του Δημήτρη Μελέτη

Χαρακτηριστικό της ποιότητας του προγράμματος του φεστιβάλ, που διεξήχθη από τις 25/01-05/02, είναι το ρεκόρ που σημειώθηκε με 63 ταινίες να παίρνουν βαθμολογία 4 ή 5 στα 5 στην ψηφοφορία του κοινού. 

To «δικό μας» «Park», σε σκηνοθεσία Σοφίας Εξάρχου, πήρε περισσότερες από 3.000 ψήφους, με κύριο θέμα τις περιπέτειες κάποιων νεαρών Αθηναίων, κυρίως μεταναστών 2ης γενιάς, που ζουν εκτός ελέγχου στα ακίνητα του παρατημένου Ολυμπιακού χωριού. Η αποσύνθεση, που επιβαρύνει την κατάσταση των κτιρίων, χαρακτηρίζει και τον τρόπο ζωής των νεαρών, το άγριο παιχνίδι τους, το φλερτ μηδενικών αξιώσεων, την απελπισία στην αναζήτηση εργασίας, τις εντάσεις αγανάκτησης.   

Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η ημερίδα «Black Rebels», που εστίασε στα έργα Αφρικανών και Αφρο-αμερικανών δημιουργών, ως μορφή αντίστασης στις διακρίσεις και τον ρατσισμό που αναβιώνει στις μέρες μας στις περισσότερες κοινωνίες της Δύσης.  Το πρόγραμμα περιλάμβανε Μasterclass με τον Barry Jenkins, σκηνοθέτη του πολυβραβευμένου «Moonlight» (2016) και επίσημους καλεσμένους, όπως τον Charles Burnet, που συμμετείχε παλαιότερα στο φεστιβάλ με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, «Killer of Sheep» (1978) και με το μεταγενέστερο «The Glass Shield» (1994).  Στο «The Glass Shield», που γυρίστηκε πριν από 23 χρόνια αλλά παραμένει τραγικά επίκαιρο, βλέπουμε την αληθινή ιστορία του πρώτου Αφρο-αμερικανού αστυνόμου στο Los Angeles και τις περιπέτειες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Ο ρατσισμός των λευκών συναδέλφων του που τον συνάντησε από την πρώτη του μέρα δεν ήταν το μόνο εμπόδιο που στάθηκε μπροστά του στο έργο της «υπεράσπισης της τάξης». Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι ο κώδικας σιωπής που τηρείται στην αστυνομία, ενώ γίνεται αισθητή και η αναφορά στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Συγκεκριμένα, βλέπουμε πώς η περιπέτειά του γίνεται δυσκολότερη όταν επιλέγει να χρησιμοποιήσει ένα «αθώο ψεματάκι» ώστε να καλύψει τον συνάδελφό του. Ο σκηνοθέτης, στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή, μοιράστηκε μαζί μας τον προβληματισμό του για το ζήτημα των διακρίσεων και της αστυνομικής βίας, που βασανίζει ακόμη τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα την κοινότητα του Los Angeles, με την αστυνομική αυθαιρεσία και τις βίαιες εξάρσεις της να αποτελούν μια καθημερινή αγωνία.  

Πίσω στη δημοκρατική διαδικασία της ψηφοφορίας του κοινού, πρώτο αναδείχθηκε το πολυσυζητημένο «Μoonlight» του Barry Jenkins, ένα ευαίσθητο κοινωνικό δράμα που έχει αναγνωριστεί από πολλούς ως το καλύτερο φιλμ του 2016, έχοντας ήδη συλλέξει περισσότερα από 140 βραβεία.  

Αρκετά υψηλά, με περισσότερες από 4.000 ψήφους, βρέθηκαν το «Paterson» του Jim Jarmusch, όπως και τα «Double Play», «American Honey», «A Hustler’s diary», «The Girl with All the Gifts», «Pop Aye», «The Giant», τα ντοκιμαντέρ «Fonko», «Het doet zo zeer», «Safari» και οι σειρές «Generatie B» και «Beau Sejour».  


Ας «δούμε» τις ταινίες


Στο «Safari» του Αυστριακού Ulrich Seidl, βλέπουμε χαρακτήρες στο στυλ του video portrait, στο οποίο κυρίως βασιζόταν και το προηγούμενό του ντοκιμαντέρ «In The Basement». Σε εκείνο έβγαζε στη φόρα τα «άπλυτα» των υπογείων της Αυστρίας, ενώ αυτή τη φορά, η κάμερά του συνοδεύει γερμανόφωνους τουρίστες στις διακοπές τους για σαφάρι στην Ναμίμπια. Τους βλέπουμε να ποζάρουν με περηφάνια δίπλα στα νεκρά ζώα που έχουν πυροβολήσει από απόσταση λίγων μέτρων και να μας εξηγούν ότι αυτό που κάνουν «είναι άθλημα κι όχι σκότωμα – το σκότωμα είναι αυτό που γίνεται στα σφαγεία»…. Με ενθουσιασμό ανταλλάσσουν τον χαιρετισμό του κυνηγού και μας αναπτύσσουν τη «λογική», βάσει της οποίας κυνηγούν κάποια ζώα και κάποια άλλα όχι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις τους τόσο για τη φυσιολογία του ντόπιου πληθυσμού όσο και για την κοινωνικό-πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι «επειδή πρόκειται για ένα νεοσύστατο κράτος που συστήθηκε κυρίως από αντάρτες, δεν είναι ικανό να θεσπίσει καλούς νόμους και να αναδείξει καλούς ηγέτες» (η λέξη που χρησιμοποιείται είναι «führer»). 


Ο Paterson, ο ήρωας του Τζιμ Τζάρμους, ζει στην πόλη Paterson, είναι οδηγός λεωφορείου και ποιητής. Δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις από τη ζωή του, παρ' ότι είναι εξαιρετικός ποιητής, όπως παρατηρεί η αγαπημένη του. Εκείνη δε, ενθουσιώδης ζωγράφος και φιλόδοξη μουσικός, δίνει τις ψιλές νότες όταν τα μπάσα της καθημερινότητας βαραίνουν την κατάσταση. Η ταινία χαρακτηρίζεται από αβίαστο χιούμορ και ροή που καλεί τον θεατή να τη δει με πολύ ενδιαφέρον και να γελάσει με καταστάσεις που σκηνοθετεί ο μοναδικός Τζάρμους, που υπογράφει και το σενάριο.  

Το εξαιρετικό «Double Play», του Ernest Dickerson, μας ταξιδεύει στο Curacao, σε μια κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Frank Martinus Arion. Στην γόνιμη γη της Καραϊβικής δεν είναι πολλά αυτά που μένουν κρυφά από το φως του ήλιου. Οι σχέσεις των ανθρώπων πλέκονται με ωραία χρώματα, με άρωμα έλξης και ξέφρενους ρυθμούς, αλλά συχνά τα όρια είναι δυσδιάκριτα και οι ισορροπίες λεπτές. H αποικιακή ιστορία του νησιού παίζει αναμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στην ιστορία του, αλλά το συγκεκριμένο σενάριο εστιάζει στις προσπάθειες των ανδρών να οργανωθούν, όσο οι γυναίκες αγωνίζονται για τις πλέον βασικές ισορροπίες. Σε μια εξαιρετική παραγωγή, με καλοδουλεμένους χαρακτήρες και σενάριο που σε μαγνητίζει, η σκηνοθεσία δίνει ροή στις όμορφες εικόνες, με τα ζεστά χρώματα και το ζωντανό ρυθμό. Το Double Play μας μεταφέρει το αεράκι της μεγάλης θάλασσας που έρχεται να δροσίσει την πολυδουλεμένη γη και να αλαφρύνει τα πάθη των ανθρώπων. 


Στο «American Honey» της Andrea Arnold, ένα road movie γυρισμένο σε ύφος που παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ, βλέπουμε τον πόθο της νεαρής πρωταγωνίστριας να αποδράσει με το βαν των νεαρών νεο-χίπιδων που φλερτάρουν χορεύοντας στο δρόμο και καπνίζουν φούντα. Θα βάλει λοιπόν τα δυνατά της και αρκετά σύντομα θα την πάρει κι εκείνη η μπάλα. Προσλαμβάνεται στην εταιρία που έχουν συστήσει -γιατί είναι νεαροί «επαγγελματίες»- και πηδάει στο βαν για νέες περιπέτειες. Πολύ ηλιοβασίλεμα, ένας έρωτας που παίζει με τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων, αμερικάνικη ξεγνοιασιά σε φαρδείς δρόμους και αρκετή περιπέτεια. 


Στο «A Hustler's Diary», γνωριζόμαστε με τον Μετίν, έναν Tούρκο μετανάστη στη Σουηδία, που «βγάζει σε τρία λεπτά όσα βγάζει η μάνα του σε ένα μήνα». Γνωστός στους δρόμους, δεν ανέχεται παιχνίδια, αλλά αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ότι κρατά ημερολόγιο. Το οποίο κάποια στιγμή θα βρει το δρόμο του για να γοητεύσει έναν εκδότη που θα θελήσει να το κάνει δικό του. Κι εκεί μπλέκονται τα πράγματα, αφού μιλάμε πια για δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, που συναντιούνται και καλούνται να συνθέσουν μαζί. Δυναμική σκηνοθεσία χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, δένει όμορφα με τη ρεαλιστική πλοκή που γοητεύει χάρη στην αυθεντικότητά της και στην ξεχωριστή ερμηνεία του Can Demirtas. 


Το δυστοπικό «The Girl with All The Gifts» δεν προτείνεται για ανθρώπους με ευαίσθητο νευρικό σύστημα. Η μικρή πρωταγωνίστρια μπορεί να έχει «όλα τα χαρίσματα» αλλά δεν θα μπορούσε να έχει γλιτώσει από τον ιό που έχει μετατρέψει την ανθρωπότητα σε ζόμπι. Αποτελεί την μοναδική ελπίδα για την πεισμωμένη επιστήμονα που θέλει να φτιάξει το σωτήριο εμβόλιο αλλά και την πιο αγαπημένη παρέα της δασκάλας της, που δε σκέφτεται να την αποχωριστεί ποτέ. Η επιβίωσή τους όμως ανάμεσα στα χιλιάδες ζόμπι δε θα είναι απλή υπόθεση. Σε ένα σκηνικό ερειπωμένων εγκαταστάσεων της Mercedes, των Lidl και άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών, η βρετανική αυτή δυστοπία δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή. Το αθώο πρόσωπο της μικρής πρωταγωνίστριας αναπαύεται στην αγκαλιά της δασκάλας της για λίγες στιγμές, ενώ στη μεγαλύτερη διάρκεια του έργου βομβαρδίζεται από τα ηχητικά εφέ που επιβάλλει η ένταση του σεναρίου. Πολύ δυνατή παραγωγή, συστήνεται για τους λάτρεις του είδους. 


O «Pop Aye» είναι ένας κανονικός, υπέρογκος ελέφαντας. Όταν ο έμπειρος αλλά απογοητευμένος αρχιτέκτονας, Thana, τον συναντά ξανά κι αποφασίζει να τον πάρει μαζί του. Η ζωή τους πρόκειται να αλλάξει οριστικά. Θα διανύσουν μαζί πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους της Ταϋλάνδης και φυσικά θα μπουν σε πολλές περιπέτειες. Ένα συντροφικό οδοιπορικό με χιούμορ και περιπέτεια και με έναν πρωτότυπο σταρ, τον ελέφαντα Bong, που γνωρίζουμε ως Popeye. Δεν μπόρεσε να είναι στο Ρόττερνταμ για να παραλάβει το βραβείο του, αλλά η ταινία βραβεύτηκε με το Big Screen Award. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απονομή του βραβείου, «η ταινία καταφέρνει να μας κάνει να γελάσουμε και να κλάψουμε, χωρίς να είναι υπερβολικά γλυκιά. Μας δίνει ελπίδα, σε καιρούς που ο κόσμος γίνεται όλο και πιο διχασμένος μέρα με την μέρα».


Στο «Fonko» μαθαίνουμε για την επαναστατική δύναμη της μουσικής μέσα από τα λόγια του μοναδικού Fela Kuti και τους ρυθμούς που δονούν την «μαύρη» ήπειρο. Σε ξέφρενους ρυθμούς funk, fusion, afrobeat, reggae, kuduro, azonto και όχι μόνο, με πολύ χορό, τραγούδι και έντονα χρώματα, η ζωή κυλάει πάντα δυνατή παρά τα εμπόδια που στέκονται μπροστά της στους αιώνες. Βλέπουμε πώς η βιωματική εφαρμογή της μουσικής, με φυσικό τρόπο, ζωντανεύει την κάθε μέρα σε διάφορες κοινότητες της Αφρικής. Γνωρίζουμε νέους καλλιτέχνες και μαθαίνουμε σε βάθος τη φιλοσοφία εκείνων που έθεσαν τις βάσεις και εκπροσώπησαν την αφρικανική μουσική κουλτούρα στον υπόλοιπο κόσμο. 


Το σκληρά ρεαλιστικό «The Giant» έχει να μας διδάξει πολλά, ιδιαίτερα στις κοινωνίες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα bullying. O κεντρικός ήρωας, ο Rikard, δεν επιτρέπει στις δυσκολίες που συνοδεύουν την αναπηρία του να σταθούν εμπόδια μπροστά στον στόχο του να κερδίσει το πρωτάθλημα petanque, που πιστεύει ότι θα τον φέρει πάλι κοντά στη μητέρα του. Σε αυτό έχει βοηθό του έναν φανταστικό γίγαντα που του δίνει δύναμη στις δύσκολες στιγμές. Τι δυνατότητες υπάρχουν όμως στον πραγματικό κόσμο; Υπάρχει περίπτωση να πετύχει το στόχο του σε μια κοινωνία που θέλει να επιβιώνει ο πιο ισχυρός; Με σκηνοθεσία που συχνά γεννά την απορία «άραγε πρόκειται για μυθοπλασία ή ντοκιμαντέρ;», και με μουσική υποστήριξη που θυμίζει Άγρια Δύση, το κοινωνικό αυτό δράμα δεν χρησιμοποιεί χρωματιστά περιτυλίγματα αλλά εστιάζει στη θέληση για ζωή κι όταν ακόμα οι συνθήκες είναι οι λιγότερο ευνοϊκές.  


«Πονάει πολύ», σημαίνει το ολλανδικό ντοκιμαντέρ, «Het doet zo zeer», που μας παρουσιάζει μια ιστορία γνώριμη στις περισσότερες κοινωνίες της Δύσης.  Μια κόρη νιώθει δεσμευμένη να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της δίπλα στη μητέρα της, που σε προχωρημένη ηλικία, δε δείχνει ενδιαφέρον σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον πέρα από αυτό του μικρού της διαμερίσματος.  Ακόμη και το να σηκωθεί από τον καναπέ φαίνεται να χρειάζεται υπερπροσπάθεια, ενώ δεν είναι εύκολο το να προτείνει κανείς κάτι που θα κάνει την κατάσταση καλύτερη. Βλέπουμε διαφορετικές επιλογές να επιχειρούνται, αλλά τελικά η οικογενειακή συντροφικότητα δε θα σταθεί απέναντι στο καθεστώς των γηροκομείων που έχει επικρατήσει. Μια πικρή πραγματικότητα που καλείται να διαχειριστεί ευρύτερα η σύγχρονη κοινωνία, με προσωπικές στιγμές που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε την κατάσταση όπως πραγματικά έχει, χωρίς να λείπουν και οι ανάλαφρες στιγμές χιούμορ που δίνουν ανάσες στο θεατή. 


Το βελγικό χιούμορ συναντά τη δυστοπία στο «Generatie B» και για να είναι πετυχημένος ο συνδυασμός χρειάζονται αληθινά στοιχεία με μια κάποια υπερβολή. Σε κατάσταση πανικού λοιπόν, η νέα γενιά των Βέλγων που έχει φτάσει σε σημείο να ικετεύει για να βρει δουλειά, καταφεύγει σε ακραίες αντιδράσεις, όπως ο πόλεμος εναντίον της προηγούμενης γενιάς -των baby boomers- που ετοιμάζεται σε κατειλημμένους χώρους από ακραίους τύπους, που τους βλέπουμε να κραυγάζουν συνθήματα κάποιου κατά φαντασία «απελευθερωτικού στρατού». Ο αξιολύπητος αλλά μοναδικός στο είδος του, Jonas, ψάχνει τρόπο να ξεπεράσει το χωρισμό του και να βρει δουλειά. Όμως το μόνο που του προσφέρεται είναι μια καλά στημένη τηλεφωνική μπίζνα, με αφεντικό ένα μετανάστη και ιδιαίτερο «αντικείμενο εργασίας» το να ακούει αγανακτισμένους Βέλγους να βγάζουν πάνω του τα απωθημένα τους. Τα κοινωνικο-πολιτικά μηνύματα μπλέκονται με σάτιρα στην καλοδουλεμένη αυτή βέλγικη σειρά, που με ωραίο ρυθμό, με ζωηρά χρώματα και χαρακτήρες έναν κι έναν, αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο δείγμα γραφής αυτού του νέου κύματος βελγικών σειρών που βρίσκονται εκεί έξω. 


Tέλος, τo «Beau Sejour» είναι μια ακόμη βέλγικη σειρά, αυτή τη φορά αστυνομική και όχι ιδιαίτερα κωμική, παρ' ότι πολλές σκηνές έχουν κι αρκετό χιούμορ. Το όνομα της το παίρνει από το ομώνυμο ξενοδοχείο κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία, όπου και ξυπνά νεκρή (;) η βασική πρωταγωνίστρια. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας (που ουσιαστικά είναι τα δύο πρώτα επεισόδια της σειράς) ψάχνει να καταλάβει τι έχει προκαλέσει το θάνατό της. Προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τα αγαπημένα της πρόσωπά, αλλά δυστυχώς μόνο πέντε συγκεκριμένα άτομα μπορούν να τη δουν και να επικοινωνήσουν μαζί της κανονικά. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που κάνει την εξέλιξη του δράματος ιδιαίτερη και προσθέτει και το απαραίτητο χιούμορ. Κάθε ατάκα έχει τη σημασία της και κάθε πρόσωπο το ρόλο του, με πρωταγωνίστρια τη Lynn Van Royen, που… εξιχνιάζει την ίδια τη δολοφονία της. Εξαιρετική παραγωγή που δικαιολογεί από όλες τις απόψεις την αναγνώριση που έχει βρει στο Βέλγιο αλλά και διεθνώς.