του Νίκου Γκλεζάκου
Πριν λίγες μέρες διάβασα μια κριτική στο πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, «Η Γεωπολιτική της 17Ν», εκδόσεις Μονοπάτι, από έναν φίλο και σύντροφο που εκτιμώ, τον Γιώργο Λιερό. Γνωρίζοντας ότι ο τελευταίος είναι και αυτός από τους λίγους (όπως και γω), της λεγόμενης αντι-ιμπεριαλιστικής σχολής σκέψης της αριστεράς, με αποστάσεις από την λεγόμενη κοσμοπολίτικη, και εν πολλοίς ΝΑΤΟική, γρήγορα μου γεννήθηκε η απορία γιατί στέκεται τόσο αυστηρά απέναντι στον συγγραφέα και κάποιες απόψεις του, αφού και εκείνος ανήκει στην ίδια συν αντίληψη του γενικότερου αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Επικοινωνώντας μαζί του για να του εκθέσω τις απορίες μου με παρότρυνε να μελετήσω το βιβλίο και να κάνω μια προσπάθεια να διατυπώσω τη γνώμη μου κάπως πιο συγκεντρωμένα και γραπτά, αν γινόταν. Έχοντας του απόλυτη εμπιστοσύνη, και γνωρίζοντας ότι είναι πολύ ενεργός πολιτικά, κατάλαβα ότι προφανώς έχει ανοίξει μια δημόσια κουβέντα γύρω από το θέμα (αντι-ιμπεριαλισμός και ανταγωνιστικό κίνημα) και με καλούσε, ουσιαστικά, να μετέχω σε αυτόν τον διάλογο.
Λιγότερο από μια μέρα μου πήραν οι 207 σελίδες να τις διαβάσω, μια μέρα να το δουλέψω λίγο στο μυαλό μου, και άλλη μια μέρα να το μελετήσω όλο με το μολύβι στο χέρι.
Μεστό και πυκνό σε νόημα όλο το βιβλίο σε κάνει να μην θες να το αφήσεις από τα χέρια σου. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποφάσισε να παρέμβει κάνοντας ένα πολιτικό δώρο κυριολεκτικά σε όλους τους αντι-ιμπεριαλιστές αγωνιστές της Ελλάδας. Όλα αυτά που μας θυμίζει, ο τρόπος που το κάνει, οι ισχυροί συμβολισμοί των παραδειγμάτων του, αυτά που θεωρεί δεδομένα πλέον, κάποια τα θεωρούσε και παλιότερα και το τεκμηρίωνε, όλα όσα φαίνεται ότι θέλει να πει και δεν τα λέει, είτε λόγο χώρου είτε θεωρώντας ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, η διαχωριστική γραμμή που τραβάει με κομμάτια του κινήματος, ορισμένα από τα οποία τον έχουν στηρίξει και ιδιαίτερα, αλλά κυρίως το θέμα που επιλέγει για να το κάνει, και, φυσικά, η ξεκάθαρη και ειλικρινής θέση που παίρνει στο τέλος του βιβλίου, η οποία δεν επιδέχεται παρερμηνείας… Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, θεωρώ ότι το εν λόγω βιβλίο, Η Γεωπολιτική της 17Ν, είναι ίσως ο καλύτερος πρόλογος για μια συζήτηση εντός της ελληνικής αριστεράς στην προσπάθεια της να επαναπροσδιοριστεί και να επανακαθοριστεί μπροστά στο σταυροδρόμι της απερχόμενης μνημονιακής περιόδου και της επερχόμενης … ελπίζουμε όχι πολεμικής.
Το ζητούμενο σε αυτό το βιβλίο δεν είναι να σταθούμε στο τι λείπει, ίσως, ή στο τι διαφωνούμε, αλλά στο από που πρέπει να ξαναρχίσουμε, τουλάχιστον όσον αφορά τα κοινά αποδεκτά… Έτσι στη σελ. 18 με πολύ γλαφυρό τρόπο μας εξιστορεί πως παλιότερα ήταν γενική πρακτική της Αριστεράς να ξεκινά πάντα από τη «διεθνή κατάσταση». Από το γενικό στο ειδικό δηλαδή. Και ναι λοιπόν αυτό σήμερα απουσιάζει, και είναι λάθος, είναι όμως δική μας υποχρέωση να το επαναφέρουμε στον τρόπο ανάλυσης μας ως μεθοδολογία.
Ακόμα και αν λείπει εμφανώς η αναφορά στον Σπήκμαν και το Rimland που ίσως θα βοηθούσε να κατανοηθεί λίγο καλύτερα η αντίληψη των Η.Π.Α., το σημαντικό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι η σαφής θέση του Δ. Κουφοντίνα για τις σταθερές γεωπολιτικές επιδιώξεις των Η.Π.Α απέναντι στο Heartland, και φυσικά απέναντι στην πιο χαρακτηριστική του έκφραση, δηλαδή τη Ρωσία σήμερα, την Ε.Σ.Σ.Δ χτες (σελ.16).
Εκπληκτική είναι η υπενθύμιση του για τον συμβολισμό της Ε.Σ.Σ.Δ ως ιδεολογικού αντίπαλου των Η.Π.Α κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η θέση αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, ιδίως αυτή την χρονική περίοδο, που, διάφοροι «καλοθελητές» προσπαθούν να ερμηνεύσουν την επιθετικότητα αυτή των Η.Π.Α απέναντι στην σημερινή καπιταλιστική Ρωσία, στο πλαίσιο των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Και εδώ όμως ο Δ. Κουφοντίνας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Οι θεωρητικοί από τους οποίους αντλεί την γραμμή σκέψης του για τον ιμπεριαλισμό (και τους αναφέρει ο ίδιος στη σελ.67), είναι οι Χόμπσον, Λένιν και άλλους, δεν αφήνουν χώρο για τέτοιους «αναλφαβητισμούς». Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και εγώ, σε αυτούς, τον Ιρλανδό Κόννολυ. Ο Δ. Κουφοντίνας είναι σαφής, δεν μπορεί να γίνει ολοκληρωμένη κριτική στον ιμπεριαλισμό με απούσα την γεωπολιτική οπτική (σελ.20), με αυτό τον τρόπο παίρνοντας ξανά θέση απέναντι σε ένα ακόμα «απόστημα» της «αριστεράς» της εποχής μας, θεωρώντας την γεωπολιτική έξω από τα «πεδία δράσης» της.
Αφιερώνοντας ο συγγραφέας χώρο για να καταδείξει τη συνάφεια μεταξύ της ναζιστικής αντίληψης για τον «ζωτικό χώρο» και της σύγχρονης αμερικανικής γεωπολιτικής αντίληψης, οι οποίες και οι δύο στηρίζονται η πρώτη στην αντίληψη περί «καθαρής» τότε φυλής από τους Ναζί, και η δεύτερη σε αυτή ενός περιούσιου από τον Θεό λαό, έναν «εξαιρετικό» λαό, τον αμερικανικό. Χρησιμοποιεί ένα πολύ καλό παράδειγμα για να τονίσει το πόσο βαθύς είναι στις μέρες μας αυτός ο αμερικάνικος εξεπσιοναλισμός (exceptionalism).
Στη σελ. 27 αναφέρει ένα παράδειγμα από ομιλίες του Μπους αλλά και του Ομπάμα για τον «εκλεκτό λαό». Η επιλογή βέβαια της αναφοράς και του Ομπάμα σε αυτό το παράδειγμα του άκρατου σοβινισμού και ρατσισμού, μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Σίγουρα ο Κουφοντίνας έχει παρακολουθήσει τις σχεδόν γελοίες αναφορές από κομμάτι της ελληνικής (και όχι μόνο) αριστεράς στον έγχρωμο πρώην πρόεδρο, στον οποίον είχαν εναποθέσει τις «ελπίδες» τους. Ο οποίος όμως φρόντισε επί προεδρίας του να αιματοκυλήσει αρκετές χώρες του κόσμου για τα «ζωτικά» συμφέροντα του «εξαιρετικού» αμερικάνικου «λαού». Προφανώς ο Κουφοντίνας παίρνει και εδώ θέση.
Κάπως έτσι ο συγγραφέας τελειώνει σιγά σιγά με το γενικό πλαίσιο περί ιμπεριαλισμού και γεωπολιτικής και προχωράει στο ειδικό, το γεωπολιτικό σύμπλοκο δηλαδή Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας και τις σχέσεις των χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και, τη δράση της 17Ν σε σχέση με αυτά. Εδώ, λοιπόν, είναι ο συγγραφέας θα δεχτεί τα περισσότερα «πυρά». Όχι μόνο από την άρχουσα τάξη και τις υπηρεσίες της αλλά και από πολύ μεγάλο κομμάτι της αριστεράς. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι θυμίζει, για τους παλιούς, αλλά και μαθαίνει στους νέους, με τις αναφορές του, πως ξεπουλήθηκε και από ποιους η Κύπρος, ή ότι αιτιολογεί βάση θέσης, επιλογής και τελικά δυνατοτήτων τον ενδοτισμό της ελληνικής και κυπριακής άρχουσας τάξης και των κομμάτων της: θυμίζει και στην αριστερά τα «λάθη» της, εγκληματικές αμέλειες που έδωσαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Ο συγγραφέας τονίζει πολλές φορές ότι η βασική αντίληψη που ρυθμίζει την συμπεριφορά των μεγάλων δυνάμεων της Εσπερίας, στο σύμπλοκο Ελλάδα – Τουρκία, είναι η ανάσχεση (containment) της Ρωσίας. Είτε παλιότερα αφορούσε τις Αγγλία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Ελληνικό Βασίλειο, Ρωσική Αυτοκρατορία, είτε αργότερα, στον ψυχρό πόλεμο, αφορούσε το ΝΑΤΟ (Η.Π.Α), την Ε.Σ.Σ.Δ, την Ελλάδα, και την Τουρκία, είτε, σήμερα, το ΝΑΤΟ (Η.Π.Α), τη Ρωσία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτό είναι η πεμπτουσία της γεωπολιτικής ανάλυσης στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, οι σχέσεις όλων των δρώντων, μεταξύ όλων, λαμβάνουν αυτό κυρίαρχα υπ’ όψιν. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τους Έλληνες πολιτικούς να συμπεριφέρονται ως «υπάλληλοι» πολλές φορές των Αμερικανών, και οι τελευταίοι να αναγκάζονται «διορίζουν» πολιτικούς σε καίριες θέσεις. Αυτός είναι ο βασικός λόγος ενδοτισμού της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής άρχουσας τάξης, μιας και στρατηγική της επιλογή είναι η συμμετοχή της στις συμμαχικές μορφές που αποσκοπούν στην ανάσχεση της Ρωσίας. Ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που οι παραπάνω ελίτ αρνούνται να παραδεχτούν μετά βδελυγμίας. Εντύπωση όμως προκαλεί η αντίστοιχη συμπεριφορά και από την αριστερά.
Στα παρακάτω κεφάλαια ο συγγραφέας «γκρεμίζει» κυριολεκτικά τρεις βασικούς πυλώνες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται τόσο η αστική όσο και η ανταγωνιστική πολιτική για τον αναφερόμενο γεωγραφικό χώρο.
Α) με πολλά παραδείγματα αποδεικνύει ότι η Τουρκία δεν είναι τα τελευταία δέκα χρόνια αναθεωρητική δύναμη, οπως πολλοί θέλουν να πιστέψουμε. Εξακολουθεί και έχει τους ίδιους στόχους που είχε πάντα (π.χ με την διαχρονική τάση για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης. σελ.129). Πάντα διαπραγματευόταν καλύτερα από την Ελλάδα με τους «συμμάχους» ή, για την ακρίβεια, απλώς όντως διαπραγματεύονταν. Εξαιρετικά χρήσιμη είναι εδώ η υπενθύμιση ότι, και επί ψυχρού πολέμου, ακόμα η Τουρκία είχε πάντα μεγαλύτερο χώρο πολιτικών ελιγμών σε σχέση με την Ε.Σ.Σ.Δ., με την οποία είχε έντονες συναλλαγές, άρα δεν είναι κάτι νέο οι σχέσεις της με την τωρινή Ρωσία, κόντρα, υποτίθεται, με τη Δύση. Εξάλλου μη ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με μας που πασχίζουμε να αποδείξουμε τη «δυτικότητα» μας, η Τουρκία δεν είναι Δύση (δεν το θέλει, εξάλλου, διαχρονικά), είναι συνεργαζόμενη με τη Δύση. Μια επώδυνη αλήθεια που δεν βολεύει τις «αφηγήσεις» ούτε της άρχουσας ελίτ ούτε της αριστερά.
Β) κάνει σαφή τον διαχωρισμό μεταξύ εθνικισμού και εθνισμού, πράγμα που μας κάνει να πούμε ότι ίσως μόνο ο συγγραφέας και ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό να το θυμόντουσαν. Έναν διαχωρισμό που αμφότεροι (άρχουσα τάξη, αριστερά) έχουν ξεχάσει την ύπαρξη του. Αν για την άρχουσα τάξη είναι προφανές η προσπάθεια ενταφιασμού του εθνισμού, για την αριστερά παραμένει ερωτηματικό η αποκήρυξη του, εκτός εάν…
Γ) ο συγγραφέας αναφέρει μια μεγάλη αλήθεια σε σχέση με την αριστερά σε Ελλάδα και Κύπρο. Τονίζει ότι μόνο όταν η αριστερά και στις δυο χώρες μπόρεσε να παντρέψει το εθνικό με το κοινωνικό κατάφερε να «μεγαλουργήσει». Να πυκνώσει τις γραμμές της και να ορθωθεί ως άξονας πολιτικής εξουσίας στον τόπο της, απειλώντας την εξουσία των ελίτ. Κάτι τέτοιο όμως είναι σαφές ότι περνάει μόνο μέσα από το μονοπάτι ενός εθνισμού.
Όμως, ενώ είναι αρκετές οι αναφορές στην αντίληψη και την δράση της 17Ν, όπως ήταν φυσικό βέβαια, ειδικά με αποσπάσματα προκηρύξεων ιδιαίτερα επίκαιρα και σήμερα (π.χ. σελ.71 και 77), απουσιάζει η αναφορά σε κομμάτια της Τουρκικής αριστεράς. Ενώ αναλύεται αρκετά η στάση της αριστεράς σε Ελλάδα και Κύπρο δεν γίνεται ούτε λόγος για την αριστερά στην Τουρκία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα ξεπερνούσε τη θεματική του βιβλίου, ίσως. Ένας άλλος λόγος είναι ότι δεν έχουμε μια δράση από την αριστερά στην Τουρκία που να επηρεάζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Τα μοναδικά κομμάτια της Τουρκικής αριστεράς που η δράση τους έχει γεωπολιτική αντανάκλαση είναι αυτά που σχετίζονται με το κουρδικό ζήτημα. Και εδώ ο Δ. Κουφοντίνας, χωρίς πολλά λόγια, παίρνει ουσιαστικά ξανά θέση. Είδη από τη σελ.17 αναφέρει «…τις ελεγχόμενες -όπως επιδιώκουν- κουρδικές κρατικές οντότητες, όσες υπάρχουν, και αυτές που σχεδιάζουν.». Αναφέροντας λοιπόν την ύπαρξη και το σχεδιασμό των κουρδικών οντοτήτων στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδιασμού των Η.Π.Α για την ανάσχεση της Ρωσίας, δύσκολα θα μπορούσε να εντάξει παρακάτω τις ίδιες οντότητες στην γεωπολιτική δράση της αριστεράς. Ένα ζήτημα που αρνείται η αριστερά, στρουθοκαμηλίζοντας στη χώρα μας, να δει.
Τελειώνοντας, ο Δ. Κουφοντίνας κατακρίνει την πολιτική της σημερινής άρχουσας τάξης στη χώρα και το που αυτή η πολιτική θα οδηγήσει. Δεν παραλείπει όμως να αναφέρει και που οδηγεί η αντίληψη της πλειοψηφίας της αριστεράς (σελ.212). Πιστός στις αξίες του, παίρνει ξανά θέση απέναντι στο ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Ξεκάθαρα θεωρεί επεκτατικό και άδικο έναν πόλεμο από τη μεριά της Τουρκίας και αμυντικό και δίκαιο από την πλευρά της Ελλάδας. Έλκοντας και εδώ, στο ζήτημα του πολέμου, την ανάλυσή του από τη θεωρία του Λένιν, «χαλώντας» τη «σούπα» πολλών, άλλη μια φορά. Εξάλλου ποιος να διατίθεται να πολεμήσει για μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα θάλασσα; Προτείνει λοιπόν τη δημιουργία, άμεσα, ενός αντιπολεμικού κινήματος με κεντρικό άξονα πάλης το ζήτημα των βάσεων και την αποχώρηση της χώρας από επιθετικούς σχηματισμούς και πολεμικούς άξονες (σελ.218). Να υποθέσουμε εννοεί το ΝΑΤΟ και την ΕΕ έστω και αν δεν κατονομάζονται εδώ;
Παρόλο που είναι σαφές ότι, ο Δ. Κουφοντίνας, παρακολουθεί και μελετάει τα εγχειρίδια του Ν.Α.Τ.Ο. (σελ. 28, 29) και η αντίληψή του περί εξοπλισμών και γενικά στρατηγικών θεμάτων (σελ.43) ξεπερνά τα επίπεδα των συλλογικοτήτων της σημερινής αριστεράς (π.χ δίκτυο Σπάρτακος), εν τούτοις του διαφεύγουν κάποια βασικά πράγματα.
Α) το ενδεχόμενο πολέμου που αναφέρει και παίρνει θέση, αφορά το ενδεχόμενο ενός επίσημα κηρυγμένου all in πολέμου, ή θερμού επεισοδίου, ανάμεσα στα δυο κράτη (Τουρκία Ελλάδα). Εδώ λοιπόν πρέπει να τονίσουμε ότι το παραπάνω σενάριο (του πολέμου ιδίως) εκλείπει σχεδόν από την διεθνή σκηνή πλέον, δεν είναι το συνηθέστερο σενάριο που προτιμά η Τουρκία, οπουδήποτε έχει εμπλοκή σήμερα, και θεωρείται σχεδόν αδύνατο ανάμεσα σε χώρες της «συμμαχίας» (ΝΑΤΟ). Μιας και κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιούσε τη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Αντίθετα το μοντέλο που επικρατεί πλέον παγκοσμίως, και δείχνει να προτιμά η Τουρκία, είναι αυτή των πολεμικών επιχειρήσεων ενός κράτους, σε αποδρομή ή εξ αιτίας αυτού σε αποδρομή, με μη κρατικούς δρώντες.
Β) αναφέροντας (σελ.218) ότι αν απειληθεί η ύπαρξη εν γένει του ίδιου του λαού, ο τελευταίος θα πρέπει να καταφύγει στην ένοπλη αντίσταση, να θυμίσουμε ότι πλέον δεν υπάρχει κανένα φιλικό ή έστω ουδέτερο σύνορο. Και πολύ περισσότερο, ποιοι είναι οι φορείς αυτοί που θα αναλάβουν να φέρουν σε πέρας αυτή την υπόθεση;
Γ) αν όντως η Τουρκία οξύνει την αντιπαράθεση της με τη Δύση και ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα την αποχώρηση της από τη «συμμαχία», πράγμα για το οποίο αμφιβάλω, αλλά πρέπει να το εξετάζουμε ως ενδεχόμενο. Αυτό θα άλλαζε τον χαρακτήρα του πολέμου για τους εμπλεκόμενους; Θα εξακολουθούσε να είναι δίκαιος και αμυντικός για την Ελλάδα και άδικος και επεκτατικός για την Τουρκία; Για να μην έχουμε βέβαια καμία αυταπάτη περί αυτού να πούμε σε αυτό το σημείο ότι όλες οι πρόσφατες πολεμικές εμπλοκές της Τουρκίας (Συρία, Λιβύη, Καύκασος κ.τ.λ) ευνοούν την Δύση σε σχέση με την ανάσχεση της Ρωσίας. Γι’ αυτό το λόγο σε όλες αυτές τις συγκρούσεις η δύναμη που φρενάρει τις νεο-οθωμανικές επιδιώξεις της Τουρκίας είναι η Ρωσία.
Εν κατακλείδι (για να αρχίσουμε από κάπου), εάν το ένα εμπλεκόμενο (ή εμπόλεμο) μέρος είναι το Ελληνικό κράτος, το άλλο εμπλεκόμενο μέρος πιο θα είναι; Αυτό που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας (πρωτίστως). Ποιοι είναι αυτοί οι μη κρατικοί δρώντες, αντιπρόσωποι (proxy) που θα «εξυπηρετήσουν» την Τουρκία; Και πάνω σε ποια αντίθεση; Εάν ο λαός πρέπει να πάρει την κατάσταση και ουσιαστικά τη σωτηρία του στα χέρια του μέσα από ποιες διαδικασίες και φορείς θα το κάνει; Ποιοι έχουν πραγματικό όφελος από αυτό και ποιοι θα το πολεμήσουν εντός της χώρας; Εάν η σύγκρουση είναι μονόδρομος για την υπεράσπιση των συμφερόντων του λαού και της πατρίδας του (με την έννοια των δυο πατρίδων, εντός της χώρας, και των συμφερόντων που εκπροσωπούν η κάθε μια, όπως αναφέρει και ο Δ. Κουφοντίνας),και καθώς αυτή η σύγκρουση θα αποσταθεροποιούσε το ΝΑΤΟ, ποιος άλλος έχει συμφέρον από ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Πόσο εφικτή είναι μια προσέγγιση με τους τελευταίους στην υποτιθέμενη ταύτιση συμφερόντων με τον ελληνικό λαό;