του Θάνου Καμήλαλη

Η πολιτική είναι αναπόφευκτη. Εσύ μπορεί να μη θέλεις να ασχοληθείς μαζί της. Να βαριέσαι, να μην πιστεύεις τίποτα, κανέναν και καμιά. Αλλά δεν σε ρωτάει. Θέλει αυτή να ασχολείται μαζί σου, κάθε μέρα. Ο λογαριασμός που ανοίγεις είναι πολιτική. Η τιμή του μακαρονιού νο.10, σπαγγετίνι, είναι πολιτική. Ο μισθός, η εφορία, το λεωφορείο που θα πάρεις, το τρένο. Η παραλία, ο πλούτος της χώρας, το σχολείο, η ράμπα στο πεζοδρόμιο, ο κινηματογράφος απέναντι, το πολίτευμα, η τρόικα, το δημόσιο χρέος και ο καπιταλισμός. Η μόνη επιλογή που, de facto, δεν έχεις, είναι να απέχεις από την πολιτική.

Σε όλα αυτα, οι εκλογές ποτέ δεν είναι το τέλος, αλλά είναι κάτι. Μια αρχή, μια συνέχεια, μια στιγμή και μία ευκαιρία. Δεν γινόμαστε πολίτες μία φορά στα 4 χρόνια, αλλά τουλάχιστον, μια στο τόσο, μας κάνουν τη «χάρη» και μας χτυπούν την πόρτα για να μας ρωτήσουν, «ψήνεσαι;».

Θα αλλάξει κάτι; Πού να ξέρω. Ζηλεύω μερικές φορές τη βεβαιότητα των ανθρώπων που εμφανίζονται μονίμως σίγουροι, μονίμως πύρινοι, κρίτες και παντογνώστες. Ή τους άλλους, της τελειας αδιαφορίας και της ισοπεδωτικής άγνοιας. Θα θελα να τους κλέψω λίγη εσωτερική ηρεμία, να έχω καβάτζα για τον τραπεζικό μου λογαριασμό, τις 7 ώρες του ΚΤΕΛ στο Αθήνα – Θεσσαλονίκη και τις συζητήσεις στο TPP για τη Δημοκρατία, το χρέος, την Ενέργεια και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Τέσσερα ολέθρια χρόνια ήρθαν να προστεθούν στη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε μία χώρα εν καιρώ ειρήνης. Τέσσερα χρόνια όπου ποτέ δεν ήταν πιο σαφές το πόσο οι λίγοι νιώθουν παντοδύναμοι για να χτυπούν ξανά και ξανά μία κοινωνία που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Να την χτυπούν και μετά να την κοροιδεύουν κιόλας, να υποτιμούν τη νοημοσύνη της, με ακριβοπληρωμένα οργουελιανά μεγάφωνα. Τέσσερα χρόνια μιας ολοκληρωτικής παλινόρθωσης, μιας αντεπανάστασης ουσιαστικά, χωρίς προηγούμενη επανάσταση, όπου κάθε μέρα κυριαρχούσε η εξυπηρέτηση των λίγων, φίλων και ολιγαρχών, η χλεύη, το «δεν υπάρχει εναλλακτική», το ψέμα και η πρόκληση της λογικής.

«Δεν μετράτε. Δεν μας νοιάζετε. Α, και φταίει ο σταθμάρχης».

Την Κυριακή, μετράμε ψήφους. Την Κυριακή και κάθε μέρα, μετράμε εμείς. Αυτό είναι γεγονός, αλλά όχι δεδομένο. Έχουμε ευθύνη να το δηλώνουμε, να το φωνάζουμε, ξανά και ξανά, πρόθυμοι και πρόθυμες να κάνουμε και να ξανακάνουμε λάθη, μέχρι να βρούμε την άκρη.

Σε μερικές ώρες, έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε, να πούμε κάτι. Όχι για το ψηφοδέλτιο που θα ρίξουμε, αλλά για εμάς. Ας πούμε κάτι λοιπόν. Αφού μετράμε κι εμείς. Αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε.