Θέλω να επιστήσω την προσοχή σε μία επιμέρους πτυχή του ζητήματος: δεν εννοώ ότι αυτές οι στάσεις δεν παράγουν αποτελέσματα δραματικά για κάποιους. Προφανώς υπάρχουν προσφυγάκια που διώχθηκαν από το σπίτι και το σχολείο τους ή που ξεπαγιάζουν στη Μόρια, υπάρχουν άνθρωποι που φάγαν γκλομπιές στο κεφάλι και ξεβρακώθηκαν. Φυσικά και δεν είναι ασήμαντο αυτό. Είναι όμως τα παράπλευρα θύματα της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, όχι μια εσφαλμένη πολιτική απάντηση σε ένα πραγματικό πρόβλημα. Να εξηγηθώ εκτενέστερα.

Μακεδονικό: 

Έστω ότι πιστεύεις όντως ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι προδοτική. Μπορείς εύλογα να ισχυριστείς ότι θα την τηρήσεις αναγκαστικά, διότι σέβεσαι τις νόμιμες υποχρεώσεις που δημιουργούν οι υπογραφές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Όταν όμως ο Ζάεφ δηλώνει ότι η συμφωνία είναι στον αέρα μετά το όχι των Ευρωπαίων, δεν θα πρέπει να θεωρήσεις ότι προκύπτει μια ευκαιρία για να επιβάλεις τη δική σου ατζέντα, την πατριωτική; Όχι, διότι πουλάς φούμαρα σε κορόιδα. Βάζεις την Ντόρα Μπακογιάννη να τα μαζέψει, να ενημερώσει ότι  αν κάποιοι θεωρούν τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα ευκαιρία για να ακυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών, «τα αποτελέσματα θα είναι τα χειρότερα δυνατά» και τον Δένδια να πει ότι «για εμάς το ζήτημα είναι η πλήρης και συνεπής εφαρμογή της». Γιατί; Διότι κοροϊδευόμαστε και συζητάμε μαλακίες στον δημόσιο διάλογο. Σκεφτείτε πόσες συζητήσεις σε καφενεία και αμφιθέατρα, πόσα πρωτοσέλιδα και πόσα δελτία ειδήσεων αδειάζει αυτή η φράση. Και εδώ δεν πρόκειται για τη δική μου τοποθέτηση, που είναι αδιάφορη. Πρόκειται για τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, για το κόμμα που φόρεσε αποκριάτικα μακεδονομαχίας, τραγούδησε γιαλαντζί επιτυχίες παραχάραξης και έδωσε και μικρόφωνο και πίστα στον Φράγκο Φραγκούλη να τραγουδήσει τους καημούς της ρωμιοσύνης σε συλλαλητήρια.

Νόμος και τάξη: 

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή διαδηλώσεις, γίνονται σποραδικά επεισόδια πολύ μικρής έντασης, και τα Εξάρχεια είναι μια γειτονιά με υψηλά ενοίκια. Η εικόνα διαρκούς μάχης είναι κατασκεύασμα των καναλιών και των αφεντάδων τους. Κλάνει ο Ρουβίκωνας και βλέπουμε τηλεοπτικά ρεπορτάζ λες και έχουμε πόλεμο. Η εμμονή με τη χαμηλή παραβατικότητα είναι -αν μη τι άλλο- σπατάλη αστυνομικών πόρων, με τα κριτήρια της ίδιας της αστυνομίας, και αυτό έχει διαπιστωθεί όπου εφαρμόστηκε η απίθανη ιδέα ότι πρέπει να βάλουμε τη γάτα μας να κλαίει μήπως και λερωθεί κανένας τοίχος. Αυτό δείχνει η σχετική έκθεση των εγκληματολόγων του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης που κάθισε και κοίταξε μήπως πετάμε τα λεφτά και τον καιρό μας άμα βάζουμε μπάτσους να κυνηγάνε παιδάκια, αντί για εγκληματίες.

Πιστεύει η κυβέρνησή μας ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα αν εκκενώσει μία κατάληψη; Ναι, σε επίπεδο αυστηρά επικοινωνιακό. Τα ανοιγμένα κεφάλια είναι παράπλευρες απώλειες ενός αγώνα με στοιχεία εντελώς θεατρικά, σαν την γκιόστρα στον Ερωτόκριτο. Το κοντινότερο κοινωνιολογικό αντίστοιχο σε αυτές τις μάχες που δίνει η αστυνομία στα Εξάρχεια είναι αυτό το βίντεο:

 

Προσφυγικό: 

Η κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι θα έχει ταχεία διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, ότι θα υπάρξουν μαζικές επιστροφές, ενίοτε κυβερνητικοί παράγοντες μιλούν για επαναπροωθήσεις, για κλειστά κέντρα κράτησης που θα χρηματοδοτηθούν εν ανάγκη από τον εγχώριο προϋπολογισμό, ενώ καταλαβαίνουμε ότι τίποτα από αυτά δεν είναι εφικτό. Όχι επειδή δεν μου αρέσει εμένα, αλλά επειδή απλώς δεν γίνεται, διότι αντιστέκεται η πραγματικότητα και οι νόμοι. Παράγονται αποτελέσματα; Ναι, αλλά όχι αυτά που εξαγγέλονται. Οι αρμόδιοι φορείς σχολιάζουν ότι το αποτέλεσμα θα είναι απλώς περισσότεροι άνθρωποι χωρίς χαρτιά. “Το προσφυγικό” είναι ήδη μια κατασκευή, όταν η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι συνιστά κρίση το να διαχειριστεί πρόσφυγες που χωράνε σε ένα γήπεδο. Όπως έγραφε ο Δημοσθένης Παπαδάτος στο TPP,

«Ο κρατικός ρατσισμός είναι η απάντηση σε μια τεχνητή “κρίση” που κατασκευάζει το ίδιο το κράτος: όταν εγκλωβίζεις 7.000 πρόσφυγες σε ένα ελληνικό χωριό 7.000 κατοίκων, αυτό είναι ο ορισμός της κατασκευασμένης κρίσης. Όταν, παρά τις επιδοτήσεις, φτιάχνεις τη Μόρια, όπως νωρίτερα την Παγανή, αυτό είναι μια κατασκευασμένη κρίση: για να υποφέρουν οι πρόσφυγες, για να πιέζεται η “Ευρώπη”, για να ξεσηκώνονται ζητώντας “περισσότερο κράτος” οι ντόπιοι. Η Ελλάδα είναι μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με 11 εκατομμύρια κατοίκους και λίγες δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες χωρίς κοινωνικά δικαιώματα: δεν είναι ο Λίβανος, η Τουρκία ή η Ιορδανία».

Τότε τι κάνουμε; Δεν τα συζητάμε αυτά; Είναι αδύνατό. Όπως μου έλεγε ο φίλος Αλέξανδρος στο τηλέφωνο, τα δύο τρίτα της ενέργειάς μας στη δημοσιογραφία είναι να αποδομούμε ανύπαρκτες ειδήσεις. Δεν μπορούμε να μην το κάνουμε, αλλά χρειάζεται να ξέρουμε τι κάνουμε.

Και τι ενδιαφέρει τις ελίτ; Είναι πολύ απλό: αυτά που μαθαίνουμε όταν τσακώνονται και βγάζουν ο ένας τα άπλυτα του άλλου στη φόρα, όπως συνέβη με τον Αλαφούζο και τον Χατζηνικολάου.

Αυτό που ενδιαφέρει όντως την ελίτ της χώρας είναι να εισπράττει χρήματα από διαφημίσεις της Novartis για να λέει ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο, να εισπράττει φράγκα εκβιάζοντας τραπεζίτες και να διαγράφει χρέη γλείφοντας πολιτικούς. Όλα αυτά είναι προφανώς πράξεις πρώτον παράνομες και δεύτερον τεράστιας σημασίας για το δημόσιο συμφέρον. Δεν αποτελούν όμως μέρος της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Τα μαθαίνουμε από έξαλλα τιτιβίσματα όταν τσακώνονται ολιγάρχες. Συνέβησαν όντως; Δεν έχουν αποδειχθεί, αλλά η  απορία είναι εύλογη: ο Χατζηνικολάου και ο Αλαφούζος θεωρούνται αρκετά αξιόπιστοι ώστε να διοικούν τους πιο ευυπόληπτους δημοσιογραφικούς οργανισμούς της χώρας. Δεν είναι αρκετά αξιόπιστοι για να ελεγχθούν αυτές οι κατηγορίες; προφανώς όχι. Δεν είναι ζητήματα που θα έπρεπε να κινητοποιούν δημοσιογράφους για να μιλήσουν, να ερευνήσουν; Όχι βέβαια! Είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοσιογραφίας. Δεν μπορεί να μιλήσει για τα αφεντικά της. Και δεν μπορεί να μιλήσει ούτε για τα αφεντικά του απέναντι μαγαζιού, γιατί όταν γίνεται αυτό, η κατάσταση ξεφεύγει εκτός ελέγχου και ζημιώνονται όλοι, όπως συνέβη με τον καβγά Χατζηνικολάου-Αλαφούζου.

Θα γράφουν λοιπόν όλοι μαζί για την ανομία, τα Εξάρχεια, τη Μακεδονία, την προσφυγική κρίση, την αντιπροσωπευτικότητα των φοιτητικών συνελεύσεων (κανείς δεν αναρωτιέται για την αντιπροσωπευτικότητα του κοινοβουλευτισμού) οι φίλαθλοι θα δίνουν ραντεβού για ξύλο και θα διατηρείται πάντοτε μια διπλή επικαιρότητα: στο ένα άκρο της θα βρίσκονται αυτά που ενδιαφέρουν τις ελίτ: Ρυθμίσεις χρεών μεγαλοεπιχειρηματιών, ασυλία τραπεζιτών, κόκκινα δάνεια, “επενδύσεις” κτό. Στην άλλη όχθη, στην άλλη-παράλληλη πραγματικότητα, θα τσιμπάμε κι εμείς αντιδρώντας σε όσα λέγονται για τα Εξάρχεια και τη Μακεδονία, διότι θα γίνονται συλαλλητήρια και συλλήψεις για αυτά τα κατασκευάσματα και θα ανοίγουν εντελώς πραγματικά και όχι φανταστικά κεφάλια, λοιπόν παύει να έχει σημασία ότι είναι κατασκευάσματα, και γίνονται κανονικό κομμάτι της πολιτικής μας ζωής.

Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως κάθε πολιτικό ζήτημα είναι ταυτοχρόνως ζήτημα ενημέρωσης. Γράφουμε για την αστυνομική αυθαιρεσία γράφοντας μαζί και για τα απίθανα ψεύδη των αστυνομικών ρεπορτάζ, διότι ως γνωστόν οι δημοσιογράφοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να σέρνουν την αξιοπιστία τους στα σκατά. Είναι ικανοί να δείχνουν πλάνα με βρεγμένους δρόμους και να λένε ότι η Εθνική οδός έκλεισε με ευθύνη των οδηγών. Εδώ ήταν ικανοί να δείχνουν σε βίντεο τον Ζακ να δέχεται χτυπήματα με κλωτσιές και να μιλούν για επίθεση με μαχαίρι. Εδώ θα διστάσουν;

Η σύγχρονη εποχή εγκαινιάζεται με τους τρεις θεωρητικούς της καχυποψίας, τον Μαρξ, τον Φρόυντ και τον Νίτσε. Και από τους τρεις αυτούς μάθαμε και μαθαίνουμε ότι τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Ότι το ορατό κομμάτι του παγόβουνου δεν αρκεί για να καταλάβουμε τι συμβαίνει, στην ψυχή και στην ιστορία, διότι αυτό που συμβαίνει το χωρίζει θάλασσα από αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι ότι συμβαίνει.

Χρειάζεται συνεπώς να ασκηθούμε στην μόνιμη και καθολική καχυποψία: να τους βλέπουμε με ομπρέλα και να πηγαίνουμε για μπάνιο. Οι άνθρωποι αυτοί μασάνε κουκιά και μολογάνε ρεβύθια, κατ’ επάγγελμα, σου λένε ότι δύο και δύο κάνει τέσσερα και σπας τον άβακα.

Μια που είναι ένα κείμενο απολογισμού για τη δημοσιογραφία της χρονιάς που πέρασε, χρονιάρες μέρες τώρα, ταιριάζει να θυμηθούμε ότι η ζωή δεν είναι μόνο πολιτική επικαιρότητα, είναι πάνω απ’ όλα το πάθος να ζήσεις. Αυτό το πάθος χειραγωγεί με τόση φροντίδα και προσοχή η ενημέρωση. Η ευχή μου λοιπόν είναι να μην το χαρίσουμε. Το πάθος μας να είναι ολόδικό μας, σαν τα λάθη μας και σαν τις αμαρτίες μας, αλλά να μην είναι το σενάριο κάποιου σαλταδόρου των καναλιών που αποφάσισε φέτος να παθιαστούμε με τη Μακεδονία και του χρόνου με την Περσία. Να είναι έστω ένα δικό μας χούι. Προτείνω κι εγώ τη δική μου παραίνεση εκλαϊκευτικής ψυχολογίας, την παραίνεση του πάθους, όπως τη διατύπωσε ο δάσκαλος του Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ουώλτερ Πέιτερ, στην περίφημη τελευταία παράγραφο του βιβλίου του για την Αναγέννηση, και έστειλε τον μαθητή του μαζί στη δόξα και το κάτεργο. Το ξανααντιγράφω, με την προτροπή να αναζητήσει καθένας το καταδικό του πάθος, αντί για τη συλλογική ντρόγκα των καναλιών:

 Είμαστε όλοι condamnés, καθώς λέει Ο Βίκτορ Ουγκό, είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε θάνατο, αλλά με μία αόριστη αναστολή. Έχουμε ένα διάλειμμα και ύστερα ο τόπος μας δεν μας γνωρίζει πια. Άλλοι  περνούν αυτό το διάλειμμα αδιάφορα, άλλοι με πάθος, οι σοφότεροι τουλάχιστον μεταξύ «των υιών του αιώνος τούτου» με την τέχνη και το τραγούδι. Διότι η μόνη δυνατότητα που έχουμε είναι να διευρύνουμε αυτό το διάλειμμα, να αυξήσουμε όσο περισσότερο γίνεται τους παλμούς του χρόνου που μας έχει δοθεί. Τα μεγάλα πάθη μπορούν να μας δώσουν αυτή την έντονη αίσθηση της ζωής, η έκσταση και οι λύπες του έρωτα, οι ποικίλες μορφές εντατικής δραστηριότητας, αφιλοκερδούς ή μη, που έρχονται αβίαστα σε πολλούς από μας. Βεβαιώσου όμως ότι πρόκειται για πάθος -ότι πράγματι σου αποδίδει τους πλούσιους καρπούς μιας έντονης, πολλαπλής συνειδητότητας. Τη σοφία αυτή την κατέχει το ποιητικό πάθος, η αναζήτηση του κάλλους, η αγάπη για την τέχνη χάριν της τέχνης. Διότι η τέχνη, όταν σε πλησιάζει, το μόνο που σου υπόσχεται είναι να δώσει υψηλή ποιότητα στις φευγαλέες στιγμές σου, και απλώς χάριν αυτών των στιγμών.

Εύχομαι καλή χρονιά σε όλους, αέρα στα πανιά μας και κλειστές τηλεοράσεις.

Υ.Γ. Ξέρω ότι δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι σαν αυτούς που περιγράφω. Βρείτε τις εξαιρέσεις και στηρίξτε τες.