Οι Ταλιμπάν αποτέλεσαν το μεγάλο αίνιγμα για όλη τη διεθνή κοινότητα κατά τον τελευταίο μήνα. Η τελευταία τους απόφαση να σχηματίσουν μία κυβέρνηση η οποία δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτική όλων των εθνοτήτων, όπως ήταν η ελπίδα του διεθνούς παράγοντα, αλλά αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από Παστούν, που είναι η εθνότητα στην οποία έχουν στηρίξει οι Ταλιμπάν την εξουσία τους, προκάλεσε βεβαίως μεγάλη ανησυχία. Η τελευταία μπορεί να διασκεδαστεί ελαφρώς από το γεγονός ότι πρόκειται για προσωρινή κυβέρνηση αλλά παρ’ όλα αυτά σοβεί ένας διχασμός ανάμεσα αφενός στη μερίδα των Ταλιμπάν, οι οποίοι έκαναν τις διαπραγματεύσεις στη Ντόχα του Κατάρ και, αφετέρου, στις εγχώριες δυνάμεις.
Η πρωθυπουργοποίηση του μουλά Χασάν Αχούντ σηματοδοτεί μια έντονη απευθείας παρέμβαση του Πακιστάν στις αφγανικές υποθέσεις. Η νέα ηγεσία του Αφγανιστάν προέρχεται από αυτούς που είχαν αντισταθεί στους Σοβιετικούς κατά τη δεκαετία του 1980, έχοντας στενή σχέση με το Πακιστάν και τις Η.Π.Α., αλλά ορισμένοι εξ αυτών, όπως ο Σιρατζουντίν Χακάνι, είχαν στη συνέχεια επικηρυχτεί ως τρομοκράτες συνδεόμενοι με την Αλ Κάιντα. Οι συγκεκριμένες επιλογές στην ηγεσία των Ταλιμπάν σημαίνουν ότι το Πακιστάν προσπαθεί να προκαταλάβει, δρώντας ταχύτατα για να δημιουργήσει τετελεσμένα και σίγουρα δεν είναι πλέον ο δεδομένος σύμμαχος των Η.Π.Α., όπως άλλοτε. Οι τελευταίες αν και έχουν δεχθεί ένα πλήγμα στο φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο με την κατάρρευση του καθεστώτος τους, διατηρούν τη δυνατότητα να επηρεάζουν χωρίς να εμπλέκονται άμεσα, μέσω οικονομικών κυρώσεων και αποκλεισμών. Το γεγονός πάντως είναι ότι φαίνεται πως τελειώνει με τη νίκη των Ταλιμπάν μια εποχή «ανθρωπιστικών πολέμων» για τη διά των όπλων προώθηση της δημοκρατίας. Όμως αυτό δεν αποκλείει την παρέμβαση παραγόντων της διεθνούς κοινότητας με άλλους τρόπους, όπως με πόλεμο διά αντιπροσώπων (proxy war).
Από την άλλη, η Κίνα ως αναδυόμενη υπερδύναμη ελπίζει σε μία σταθεροποίηση στο Αφγανιστάν, ώστε να συγκροτηθούν οι νέοι «δρόμοι του μεταξιού» στην Κεντρασία. Όμως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δυσχερές, καθώς ήδη μαίνεται η αντίσταση εναντίον των Ταλιμπάν στην πεδιάδα του Παντσίρ. Για την Κίνα, πάντως, όπως και για τη Ρωσία, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν προέρχεται από τους ίδιους τους Ταλιμπάν, αλλά από την επικράτηση αστάθειας που θα επέτρεπε την ανάδυση και κραταίωση δυνάμεων, όπως το Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν. Γιατί βεβαίως με την ίδια ευκολία που οι Ταλιμπάν απέκτησαν τον έλεγχο της χώρας θα μπορούσαν όσοι τήρησαν παθητική στάση να τους υπονομεύσουν με μικρά αντάρτικα σε όλη την επικράτεια. Θυμίζουμε ότι και το 2001 η προέλαση της Βόρειας Συμμαχίας είχε συναντήσει μικρή αντίσταση, λίγα χρόνια μετά όμως η αφγανική επαρχία βρισκόταν και πάλι σε μία γενικευμένη εμφύλια σύγκρουση. Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον του κινδύνου να παγιωθεί στο Αφγανιστάν άλλο ένα «αποτυχημένο κράτος» (failed state), όπως η Λιβύη, όπου θα μπορούν να βρουν ιδεώδεις συνθήκες δράσης τζιχαντιστικές οργανώσεις. Στην συνθήκη αυτή δραστηριοποιείται και η Τουρκία του Tayyip Erdoğan που διεκδικεί ρόλο στην περιοχή μέσω των συμμάχων της Πακιστάν και Κατάρ αλλά και του Ρασίντ Ντόστουμ ο οποίος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο μεταξύ των Ουζμπέκων του Αφγανιστάν. Από την άλλη, η Ινδία, παραδοσιακός αντίπαλος του Πακιστάν, προσπαθεί να κινητοποιήσει τους δικούς της μουτζαχεντίν στο Βαλουχιστάν ενάντια στο Πακιστάν, αλλά απλώς ακολουθεί τις εξελίξεις.
Ταλιμπάν και Ισλαμικό Κράτος: Οι διαφορές
Ήταν, πάντως, μάλλον ψευδαίσθηση ότι οι Ταλιμπάν συνιστούσαν μία αποκεντρωμένη τοπική αντίσταση. Στην πραγματικότητα, είχαν χαρακτηριστικά μίας συγκεντρωτικής διοίκησης με ενιαία ιδεολογία, η οποία είχε διαμορφωθεί στους μεντρεσέδες του Πακιστάν με το οποίο έχουν προνομιακή σχέση. Η θρησκευτική αυτή μόρφωση περιλαμβάνει όχι μόνο γνώσεις ισλαμικού δικαίου, αλλά και μία μόρφωση σχετική με τη σύμπηξη της γραφειοκρατίας ενός μελλοντικού κράτους, καθώς και ένα ήθος πρόσφορο στη διάρθρωση μιας ιεραρχικής μορφής διοίκησης ικανής για εντολές για στοχευμένες επιθέσεις. Η ιδεολογία των Ταλιμπάν εναντιώνεται σε μαζικά χτυπήματα σε αμάχους, όπως συνηθίζει το Ισλαμικό Κράτος. Βασική ιδεολογική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι οι Ταλιμπάν υποστηρίζουν την αποκατάσταση ενός ισλαμικού εμιράτου με βάση τη σαρία ως Σύνταγμα, ενώ το Ισλαμικό Κράτος μία ισλαμική δημοκρατία με δικό της Σύνταγμα και εκλογικό σύστημα. Πρόκειται ωστόσο για ένα όραμα ισλαμικής δημοκρατίας διαφορετικό από αυτό του γειτονικού Ιράν, καθώς το Ισλαμικό Κράτος του Αφγανιστάν είναι σουνίτες και όχι σιίτες, όπως οι Ιρανοί. Εξ ου και το Ιράν υποστηρίζει συγκρατημένα τους Ταλιμπάν, ανησυχώντας βεβαίως για την κατίσχυση του ριζοσπαστικού σουνιτικού Ισλάμ στα σύνορά του, καθώς και για τα δυσβάσταχτα κύματα προσφύγων που αυτό συνεπάγεται. Δεν παραλείπει πάντως να εργαλειοποιεί τους Χαζάρα πρόσφυγες, ανήκοντες σε μία σιιτική μειονότητα, ενάντια στους σουνίτες ανταγωνιστές. Οι Χαζάρα που φημίζονται για τη συγκριτικά καλή θέση της γυναίκας στις κοινωνίες τους έχουν υποφέρει πολύ από τις σφαγές των Ταλιμπάν και τώρα φοβούνται τα χειρότερα, εξ ου και ελπίζουν σε μία βοήθεια από τον δυτικό γείτονα.
Ταυτοχρόνως, ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους οι Ταλιμπάν το οφείλουν στο φτηνό σύστημα δικαιοσύνης που καθιέρωσαν στην επαρχία του Αφγανιστάν. Το τελευταίο μπορεί να περιέχει απαρχαιωμένες και σκληρές ποινές της σαρία, όπως λιθοβολισμούς και ακρωτηριασμούς, όμως φημίζεται για το γεγονός ότι είναι αδιάφθορο σε αντίθεση με το δικαστικό σύστημα του προηγούμενου επίσημου κράτους που ήταν διεφθαρμένο και ακριβό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι περισσότερο πλούσιοι κατέφευγαν στο κρατικό δικαστικό σύστημα, προκειμένου διά της δωροδοκίας να κερδίσουν τις υποθέσεις, ενώ μεταξύ φτωχών οι δίκες γίνονταν από Ταλιμπάν, γεγονός που προώθησε το κύρος τους. Πρόκειται βεβαίως για ένα νομικό σύστημα εξαιρετικά δυσμενές για τις γυναίκες, σε μια χώρα πάντως όπου ο όποιος ελάχιστος φεμινισμός έχει δυσφημιστεί στις επαρχίες από τη συμπόρευσή του με την αμερικανική κατοχή που είχε δημιουργήσει δύο Αφγανιστάν: μια νεωτερική όαση της πρωτεύουσας εν μέσω μιας επαρχίας διαλυμένης από τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις και αλληλοσφαγές. Στην επαρχία, η ανικανότητα των Αμερικανών να εξακριβώνουν την αλήθεια των κατηγοριών των ντόπιων για το ποιος πραγματικά τους επιβουλευόταν ανήκοντας στην αντίσταση είχε ως αποτέλεσμα να εξοντώνονται ως τρομοκράτες άνθρωποι που ήταν απλώς προγραμμένοι από ντόπιους Αφγανούς λόγω προσωπικών ή οικογενειακών βεντετών, κληρονομικών διαφορών ή απλά παρεξηγήσεων.
Ο ηρωικός και δύσκολος αγώνας των Αφγανών γυναικών
Η πρόσφατη πάντως απόφαση των Ταλιμπάν να βασιστούν στην εθνότητα των Παστούν για την κυβέρνησή τους διέψευσε ελπίδες που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει με το να εμφανίζονται περισσότερο συμπεριληπτικοί κατά τα τελευταία χρόνια της αντίστασης στην αμερικανική κατοχή. Κατά την αντίσταση αυτή οι Ταλιμπάν είχαν προσπαθήσει να οικοδομήσουν το προφίλ του αδιάφθορου σε σχέση με τη διεφθαρμένη κυβέρνηση του Hamid Karzai και των διαδόχων του. Το σύστημα δικαιοσύνης τους είχε άλλωστε έναν ταξικό και λαϊκιστικό χαρακτήρα, καθώς απευθυνόταν στους οικονομικά αδύναμους σε αντίθεση με την ακριβή και διεφθαρμένη δικαιοσύνη των ελίτ. Ωστόσο, με την ανάληψη της εξουσίας θα είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατήσουν το ίδιο φιλολαϊκό προφίλ. Κατ’ αρχήν, δεν φαίνεται να τηρούν τις δεσμεύσεις τους για τον σεβασμό προς τη μουσική και άλλες μορφές διασκέδασης που απαγορεύονται από μια φονταμενταλιστική ανάγνωση της σαρία. Τα πράγματα δείχνουν ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν οδεύει και πάλι προς έναν άκρατο ισλαμικό πουριτανισμό.
Και οι πιο ευάλωτες σε μια φονταμενταλιστική προσέγγιση προς τη σαρία θα είναι ασφαλώς οι γυναίκες. Και εδώ βεβαίως υπάρχουν δύο Αφγανιστάν. Πόλεις όπως η Καμπούλ γνώρισαν έναν ελλιπή έστω εξαστισμό πρώτα κατά τη σοσιαλιστική διακυβέρνηση και τη σοβιετική κατοχή και ύστερα κατά την αμερικανική. Οι γυναίκες της Καμπούλ είχαν την ευκαιρία να βγάλουν τη μπούρκα, όπως και στις δεκαετίες πριν τους Ταλιμπάν, να σπουδάσουν και να εργαστούν. Η παλινδρόμηση στην πατριαρχική καταπίεση θα είναι τώρα ανυπόφορη για αυτές, εξ ου και βλέπουμε τις ηρωικότατες διαμαρτυρίες τους με κίνδυνο της ζωής τους. Στην επαρχία του Αφγανιστάν η κατάσταση ήταν διαφορετική, καθώς οι γυναίκες απλώς έπρεπε να υπομένουν επί είκοσι χρόνια τις διαρκείς στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αμερικανών εναντίον της ταλιμπανικής αντίστασης, χωρίς να βλέπουν τη συνθήκη τους να αλλάζει ριζικά. Το γεγονός πάντως παραμένει ότι οι γυναίκες κατ’ αρχήν των αστικών κέντρων, αλλά κατ’ επέκταση και της επαρχίας έχουν δείξει τη διάθεσή τους να αντισταθούν κι αυτό είναι ένα από τα συνάμα πιο παρήγορα αλλά και πιο τραγικά συμβάντα αυτού του μακρού πολέμου.