της Τονιας Κατερίνη και της Δέσποινας Κουτσούμπα

Υπάρχουν κάποια πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά που διαφαίνονται στους αγώνες αυτούς. Το πρώτο είναι ότι αυτοί οι αγώνες δείχνουν μια αξιοσημείωτη αντοχή, διάρκεια και αποφασιστικότητα που είχαμε καιρό να δούμε. Δεν «κλείνουν» ούτε στην πρώτη στροφή, ούτε στο πρώτο «τυράκι», ούτε μετά την ψήφιση ενός νόμου. Στην απεργία της 15/2, οι εκπαιδευτικοί, οι καλλιτέχνες και οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν στο δρόμο ενάντια σε νόμους (ΠΔ για τους καλλιτέχνες) που έχουν ήδη ψηφιστεί και τους οποίους αρνούνται να εφαρμόσουν και ζητούν την αλλαγή τους, χωρίς την ηττοπάθεια που συχνά δημιουργεί η επικύρωση των νόμων του κράτους. Το ίδιο έκαναν οι φοιτητές με την πανεπιστημιακή αστυνομία, οι εργάτες της efood με τον νόμο Χατζηδάκη. Είναι σαν να υπάρχει η επίγνωση ότι μόνο με σκληρό και ανυποχώρητο και μακρόχρονο αγώνα, μπορείς να κερδίσεις. Κι αυτό περιλαμβάνει μαζικές και πρωτόγνωρες απεργίες (όπως της efood και του ΣΕΗ, σε χώρους που δεν είχαμε ξαναδεί επιτυχημένη απεργία), αλλά και άλλες μορφές μαζικής δράσης: ανυπακοή, παραιτήσεις και χάσιμο ακαδημαϊκής χρονιάς, πορείες, μοτοπορείες, συναυλίες, ανάγνωση κειμένων ή ανάρτηση πανό σε θεατρικές παραστάσεις.

Το δεύτερο είναι ότι αυτοί οι αγώνες βρίσκουν πλατιά τη στήριξη της κοινωνίας, παρά την τεράστια προσπάθεια που καταβάλλεται από όλη σχεδόν την μιντιακή σφαίρα να ενεργοποιηθεί ο κοινωνικός αυτοματισμός ενάντια σε όσους και όσες αγωνίζονται. Σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη που ο προπαγανδιστικός μηχανισμός στόχευε κάθε φορά σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ή ηλικιακές ομάδες (όπως οι «νέοι» στην πανδημία), με σκοπό να τις παρουσιάσει ως «αντικοινωνικές» και να απομονώσει τα αιτήματά τους, το τελευταίο διάστημα αυτό δεν είναι αποτελεσματικό. Κι αυτό δεν φάνηκε μόνο στον αγώνα των υγειονομικών, των καλλιτεχνών, των αρχαιολόγων και των φοιτητ(ρι)ών ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, που βρήκαν δίπλα τους πλατιά κοινωνικά κομμάτια που πλήττονται επίσης. Φάνηκε και στον αγώνα κατά των πλειστηριασμών, όταν, από την υπόθεση της Ι. Κολοβού και μετά, σε κάθε κάλεσμα μαζευόταν σε ελάχιστο χρόνο τόσος κόσμος ώστε να ακυρώνεται ο πλειστηριασμός.

Οι αγώνες αυτοί δείχνουν πρωτόγνωρη ωριμότητα και αλληλεγγύη. Το παράδειγμα των καταλήψεων των σπουδαστών σχολών των παραστατικών τεχνών και συνολικά του κινήματος των καλλιτεχνών είναι πολύ χαρακτηριστικό: η ίδια η δύναμη του αγώνα ξεπέρασε τους διαχωρισμούς «πριν το 2003»-«μετά το 2003», Πανεπιστήμια ή ανώτερες σχολές, καλλιτέχνες ή τεχνικοί, καθηγητές ή σπουδαστές. Κι αυτό παρότι το θέμα του ΠΔ για τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, με την περιπλοκότητα που το διακρίνει, είχε όλα τα εχέγγυα να δημιουργήσει τη βάση για αντιπαλότητες συντεχνιακού χαρακτήρα. Παρότι όλος ο δεξιός εσμός, αλλά και επίσημα η κυβέρνηση, πέταξαν νωρίς τη μπανανόφλουδα της κατάργησης του άρθρου 16, την ίδια ώρα που από διάφορους κύκλους κυκλοφορούσε η προσαρμογή στη Μπολόνια ως «λύση» για το θέμα των καλλιτεχνών, οι συλλογικές διαδικασίες του καλλιτεχνικού κινήματος και η εξαρχής προσπάθεια του κινήματος των σπουδαστ(ρι)ών να απευθυνθούν σε όλους μας (είναι χαρακτηριστικό το «σε σας που μας ακούτε») βοήθησαν στο να μην υψωθούν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε κινήματα, όπως ήταν ο σκοπός της κυβέρνησης.

Αντιθέτως, το κίνημα που ξεκίνησε με αφορμή το ΠΔ για τα επαγγελματικά δικαιώματα των καλλιτεχνών, μπόρεσε να μετατραπεί σε ένα κίνημα υπεράσπισης συνολικά του πολιτισμού και των εργαζόμενων σε αυτό, να ξεπεράσει το θέμα του ΠΔ και να ανοίξει συνολικά το ζήτημα της εκπαίδευσης στις παραστατικές τέχνες και τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζόμενων σε αυτές, ενοποιώντας συμφέροντα αντί να τα διαχωρίζει. Το να γίνεται κατάληψη της τριετούς ανώτερης δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου και της πενταετούς ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών ταυτόχρονα, το να στηρίζουν τις κινητοποιήσεις οι φοιτητές των Θεατρικών Σπουδών και της Σχολής Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ, το να παραιτούνται οι καθηγητές του Εθνικού, του ΚΘΒΕ και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ήταν από αυτά που η κυβέρνηση δεν περίμενε να δει.

Εντυπωσιακή είναι, επίσης, η συμπεριληπτικότητα και ο σεβασμός που υπάρχει στις συλλογικές διαδικασίες του κινήματος, νέα χαρακτηριστικά που φέρνουν μαζί τους κυρίως οι νεότερες γενιές αγωνιστών και αγωνιστριών. Τα σπουδαστά δεν κάνουν μόνο τη γλώσσα του κινήματος πιο συμπεριληπτική, αλλά όλη την παρουσία του.

Να ξαναβρούμε την κινηματική αριστερά;

Η ωριμότητα και η αποφασιστικότητα ξεπηδούν κυρίως από τη συλλογική γνώση του κόσμου της δουλειάς, κι όχι τόσο από την πολιτική συμβολή της μαχόμενης αριστεράς μέσα σε αυτά τα κινήματα. Η αλληλεγγύη και η υπέρβαση των αιτημάτων, όπως και οι πρωτότυπες μορφές δράσης, ξεπηδούν πρώτα από την εμπειρία των υποκειμένων των κινημάτων κι όχι κυρίως από την πολιτική παρέμβαση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα σε αυτά.

Προφανώς σε πολλά από τα κινήματα που ξεπηδούν, υπάρχουν ή δρουν συνδικαλιστικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η ίδια η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά, όμως, δεν διαθέτει «ορατότητα» σε αυτά τα κινήματα. Όχι με την έννοια της «καθοδήγησης», της «πρωτοπορίας» ή του συνδικαλιστικού δυναμικού, αλλά με την έννοια μιας συγκροτημένης ύπαρξης που έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό όχι απλώς για την οργάνωση του αγώνα, αλλά για την οργάνωση της κοινωνίας. Παρότι μπορεί να είναι ορατή ως πρόταση αγώνα, η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είναι ορατή ως διακριτή πρόταση κοινωνικής οργάνωσης. Η ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων είναι έκδηλη, και στη μαζικότητα και στις μορφές, αλλά δεν έχει συναντηθεί ενεργά με την μαχόμενη αριστερά που θα μπορούσε να την εκφράσει.

Να αλλάξουμε κι εμείς μαζί με τα κινήματα που ξεπηδάνε

Ας το παραδεχτούμε, με πολλούς τρόπους ως ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά μας βαραίνει ακόμη η πολυεπίπεδη ήττα του κοινωνικού κινήματος του 2010-2015, αναπόσπαστο μέρος του οποίου υπήρξαμε όλοι. Η εκπληκτική δυναμική του κινήματος τότε, με αποκορύφωμα τις πλατείες, ξεπέρασε κατά πολύ τα συνδικαλιστικά αιτήματα και τις επιμέρους κινητοποιήσεις και ενοποίησε τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση, συζητώντας για την έξοδο από την ΕΕ, για μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, για μια επανανοηματοδότηση της δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εγκλωβίσει το μεγαλύτερο τμήμα της δυναμικής αυτής σε αδιέξοδες εκλογικές συμπεριφορές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Η δυναμική δεν είχε εξαντληθεί, όμως, και αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η ανατροπή του οποίου, με την ψήφιση του Μνημονίου το καλοκαίρι του 2015, σηματοδότησε και την ήττα του κοινωνικού κινήματος που είχε οδηγήσει στο 63% του «όχι».

Από τα αποτελέσματα της ήττας αυτής, που συνοδεύτηκε τόσο από την αποστράτευση μεγάλου δυναμικού της κοινωνικής αριστεράς, όσο και από την δυσφήμηση της έννοιας της «αριστεράς» σε πλατύτερες μάζες μέσα από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το κίνημα φαίνεται ότι σταδιακά απαγκιστρώνεται και ανακάμπτει. Αποκτά νέα χαρακτηριστικά ενότητας, επιμονής και αποφασιστικότητας. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να ανακάμψει από αυτή την ήττα και η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά.

Η αποστράτευση δυναμικού, η διάσπαση και αποδυνάμωση μετώπων και οργανώσεων, το «κλείσιμο» πολλών αγωνιστών και αγωνιστριών στα δικά τους «μέτωπα» πάλης (ακόμη κι αν αυτά έχουν διευρυνθεί από αυτά που ήταν πριν το 2010 και δεν περιορίζονται στους «κοινωνικούς χώρους» ή το συνδικαλισμό, αλλά εκτείνονται και στα τοπικά κινήματα, τα περιβαλλοντικά, τον φεμινισμό, τα ΛΟΑΤΚΙ, στους πλειστηριασμούς κ.ά.) παραμένει εν πολλοίς η πραγματικότητα του χώρου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ταυτόχρονα, η ελλιπής αποτίμηση της περιόδου 2010-2015 δημιουργεί το έδαφος για πολλά λάθη: είτε για την αναδίπλωση σε ταυτοτικές ιδεολογικές τοποθετήσεις αδιέξοδου σεχταρισμού για επαναστατικά μέτωπα, είτε στην υποτίμηση της πολιτικής δράσης και παρέμβασης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, και την επαναφορά στην αμυντική λογική της δράσης μόνο σε κοινωνικούς χώρους.

Από εντελώς άλλη πλευρά, και οι δύο αυτές στάσεις, συνειδητά ή αυθόρμητα, μας πηγαίνουν πίσω. Στη σημερινή κατακερματισμένη του μορφή, ο χώρος της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν μπορεί να παρέμβει με ενιαίο και ορατό τρόπο στα κινήματα, συμβάλλοντας σε μια μετωπική, κινηματική και πολιτική συγκρότηση των αγώνων και ιδιαίτερα των πιο μαχητικών τάσεών τους, ούτε να επανασυσπειρώσει αγωνιστές και αγωνίστριες και να αποκαταστήσει δεσμούς με κομμάτια της τάξης. Αντιθέτως, παρά τις προσπάθειες οργανώσεων και μετώπων, είναι απολύτως ορατό το ενδεχόμενο «λεηλασίας» της από άλλα πολιτικά σχέδια, όπως αυτά του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25.

Η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί και οφείλει να είναι εκείνη η δύναμη που τολμηρά θα μετασχηματίσει τον εαυτό της μέσα στα κινήματα που ξεπηδούν, θα διδαχτεί από αυτά και θα διδάξει. Ξεπερνώντας τον κατακερματισμό, κατεξοχήν απότοκο της ήττας, μέσα από μια ενωτική μετωπική κίνηση που θα μπορεί να ξανακάνει την ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά ορατή όχι μόνο στο κίνημα αλλά συνολικά στην κοινωνία.

Η σύμπραξη της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι αναγκαία και θα έπρεπε να έχει γίνει ήδη εφικτή, με βάση τα προγράμματα των οργανώσεων που τη συναποτελούν, την κοινή δράση που έχει προηγηθεί σε μέτωπα και κοινωνικούς χώρους και την ανάγκη της συγκυρίας. Τα καλύτερα παραδείγματα των μετώπων αποδεικνύουν, άλλωστε, ότι ο μετασχηματισμός επέρχεται από την ιδεολογική και την πολιτική διαπάλη και αλληλεπίδραση μέσα στα ίδια τα μέτωπα, παράγοντας νέες συνθέσεις και δυναμικές που ξεπερνούν κατά πολύ το άθροισμα των αρχικών συνιστωσών.