σχόλιο του Θάνου Καμήλαλη
Κάπως έτσι, η περιφρόνηση, το μίσος για τον συνάνθρωπο, τον φτωχό, τον αδύναμο, τον διαφορετικό, τον νεκρό, μπαίνουν με «καθωσπρέπει» τρόπο στο κάθε σαλόνι, στην κάθε οθόνη. Πότε με όρους νεοφιλελεύθερους, πότε σε εκφάνσεις ωμά ρατσιστικές. Δεν έχει σημασία να βάλουμε μονάδα μέτρησης στην υπανθρωπιά, για να μάθουμε αν το χιούμορ με έναν θάνατο είναι βαρύτερο ή ελαφρύτερο από τους διαδικτυακούς «ψόφους» που εκτοξεύονται προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε αφορμή. Σημασία έχει, να αναγνωρίζουμε, ότι δίπλα από το απεχθές πρόσωπο του τέρατος, υπάρχουν πολλά μασκαρεμένα τερατάκια έτοιμα να πετάξουν, σε μικρές, εύπεπτες αλλά κοινωνικά τοξικές δόσεις το δηλητήριό τους. Και να μην τα φοβόμαστε, αλλά να αντιδράμε, να φωνάζουμε κόσμια, με επιχειρήματα αλλά και πυγμή. Γιατί η μάχη της πληροφορίας και η προσπάθεια για μια πιο ανοιχτή κοινωνία είναι συνεχείς.
Άλλωστε, την «κανονικοποίηση» του φασισμού την είδαμε πριν από λίγα χρόνια, την περίοδο της ανόδου της Χρυσής Αυγής. Τότε που τα συστημικά ΜΜΕ ασχολούνταν με την εμφάνιση του Κασιδιάρη ή την μουσική καριέρα του Γερμενή, τότε που προέβαλαν τα συσσίτια μόνο για Έλληνες, τότε που οι νεοναζί παρουσιάζονταν με όρους lifestyle και με όρους «λαϊκού κινήματος», τότε που οι οπαδοί τους ήταν «αγανακτισμένοι πολίτες» στον Άγιο Παντελεήμονα και αλλού. Πλέον, μπορεί η Χρυσή Αυγή να βρίσκεται στο καναβάτσο, αλλά η «κανονικοποίηση» και διάχυση μέρους των ιδεών της παραμένει.
Λίγο με την προώθηση σχηματισμών όπως του Βελόπουλου, λίγο με τα αστεία για μια νεκρή μετανάστρια, λίγο με τα ανυπόστατα ρεπορτάζ για το «πρεζάκι – ληστή» του κοσμηματοπωλείου, οι μικρές δόσεις δηλητηρίου διαχέονται κάθε τόσο στην κοινωνία και μάλιστα σε ένα αρκετά μεγάλο και εν μέρει ανυποψίαστο ακροατήριο. Έτσι έρχονται ή έστω ενισχύονται οι ψόφοι και τα «καλά να πάθει».
Είναι σημαντικό να μην γελάμε με ένα τέτοιο γεγονός, με έναν θάνατο, με μια τέτοια φρίκη. Να προσπαθούμε να ζούμε σε μια κοινωνία όπου κανείς δεν θα γελάει με τη φρίκη. Και να μην αφήνουμε τους μισάνθρωπους να γελούν ανενόχλητοι με τη φρίκη. Το πιο απλό είναι να οδηγήσουμε αυτό το γέλιο στον φυσικό του χώρο, χωρίς ποινές, χωρίς εντάσεις, χωρίς ανάγκη κυρώσεων και να παροτρύνουμε και τους γύρω μας να κάνουν το ίδιο. Είναι άλλωστε πολύ δύσκολο να ακουστεί κανείς μέσα από έναν κάδο σκουπιδιών.
UPDATE: Πολλές ώρες μετά το κατέβασμα των σχετικών αναρτήσεων και την κατακραυγή, η Athens Voice έβγαλε ανακοίνωση στην οποία προσπαθεί να εξηγήσει ότι το σχόλιό της «παρερμηνεύθηκε» και στόχος δεν ήταν το χιούμορ, αλλά να καταδείξει την «αριστερή υποκρισία» σχετικά με το προσφυγικό. Αφού η απάντηση ξεκινάει προσπαθώντας να ξεπλύνει τον πρώην υπουργό της ΝΔ, Βαρβιτσιώτη και τον τότε δημοσιογράφο, Θεοδωράκη, για το Φαρμακονήσι, αλλά και τις ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας για την Αμυγδαλέζα, συνεχίζει καταγγέλλοντας την «επικοινωνιακή εργαλειοποίηση των προβλημάτων». «Δεν υπήρχε απόπειρα χιούμορ», μόνο πικρία λένε, ανάμεσα σε μια σειρά από ευαίσθητες αναφορές (για τις οποίες το συγκεκριμένο μέσο είναι άλλωστε γνωστό) στο προσφυγικό δράμα.
Το καλύτερο όμως είναι το φινάλε, όπου οι συντάκτες της (κατά τα λοιπά γλυκύτατης και πολύ προσεγμένης επιστολής) ξεφεύγουν:
«Παρά τις προθέσεις μας το σχόλιο παρερμηνεύτηκε. Όχι μόνο από αυτούς που το παρερμήνευσαν επίτηδες ακριβώς γιατί καταλάβαιναν τη στόχευσή του. Αλλά και από κανονικούς ανθρώπους και από φίλους μας. Άρα ήταν άστοχο και για αυτό αποσύρθηκε και ελπίζουμε ότι τουλάχιστον εξηγήσαμε τώρα το πραγματικό του νόημα. Ζητάμε συγγνώμη, πρέπει να είμαστε πολύ περισσότερο προσεκτικοί στα ευαίσθητα θέματα, στον δημόσιο λόγο δεν έχουν όλοι τους ίδιους κώδικες. Πήραμε ένα μάθημα, ας γίνει μάθημα για όλους».
Επιστρέφουμε λοιπόν μετά από ένα ευχάριστο διάλειμμα στα κλασικά. Υπάρχουν μέχρι και «κανονικοί άνθρωποι» που το παρερμήνευσαν, ενώ το μάθημα τους πρέπει να γίνει «μάθημα για όλους μας», κατά την γνωστή τακτική της διάχυσης της ευθύνης στην κοινωνία. Ήταν απλά μία «αστοχία» γιατί απηύδησαν μέχρι και φίλοι τους αλλά και γιατί το πρόβλημα είναι ότι «δεν έχουμε όλοι τους ίδιους κώδικες». H πρώτη φορά ίσως στα χρόνικα που μία επικοινωνιακή «συγγνώμη»« χρειάζεται μία «συγγνώμη στη συγγνώμη».