Η είδηση θεωρήθηκε από πολλούς «εσωτερική» ή «εσωκομματική»: Χθες, Τρίτη, ομάδα 30 μελών της προοδευτικής πτέρυγας των Δημοκρατικών, στις ΗΠΑ, πήρε κακήν κακώς πίσω επιστολή, που είχε δημοσιευτεί μόλις μια μέρα πριν, στην οποία ζητούσε από τον πρόεδρο της χώρας, Τζο Μπάιντεν, να ξεκινήσει και διπλωματικές επαφές με τη Ρωσία. Οι επίσημοι λόγοι ήταν πως η επιστολή «παρουσιάζει διχασμένο το Δημοκρατικό κόμμα στο Ουκρανικό» και μάλιστα λίγο πριν τις μέσες εκλογές (midterms), ενώ, βάσει των δημοσκοπήσεων, απειλείται σοβαρά η πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο.

Την ..ευθύνη για την διαρροή της επιστολής ανέλαβε η επικεφαλής της προοδευτικής ομάδας, Πραμίλα Τζαϊαπάλ, που δικαιολογήθηκε πως «η επιστολή είχε συνταχθεί πριν μήνες και δυστυχώς κοινοποιήθηκε χωρίς έλεγχο από κάποιον υπάλληλο». 

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η επιστολή επουδενί δεν απειλούσε την «βοήθεια», στρατιωτική, οικονομική και άλλη, που προσφέρουν αφειδώλευτα οι ΗΠΑ στην Ουκρανία. Αντιθέτως ζητούσε μαζί με αυτή τη βοήθεια, και τη συνέχισή της, να «ξεκινήσει μια έντονη διπλωματική προσπάθεια, ώστε να αναζητηθεί ένα ρεαλιστικό πλαίσιο για την κατάπαυση του πυρός». Ούτε καν την ειρήνευση ή επίλυση: την κατάπαυση του πυρός, την προσπάθεια να σταματήσουν να σκοτώνονται άνθρωποι. «Η μόνη εναλλακτική στη διπλωματία είναι ένας παρατεταμένος πόλεμος, με όσα αυτό σημαίνει και με τους καταστροφικούς και άγνωστους κινδύνους που επιφυλάσσει», αναφερόταν στην επιστολή. 

Ποιά επιχειρήματα, πλην των εκλογών, αναφέρονταν στην κριτική εις βάρος των προοδευτικών δημοκρατικών, κριτική οξύτατη σε σημείο δημοσίου λεκτικού λυντσαρίσματος; Μα πως «τέτοια λένε και οι Ρεπουμπικάνοι». Το ας πούμε επιχείρημα, που ταυτίζει το πιο προοδευτικό κομμάτι των Δημοκρατικών με τους τραμπικούς, αφορούσε πρόσφατες δηλώσεις του ηγετικού στελέχους των ρεπουμπικάνων, Κέβιν ΜακΚάρθυ, πως «οι ρεπουμπλικάνοι» αν κερδίσουν τις εκλογές του Νοέμβρη, «δεν θα δώσουν λευκή επιταγή στην Ουκρανία». Κατά την Τζαϊαπάλ, «Οι ομοιότητες αυτών των δηλώσεων δημιούργησαν ατυχώς την εντύπωση πως οι Δημοκρατικοί, που έχουν υποστηρίξει και ψηφίσει σθεναρά και ομόφωνα κάθε πακέτο στρατιωτικής, στρατηγικής και οικονομικής βοήθειας προς τον ουκρανικό λαό, είναι κατά κάποιο τρόπο ευθυγραμμισμένοι με τους Ρεπουμπλικάνους που επιδιώκουν να διακόψουν πάραυτα την αμερικανική υποστήριξη». «Ατυχείς εντυπώσεις» που ευτυχώς δεν οδήγησαν σε διάψευση και του αιτήματος – η ανάγκη για διπλωματική προσέγγιση παραμένει αίτημα, έστω και επιβεβλημένα σιωπηλό από την έναρξη του πολέμου, τον περασμένο Φεβρουάριο, αφού το πρώτο σκαρίφημα της επιστολής κυκλοφόρησε τον Ιούνιο, τρεις μήνες μετά. Ενδιαφέρον είναι και πως, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, ήταν ελάχιστοι οι βουλευτές που το υπέγραψαν και κάποιοι από αυτούς βιάστηκαν να δηλώσουν ότι σήμερα δεν θα το υπέγραφαν, όπως η Σάρα Τζέηκομπς της Καλιφόρνιας που είπε πως «είχε υπογράψει στις 30 Ιουνίου αλλά σήμερα δεν θα υπέγραφε.. Πρέπει να συνεχίσουμε την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, που τη χρειάζονται για να τελειώσει αυτός ο πόλεμος».  

Είναι γεγονός ότι έχουμε μπει για τα καλά στην εποχή που έχεις δικαίωμα σε ένα και μόνο ένα αφήγημα, που οποιαδήποτε αντίρρηση σε αυτό οδηγεί στην καλύτερη περίπτωση σε δημόσιο λεκτικό λυντσάρισμα, δεν ‘πα’ να είσαι και progressive democrat κι εκλεγμένος στην land of the free, όπου η ελευθερία του λόγου θεωρητικώς αποτελεί θέσφατο. Το έδειξε και η πρόσφατη αντιμετώπιση του Τζέφρυ Σακς στην Αθήνα (μετά το 5ο λεπτό), το επιβεβαιώνει κάθε μέρα, κάθε ώρα, η πραγματικότητα στην ειδησεογραφία και τα κοινωνικά δίκτυα.

Το τραγικότερο, σημαντικότερο και τρομακτικότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι η απαξία προς τη διπλωματία. Η απαξία προς την επίλυση διαφορών που κοστίζουν ανθρώπινες ζωές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί που όντως μπορεί να επιλυθούν. Εκεί που – ακόμη κι αν οι δίαυλοι κρατηθούν υπόγειες και το τραπέζι είναι αόρατο – σώζονται ζωές. Οι διπλωματικές δίοδοι των συμμάχων δεν είχαν κοπεί, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε με τον Χιροχίτο ή το Χίτλερ. Στην εποχή της κορύφωσης του ψυχρού πολέμου, ακόμη και με την εισβολή στην Ουγγαρία, ακόμη και επί προεδρίας Νίξον, οπότε το γεράκι Κίσσινγκερ κρατούσε ανοικτό ανεπίσημο δίαυλο επικοινωνίας με τη Μόσχα, μέσω του παλαίμαχου διπλωμάτη Ανατόλι Ντομπρίνιν, πρέσβυ των Σοβιετικών στην Ουάσιγκτον (ναι, τότε που η Κίνα και οι ΗΠΑ ήρθαν κοντύτερα από ποτέ). Η διπλωματική οδός ποτέ, μέχρι σήμερα, δεν είχε εγκαταλειφθεί, ποτέ μέχρι σήμερα οι δίοδοι δεν είχαν κλείσει με αυτό τον τρόπο. Και, μαζί, ανθούσε κάθε φορά ένα παράλληλο, κυρίαρχα αριστερό αν και πολυπρόσωπο, κίνημα ειρήνης, που ζητούσε ακριβώς την διπλωματική λύση, το τέλος του πολέμου. 

Η εγκατάλειψη της διπλωματίας είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει σήμερα ο πλανήτης. Και, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την ανάγκη απολύτου ελέγχου του αφηγήματος. Προφανώς, μαζί με την διπλωματία, εξοστρακίζεται από το λεξιλόγιο και η ειρήνευση: οι πόλεμοι ή κερδίζονται ή χάνονται και καμμία εναλλακτική δεν υπάρχει, λέει το φρέσκο παραμύθι. Παραμύθι που αποτελεί τον ορισμό της πολεμοκαπηλίας. Και που, ελέω προπαγάνδας, γίνεται το μόνο αφήγημα που επιτρέπεται, εξοστρακίζοντας κάθε προσπάθεια για διάλογο. 

Πίσω από όλη αυτή την περιχαράκωση σε πολεμικά στρατόπεδα κρύβεται μια πρόφαση, εμφανής και στις δυο μεριές, για τη δημιουργία ενός εκ νέου διπολικού κόσμου, αφού η συνέχεια του μονοπολικού κόσμου, με την κυριαρχία των ΗΠΑ, είναι φανερό πως δεν είναι πλέον δυνατή, και είναι δεδομένο πια ότι η Κίνα (ο πραγματικός «εχθρός», ο άλλος πόλος, κατά τις ΗΠΑ) δεν έχει ούτε το μέγεθος, ούτε τη διάθεση, να παίζει το δουλικό υπηρέτη ή το δεύτερο βιολί – σε αντίθεση με την Ιαπωνία (που αυτοχειριάστηκε το ’85 με την Συμφωνία του Πλάζα) και την Γερμανία (που αυτοχειριάζεται τώρα), δυο κράτη που μεταπολεμικά στήθηκαν ως τα κατεξοχήν πελατειακά κράτη (client states) των ΗΠΑ.

Σε όλο αυτό το παιχνίδι, η Ουκρανία, η Ρωσία, και η Ευρώπη ολόκληρη, είναι απλά πιόνια. Αλλά αυτή είναι μια αλήθεια πολύ επικίνδυνη για το κυρίαρχο αφήγημα, όπως διαμορφώνεται στο δημόσιο λόγο, είτε την λέει ο Τζέφρυ Σακς, είτε η επιστολή των πιο προοδευτικών εκ των Δημοκρατικών.