτέλεσμα των αναταραχών αυτών.
«Μένουμε σπίτι», πού όμως;
Οι κρατικές αρχές έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένη ρητορική με αφορμή την υγειονομική κρίση, ρητορική η οποία de facto απαλείφει από τον δημόσιο διάλογο ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού, Ιταλούς πολίτες και μη. Με αφορμή την πιεστική ανάγκη για καθολική καταπολέμηση της πανδημίας, οι ιταλικές αρχές επιστρατεύουν μια δημόσια ρητορική με την οποία ζητούν από τους ανθρώπους να περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό την ατομική τους κινητικότητα και ελευθερία ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Η καμπάνια όμως της ιταλικής κυβέρνησης «Μένουμε σπίτι» αποτελεί μάλλον ένα είδος κοροϊδίας προς τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο που έχουν αποκλειστεί στα κέντρα πρώτης υποδοχής της χώρας, καθώς και τους μετανάστες χωρίς επίσημα έγγραφα. Και βέβαια, η εκστρατεία αυτή σίγουρα δεν απευθύνεται στους άστεγους της χώρας, Ιταλούς πολίτες και αλλοδαπούς, οι οποίοι υπολογίζονται σε 55.000.
Πολλά κέντρα παροχής στέγης και περίθαλψης χρειάστηκε να απορρίψουν νέες αιτήσεις προκειμένου να διασφαλίσουν τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας. Οι οργανώσεις στήριξης αστέγων έχουν ζητήσει από τους δήμους να παράσχουν χώρους καραντίνας, η κρατική παρέμβαση όμως καθυστερεί και δεν είναι συστηματοποιημένη σε όλη την επικράτεια της ιταλικής χερσονήσου. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, οι δημοτικές αρχές έκλεισαν τα κέντρα υποδοχής αστέγων με αποτέλεσμα να διακοπεί τόσο η διανομή φαγητού και καθαρών ρούχων, όσο και οι υπηρεσίες λουτρών αλλά και εξωτερικών ιατρείων. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως βλέπουμε για παράδειγμα στην πόλη Τερμόλι της περιφέρειας Μολίζε, οι δημοτικές αρχές συνεργάστηκαν επιτυχώς με συνδέσμους της πόλης προκειμένου να χρησιμοποιηθούν άδειοι χώροι όπως κλειστά σχολικά γυμναστήρια, ως προσωρινή στέγη. Ενορίες εκκλησιών αδειάζουν χώρους προκειμένου να φιλοξενήσουν ανθρώπους που μένουν στον δρόμο, ενώ και άλλες ενώσεις καταβάλλουν προσπάθειες στις έκτακτες αυτές συνθήκες για άνοιγμα νέων χώρων στέγασης. Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις ανακόπτουν, ωστόσο, το έργο των οργανώσεων αυτών και αναγκάζουν πολλούς εθελοντές να μένουν στα σπίτια τους και να μην μπορούν να βοηθήσουν.
Όλοι είναι εκτεθειμένοι στον ιό, αλλά οι ευπαθείς ομάδες είναι εκείνες που τίθενται τελικά στο περιθώριο του δημόσιου διαλόγου και των πολιτικών που ακολουθούνται.
Μετά την έκτακτη αναστολή της απαγόρευσης των θαλάσσιων μεταφορών από και προς τη Σικελία, η περιφερειακή κυβέρνηση επέτρεψε τον επαναπατρισμό περίπου 300 Ιταλών, οι οποίοι απέπλευσαν από τις ακτές της Μάλτας σε εμπορικό καταμαράν και αποβιβάστηκαν στο Ποτσάλο στις 18 Μαρτίου. Την ίδια στιγμή, η ΜΚΟ Alarmphone, σε συνεργασία με τα χερσαία πληρώματα λοιπών ΜΚΟ, καταγράφει συνεχείς αναχωρήσεις λέμβων από τις ακτές της βόρειας Αφρικής, με τις λέμβους αυτές να βρίσκονται σε κίνδυνο σε διάφορα σημεία της Μεσογείου, καθώς περιμένουν να διασωθούν συχνά επί έως και 48 ώρες πριν την τελική τους επαναπροώθηση στη Λιβύη.
Ακόμη, πάντως, συνεχίζουν να καταφτάνουν βάρκες με μετανάστες στη Σικελία και ιδίως στη Λαπεντούζα. Αντιδρώντας σε αυτό, ο δήμαρχος του νησιού πρότεινε την ενίσχυση των περιπολιών και την αλλαγή πορείας των σκαφών για προσέγγιση άλλων λιμανιών. Από την άλλη πλευρά, ο περιφερειάρχης της Σικελίας Νέλο Μουσουμέτσι ζήτησε από την κυβέρνηση να θέτει σε καραντίνα τα άτομα που καταφτάνουν με σωστικές λέμβους, χωρίς να επιτρέπει την αποβίβασή τους. Δεδομένου ότι η κεντρική κυβέρνηση καθυστέρησε να αναλάβει δράση, οι μετανάστες που κατέφτασαν παρέμειναν στο λιμάνι της Λαμπεντούζα για ώρες μέχρι τελικά να μεταφερθούν σε άλλα σημεία στην ηπειρωτική χώρα, όπου τέθηκαν σε καραντίνα.
Τα κρούσματα του COVID-19 που καταγράφονται στην Ιταλία δεν είναι μόνο θύματα του ιού, ούτε είναι κατ’ αποκλειστικότητα Ιταλοί πολίτες. Παρόλο που η μετανάστευση αποτελεί για την Ιταλία ένα φαινόμενο με συστημικό και διαστρωματικό χαρακτήρα, οι μετανάστες εξαφανίστηκαν γρήγορα από τη δημόσια ρητορική, ιδίως όταν έγινε αντιληπτό ότι αυτή τη φορά δεν αποτελούσαν εκείνοι την κρίσιμη κατάσταση.
Εκτός από τα άμεσα θύματα που πλήττει ο ιός, εξαιτίας του υποστελεχωμένου και με ανεπαρκή εξοπλισμό συστήματος υγείας, το οποίο κατέστη ανίσχυρο με την πάροδο των ετών λόγω των μέτρων λιτότητας, πλήττονται και έμμεσα ομάδες, εξαιτίας της άνισης πρόσβασης στην πληροφόρηση και τους τρόπους πρόληψης.
Η Ιταλία κατέληξε να είναι πιο «κλειστή» από ό,τι θα τολμούσε ποτέ να φανταστεί ο Ματέο Σαλβίνι, ενώ παράλληλα η πανδημία έφερε στην επιφάνεια έντονες ανισότητες οι οποίες επί της ουσίας ποτέ δεν καταπολεμήθηκαν· το αντίθετο, μάλιστα, τροφοδοτήθηκαν και διευρύνθηκαν με τη σφραγίδα του κράτους και της πολιτικής που ακολουθεί.
Η Chiara Pagano είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Παβία. Συμμετέχει στο ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Infrastructure Space and the Future of Migration Management: EU Hotspots in the Mediterranean Borderscape