Ο Μέγας Αλέξανδρος κρέμασε το κεφάλι του. Είχε κατακτήσει τα πάντα και δεν υπήρχε τίποτα πια που να μπορεί να κατακτηθεί. «Αυτή η περιοχή εδώ πέρα;», ρώτησε, δείχνοντας ένα αμαρκάριστο σημείο στο χάρτη. «Αυτό το κατακτήσατε την προγούμενη εβδομάδα», απάντησε ο στρατηγός του. «Δεν έχουμε προλάβει να το χρωματίσουμε».

Όταν ο Αλέξανδρος ξεκίνησε, ο κόσμος ήταν φρέσκος, καινούργιος. Στα δέκα του, φορώντας μόνο τα εσώρουχά του, κατέκτησε ολόκληρη την Ελλάδα. Πήγε να καταλάβει τη γιγάντια περσική αυτοκρατορία, εντελώς μεθυσμένος και γυμνός. Ξύπνησε από υπνοβασία ένα πρωί για να ανακαλύψει ότι είχε κατακτήσει την Αίγυπτο. Μια φορά, πολιόρκησε ένα φρούριο ολομόναχος, σερνόμενος από θάμνο σε θάμνο. Ξεπηδούσε πίσω από όποιον έβρισκε, παριστάνοντας κάθε φορά ότι είναι ένας διαφορετικός στρατιώτης.    

Υπήρξαν και δυσκολίες, αυτό είναι σίγουρο. Σε ένα βουκολικό νικητήριο γεύμα, ένα κοκκαλάκι από κοτόπουλο τού στάθηκε στο λαιμό. Καθώς προσπαθούσε να πιάσει το ποτήρι με το νερό, πάτησε μια ποντικοπαγίδα. Κι άλλη μία, κι άλλη μία… Προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά ήταν αδύνατον. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση, κατέκτησε την Ινδία.

Και κάπως έτσι συνέχιζε, κατακτώντας το ένα βασίλειο μετά το άλλο. Οι στρατηγοί του τον παρακαλούσαν να σταματήσει, αλλά εκείνος έλεγε «ελάτε, ένα ακόμα». Κι εκείνοι συμφωνούσαν. Η αυτοκρατορία του έγινε τόσο μεγάλη που, ακόμα και σήμερα, αν γνωρίσετε μια γυναίκα σε ένα μπαρ και την καλέσετε στο διαμέρισμά σας για να δει τον χάρτη με την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου, όταν της τον δείξετε, θα σας κοιτάξει πάντα με την ίδια τρομαγμένη απορία.

Ο Αλέξανδρος διέλυσε κάθε στρατό που επιχείρησε εναντίον του. Έσφαξε χιλιάδες. Όσοι εγκατέλειψαν τη μάχη κυνηγήθηκαν και σκοτώθηκαν. Τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρο. Αλλά οι καλές εποχές δεν θα κρατούσαν για πάντα. Εν τέλει, δεν είχαν μείνει άλλοι άνθρωποι για να κατακτηθούν.

«Και οι Ασσύριοι;», ρώτησε ο Αλέξανδρος τους στρατηγούς. «Τους κατακτήσαμε», απάντησε κάποιος. «Οι Βάκτριοι;». «Κα-τα-κτή-θη-καν, απάντησαν ρυθμικά όλοι μαζί.

Ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να απελπίζεται. «Τι θα λέγατε να δίναμε στις χώρες την ελευθερία τους για να τις κατακτήσουμε από την αρχή;». Απέφυγαν να τον κοιτάξουν στα μάτια. Ένας έβηξε. «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα κατακτήσω τα πουλιά του ουρανού», είπε ο Αλέξανδρος, αλλά κάποιος του θύμισε ότι το είχε ήδη κάνει. «Τα μυρμήγκια; Αυτά δεν μπορούμε να τα κατακτήσουμε;». Σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον Αλέξανδρο, ο πιο σοφός από τους συμβούλους του είπε: «Ίσως, αφέντη, αυτό που πραγματικά αναζητάτε είναι όχι να κατακτήσετε, αλλά να κατακτηθείτε».

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το δόρυ και τον κάρφωσε. Συσπείρωσε τους στρατιώτες του και τους έβαλε να κατασκευάσουν έναν πρωτόγονο πύραυλο. Ταξίδεψε στο φεγγάρι συνοδευόμενος από τριάντα προσεκτικά διαλεγμένους άντρες. Αιφνιδίασαν τους φεγγαρανθρώπους – αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να βρομίσουν τον πλανήτη τους.

Ίσως, η πιο μεγάλη νίκη του ήταν ότι κατέκτησε το μισό Βασίλειο του Ουρανού. Πέρασε τις μαργαριταρένιες πύλες και μαζί με τον στρατό του ξεχύθηκε μέσα, καβαλώντας ελέφαντες, ποδοπατώντας αγγέλους και αγίους. Αλλά ο Ουρανός, συνειδητοποίησε ο Αλέξανδρος, «είναι κυρίως σύννεφα», οπότε σοφά, επέλεξε να αποσυρθεί.

Ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για ένα άλλο σύμπαν, το οποίο ήλπιζε να κάψει, όταν ξαφνικά πέθανε. Στην αρχή οι στρατηγοί του δεν το πίστεψαν, μέχρι που εμφανίστηκε η σορός του. Ακόμη κρατούσε στο χέρι το σπαθί του… φορούσε την τελευταία διαστημική του στολή.

Λένε ότι είναι θαμμένος στον Καύκασο, σε λιβάδια σπαρμένα με κρόκους, αλλά κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Ο θρύλος ορίζει ότι μια μέρα θα επιστρέψει, ίσως στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όταν ο κόσμος θα έχει, για ακόμη μια φορά, ανάγκη από μια καλή κατάκτηση.       

 

* Του Jack Handey, στήλη Shouts & Murmurs, περιοδικό New Yorker – 12/03/2012.