Ας δούμε πρώτα ποιο είναι το πρόβλημα. Ευτυχώς, εδώ τα πράγματα είναι απλά: Υπάρχει πλέον συμφωνία από τους σκεπτόμενους σε όλον τον πλανήτη (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μάρτιν Γουλφ, επικεφαλής σχολιαστής των Financial Times) ότι πρόκειται για χαρακτηριστική κρίση Ισοζυγίου Πληρωμών. Εισάγουμε πολλά, εξάγουμε λίγα. Τελεία. Μπορεί να εκδηλώνεται και ως τραπεζική κρίση ή αύξηση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια – ζητάμε ριζικά καλύτερο ισοζύγιο (άντε και αύξηση του ΑΕΠ). Χάριν απλότητας δε μας νοιάζει ποιος φταίει (η Ευρωζώνη ή το κακό το ριζικό μας), ξεχνάμε (μόνο προσωρινά, σαν άσκηση) και τα μεγάλα θέματα διανομής , δικαιοσύνης, συμφερόντων, ακόμα και ευρύτερης δημοκρατίας και μένουμε πεισματικά ανοιχτοί σε όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσαν ενδεχομένως να δουλέψουν: Νεοφιλελεύθερα (Washington Consensus), Κεϋνσιανά, Μαρξιστικά. Τώρα τι κάνουμε;
Ξεκινάμε από το στόχο, που είναι τα tradables, τα εμπορεύσιμα αγαθά – όλα αυτά που θα έπρεπε να παράγουμε και να εξάγουμε για να βγούμε από την ύφεση. Συγχρόνως, χρειάζεται να εντοπίσουμε τις πολιτικές που θα μειώσουν δραστικά τις εισαγωγές, θα βοηθήσουν την εγχώρια παραγωγή και θα ενισχύσουν και αξιοποιήσουν αναπτυξιακά τη ντόπια αποταμίευση. Και βέβαια να μην ξεχάσουμε το τρίτο απαραίτητο συστατικό, την απασχόληση όλων και μάλιστα μετατοπισμένων σε όσο το δυνατό παραγωγικότερους κλάδους (να έχουμε περισσότερους στην πληροφορική και τη βιομηχανία, από ότι στο βαμβάκι και τον τουρισμό). Γιατί τη ντόπια αποταμίευση; Γιατί η ξένη είναι όπως τα δανεικά: Στα δίνουν με ανεκτούς όρους, μόνο αν τους αποδείξεις ότι δεν τα έχεις ανάγκη – και επιπλέον φεύγει όποτε θέλει (συνήθως αποσύρεται μιμητικά και κυκλικά την πιο ακατάλληλη στιγμή). Άρα χρειαζόμαστε εργαλεία που να βγάζουν από μεγάλη ύφεση και να βοηθούν μεσαίες χώρες να γίνουν σταθερά εύπορες. Έχουν κάνει ποτέ κάτι ανάλογο τα νεοφιλελεύθερα εργαλεία; Η απάντηση είναι ένα φαρδύ πλατύ όχι. Μπορεί δυνητικά να έχουν βοηθήσει κάποιες ήδη πλούσιες και προνομιούχες χώρες να παραμείνουν προνομιούχες (με σοβαρό κοινωνικό κόστος), αλλά αυτό που ζητάμε εμείς (είτε ιστορικά είτε πρόσφατα) δεν το πέτυχαν ποτέ. Ναι, οι πλούσιες χώρες μας αποτρέπουν από το να κάνουμε αυτό με το οποίο έγιναν οι ίδιες πλούσιες και θέλουν αντίθετα να επιβάλλουν πολιτικές που διαιωνίζουν τη σημερινή τάξη (;) των πραγμάτων: Κάντε ότι σας λέμε, όχι ότι κάναμε.
Η Αγγλία έγινε πλούσια με επιθετικό προστατευτισμό εναντίον της Ολλανδίας, η Γερμανία με προστατευτικό εθνικό συντονισμό τραπεζών και επιχειρήσεων κατά της Αγγλίας, οι ΗΠΑ με άγριες διακρίσεις και δασμούς κατά των ξένων βιομηχανικών προϊόντων, με διανομή της γης σε ΟΛΟΥΣ (τους λευκούς) και με την προνομιακή δρακόντεια διάκριση υπέρ (πολύ) μικρών τραπεζών και ιδιοκτησιών – εναντίον των μεγάλων. Περσινά ξινά σταφύλια, προηγούμενων αιώνων; Μπα, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν βγήκαν από μεγάλη φτώχεια με την κυβέρνηση να συντονίζει τις εθνικές επιχειρήσεις, να επιτρέπει μόνο παραγωγικές κινήσεις, να αποθαρρύνει όσες επενδύσεις δεν ήταν επαρκώς στρατηγικές και μακρόπνοα επωφελείς για την τοπική ανάπτυξη, να απαγορεύει επικίνδυνες ροές κεφαλαίου. Η βιομηχανική πολιτική έκανε πλούσια την Ιαπωνία, ο έλεγχος στις κινήσεις κεφαλαίων και οι επιδοτήσεις στις εξαγωγές έσωσαν τη Χιλή από το νεοφιλελεύθερο βάλτο που την έβαλε ο Πινοσέτ. Ακόμα και στην ανατολική Ευρώπη, η Τσεχία που δέχτηκε χωρίς επιφυλάξεις τις «μεταρρυθμίσεις» του νεοφιλελευθερισμού, πήγε πολύ χειρότερα από τους γείτονες Σλοβάκους και Πολωνούς που τις καθυστέρησαν και τις νέρωσαν. Η Ρωσία δέχτηκε το νεοφιλελευθερισμό ως πακέτο και καταστράφηκε, ενώ η Κίνα αρνήθηκε το Washington Consensus για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της χώρας και χρησιμοποίησε λίγα επιλεκτικά στοιχεία του (με απολύτως ιδιόμορφο τρόπο) μόνο στις ειδικές οικονομικές ζώνες, δοκιμάζοντας με το δικό της ρυθμό, τα δικά της λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα μείγματα. Βαριές και συνεχόμενες δημόσιες επενδύσεις, με έμφαση στην εκπαίδευση, στις τελευταίες δεκαετίες γίνονται μόνο σε αιρετικές οικονομίες. Και πάνω απ’ όλα, οι χώρες με μεγάλη ανάπτυξη έχουν φροντίσει πρώτα και κύρια να διαφυλάξουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα από ενδεχόμενη έξοδο κεφαλαίων: Έχουν θωρακιστεί κατά της άστατης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, αντί να παραδοθούν στην παραμικρή της διάθεση – όπως εμείς. Τα πιστωτικά τους ιδρύματα έχουν ισχυρές δεσμεύσεις να στηρίξουν την τοπική παραγωγή, με πολλαπλά venture capitals και microcredit. Στην εκλεκτική, υβριδική οικονομία τους τα εργαλεία του Κέυνς, του Χάιμαν Μίνσκι, του Καρλ Πολάνυι αλλά και των νεομαρξιστών, έχουν κυρίαρχο ρόλο και δεν αμπαρώνονται στα αχρείαστα, όπως στην ιδεολογικά αιχμάλωτη και παγιδευμένη από το νεοφιλελευθερισμό Ευρωζώνη. Η Δύση μπορεί να έχει ακόμα τον πλούτο και σαφώς τις περισσότερες συγκριτικά ατομικές ελευθερίες (για όσους έχουν τα μέσα να τις εξασκήσουν), αλλά φαίνεται να χάνει πλέον την παρτίδα και στη φαντασία και στις ιδέες.
Ναι, είναι πολύ φανερό τι χρειάζεται η Ελλάδα: Μια πολεμική οικονομία, χωρίς πόλεμο. Όπου το κράτος θα παρέχει συντονισμό, προτεραιότητα και μερικώς προστατευμένη επώαση στην παραγωγή, εργαλεία μέτρησης απόδοσης και ρευστότητα για πολλές επιχειρήσεις (και μεταφορντικούς νέους) που και θα συνεργάζονται αρμονικά και θα ανταγωνίζονται δαρβινικά (και πειραματικά – για γρήγορη ανατροφοδότηση), φτιάχνοντας μια ισχυρή εθνική οικολογία ανάπτυξης με πρώτο και κύριο στόχο τη δουλειά για όλους – τη διανομή των δημιουργικών πλεονεκτημάτων στους πολλούς, τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της αγοράς. Η βάση της δε μπορεί να μην είναι εθνική, αφού η δημοκρατία είναι εθνική, οι τράπεζες είναι (προς το παρόν) νομικά εθνικές, ο πολιτικός χώρος καταλογισμού και ευθύνης είναι (ακόμα) εθνικός. Φυσικά για την Τρόικα και τους εγχώριους οπαδούς της, η φαντασία και οι «αιρετικές» ιδέες αντιμετωπίζονται ως δαιμονικός προστατευτισμός που το λιβάνι του Washington Consensus θα φροντίσει αμέσως να διαλύσει. Απορρύθμιση και ξερό ψωμί, οι πολίτες χωρίς καμία πραγματική επιρροή και το κράτος ανήμπορο, καθηλωμένο. Άλλωστε, για τους ντόπιους θαυμαστές της Τρόικας, εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένας καραμπινάτος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος για να γίνουμε άνθρωποι – πτωχοί πλην πειθήνιοι. Για χειραφέτηση και κινητοποίηση και περιπέτειες είμαστε τώρα; Καλύτερα κρυπτοαποικία, να έρχονται που και που και τίποτα ξένα δανεικά για τις ελίτ και τους πελάτες τους.
Και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη; Δε μετράει; Στην αρχή τουλάχιστον, δεν υπάρχει κίνδυνος να απομονωθούμε ως αιρετικοί και δύστροποι; Εδώ θα απαντήσω με ένα πραγματικό ανέκδοτο από συζήτηση αμερικανών μεγαλοεπιχειρηματιών σε καφέ της Βοστώνης: Επί ώρες έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες τρόμου και τρελής φάρσας για την Αργεντινή. Μίλησαν για τις απίστευτες περιπέτειές τους με τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τις χρεοκοπίες, τη δύναμη των συνδικάτων, τον προστατευτισμό, τις αιφνίδιες κρατικοποιήσεις, το τυφλό πείσμα των πολιτικών και την εν γένει αντιεπιχειρηματική κουλτούρα της Αργεντινής. Αφού διεκτραγώδησαν τα παθήματά τους, αφού καταράστηκαν, αφού ξέσπασαν οι άνθρωποι άλλαξαν θέμα. Τότε βρήκε την ευκαιρία ένας συνομιλητής τους από άλλο κλάδο, να τους ρωτήσει που επενδύουν τώρα τα χρήματά τους. «Μα, στην Αργεντινή φυσικά», απάντησε ένας από τους επιχειρηματίες. «Εκεί έχει τις πιο καλές αποδόσεις. Πολύ ζωντανή χώρα».
Ας δούμε πρώτα ποιό είναι το πρόβλημα. Ευτυχώς, εδώ τα πράγματα είναι απλά: Υπάρχει πλέον συμφωνία από τους σκεπτόμενους σε όλον τον πλανήτη (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μάρτιν Γουλφ, επικεφαλής σχολιαστής των Financial Times) ότι πρόκειται για χαρακτηριστική κρίση Ισοζυγίου Πληρωμών. Εισάγουμε πολλά, εξάγουμε λίγα. Τελεία. Μπορεί να εκδηλώνεται και ως τραπεζική κρίση ή αύξηση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια – ζητάμε ριζικά καλύτερο ισοζύγιο (άντε και αύξηση του ΑΕΠ). Χάριν απλότητας δε μας νοιάζει ποιος φταίει (η Ευρωζώνη ή το κακό το ριζικό μας), ξεχνάμε (μόνο προσωρινά, σαν άσκηση) και τα μεγάλα θέματα διανομής , δικαιοσύνης, συμφερόντων, ακόμα και ευρύτερης δημοκρατίας και μένουμε πεισματικά ανοιχτοί σε όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσαν ενδεχομένως να δουλέψουν: Νεοφιλελεύθερα (Washington Consensus), Κεϋνσιανά, Μαρξιστικά. Τώρα τι κάνουμε;
Ξεκινάμε από το στόχο, που είναι τα tradables, τα εμπορεύσιμα αγαθά – όλα αυτά που θα έπρεπε να παράγουμε και να εξάγουμε για να βγούμε από την ύφεση. Συγχρόνως, χρειάζεται να εντοπίσουμε τις πολιτικές που θα μειώσουν δραστικά τις εισαγωγές, θα βοηθήσουν την εγχώρια παραγωγή και θα ενισχύσουν και αξιοποιήσουν αναπτυξιακά τη ντόπια αποταμίευση. Και βέβαια να μην ξεχάσουμε το τρίτο απαραίτητο συστατικό, την απασχόληση όλων και μάλιστα μετατοπισμένων σε όσο το δυνατό παραγωγικότερους κλάδους (να έχουμε περισσότερους στην πληροφορική και τη βιομηχανία, από ότι στο βαμβάκι και τον τουρισμό). Γιατί τη ντόπια αποταμίευση; Γιατί η ξένη είναι όπως τα δανεικά: Στα δίνουν με ανεκτούς όρους, μόνο αν τους αποδείξεις ότι δεν τα έχεις ανάγκη – και επιπλέον φεύγει όποτε θέλει (συνήθως αποσύρεται μιμητικά και κυκλικά την πιο ακατάλληλη στιγμή). Άρα χρειαζόμαστε εργαλεία που να βγάζουν από μεγάλη ύφεση και να βοηθούν μεσαίες χώρες να γίνουν σταθερά εύπορες. Έχουν κάνει ποτέ κάτι ανάλογο τα νεοφιλελεύθερα εργαλεία; Η απάντηση είναι ένα φαρδύ πλατύ όχι. Μπορεί δυνητικά να έχουν βοηθήσει κάποιες ήδη πλούσιες και προνομιούχες χώρες να παραμείνουν προνομιούχες (με σοβαρό κοινωνικό κόστος), αλλά αυτό που ζητάμε εμείς (είτε ιστορικά είτε πρόσφατα) δεν το πέτυχαν ποτέ. Ναι, οι πλούσιες χώρες μας αποτρέπουν από το να κάνουμε αυτό με το οποίο έγιναν οι ίδιες πλούσιες και θέλουν αντίθετα να επιβάλλουν πολιτικές που διαιωνίζουν τη σημερινή τάξη (;) των πραγμάτων: Κάντε ότι σας λέμε, όχι ότι κάναμε. Ακόμα και σήμερα η Γερμανία αρνείται (προστατεύοντας την εργασία και την παραγωγή της) να πιει από το φάρμακο που επιβάλλει στους άλλους.
Η Αγγλία έγινε πλούσια με επιθετικό προστατευτισμό εναντίον της Ολλανδίας, η Γερμανία με προστατευτικό εθνικό συντονισμό τραπεζών και επιχειρήσεων κατά της Αγγλίας, οι ΗΠΑ με άγριες διακρίσεις και δασμούς κατά των ξένων βιομηχανικών προϊόντων, με διανομή της γης σε ΟΛΟΥΣ (τους λευκούς) και με την προνομιακή δρακόντεια διάκριση υπέρ (πολύ) μικρών τραπεζών και ιδιοκτησιών – εναντίον των μεγάλων. Περσινά ξινά σταφύλια, προηγούμενων αιώνων; Μπα, η Νότια Κορέα (που μέχρι τη δεκαετία του ΄60 ήταν πολύ φτωχότερη από τη Βόρεια!) και η Ταϊβάν βγήκαν από μεγάλη φτώχεια με την κυβέρνηση να συντονίζει τις εθνικές επιχειρήσεις, να επιτρέπει μόνο παραγωγικές κινήσεις, να αποθαρρύνει όσες επενδύσεις δεν ήταν επαρκώς στρατηγικές και μακρόπνοα επωφελείς για την τοπική ανάπτυξη, να απαγορεύει επικίνδυνες ροές κεφαλαίου. Η βιομηχανική πολιτική έκανε πλούσια την Ιαπωνία, ο έλεγχος στις κινήσεις κεφαλαίων, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 60% (και των φόρων εταιρικών κερδών και πολυτελούς κατανάλωσης) και οι επιδοτήσεις στις εξαγωγές έσωσαν τη Χιλή από το νεοφιλελεύθερο βάλτο που την έβαλε ο Πινοσέτ. Ακόμα και στην ανατολική Ευρώπη, η Τσεχία που δέχτηκε χωρίς επιφυλάξεις τις «μεταρρυθμίσεις» του νεοφιλελευθερισμού, πήγε πολύ χειρότερα από τους γείτονες Σλοβάκους και Πολωνούς που τις καθυστέρησαν και τις νέρωσαν. Η Ρωσία δέχτηκε το νεοφιλελευθερισμό ως πακέτο και καταστράφηκε, ενώ η Κίνα αρνήθηκε το Washington Consensus για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της χώρας και χρησιμοποίησε λίγα επιλεκτικά στοιχεία του (με απολύτως ιδιόμορφο τρόπο) μόνο στις ειδικές οικονομικές ζώνες, δοκιμάζοντας με το δικό της ρυθμό, τα δικά της λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα μείγματα.
Ναι, είναι γεγονός: Βαριές και συνεχόμενες δημόσιες επενδύσεις, με έμφαση στην εκπαίδευση, στις τελευταίες δεκαετίες γίνονται μόνο σε λίγο ή πολύ αιρετικές οικονομίες. Και πάνω απ’ όλα, οι χώρες με μεγάλη ανάπτυξη έχουν φροντίσει πρώτα και κύρια να διαφυλάξουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα από ενδεχόμενη έξοδο κεφαλαίων: Έχουν θωρακιστεί κατά της άστατης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, αντί να παραδοθούν στην παραμικρή της διάθεση – όπως εμείς. Τα πιστωτικά τους ιδρύματα έχουν ισχυρές δεσμεύσεις να στηρίξουν την τοπική παραγωγή, με πολλαπλά venture capitals και microcredit εργαλεία. Στην εκλεκτική, υβριδική οικονομία τους τα εργαλεία του Κέυνς, του Χάιμαν Μίνσκι, του Καρλ Πολάνυι αλλά και των νεομαρξιστών, έχουν κυρίαρχο ρόλο και δεν αμπαρώνονται στα αχρείαστα, όπως στην ιδεολογικά αιχμάλωτη και παγιδευμένη από το νεοφιλελευθερισμό Ευρωζώνη. Η Δύση μπορεί να έχει ακόμα τον πλούτο και σαφώς τις περισσότερες συγκριτικά ατομικές ελευθερίες (για όσους έχουν τα μέσα να τις εξασκήσουν), αλλά φαίνεται να χάνει πλέον την παρτίδα και στη φαντασία και στις ιδέες.
Είναι πολύ φανερό τι χρειάζεται η Ελλάδα: Μια πολεμική οικονομία, χωρίς πόλεμο. Συλλογική κινητοποίηση για μια κοινωνικά περιεκτική, χωρίς ιεραρχίες και αποκλεισμούς, συμμετοχική οικονομία. Όπου το κράτος θα παρέχει συντονισμό, προτεραιότητα και μερικώς προστατευμένη επώαση στην παραγωγή, εργαλεία μέτρησης απόδοσης και ρευστότητα για πολλές επιχειρήσεις (και μεταφορντικούς νέους) που και θα συνεργάζονται αρμονικά και θα ανταγωνίζονται δαρβινικά (και πειραματικά – για γρήγορη ανατροφοδότηση), φτιάχνοντας μια ισχυρή εθνική οικολογία ανάπτυξης με πρώτο και κύριο στόχο τη δουλειά για όλους – τη διανομή των δημιουργικών πλεονεκτημάτων στους πολλούς, τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της αγοράς. Η βάση της δε μπορεί να μην είναι εθνική, αφού η δημοκρατία είναι εθνική, οι τράπεζες είναι (προς το παρόν) νομικά εθνικές, ο πολιτικός χώρος καταλογισμού και ευθύνης είναι (ακόμα) εθνικός. Φυσικά για την Τρόικα και τους εγχώριους οπαδούς της, η φαντασία και οι «αιρετικές» ιδέες αντιμετωπίζονται ως δαιμονικός προστατευτισμός που το λιβάνι του Washington Consensus θα φροντίσει αμέσως να διαλύσει. Απορρύθμιση και ξερό ψωμί, οι πολίτες χωρίς καμία πραγματική επιρροή και το κράτος ανήμπορο, καθηλωμένο. Άλλωστε, για τους ντόπιους θαυμαστές της Τρόικας, εμείς το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένας καραμπινάτος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος για να γίνουμε άνθρωποι – πτωχοί πλην πειθήνιοι. Για χειραφέτηση και κινητοποίηση και περιπέτειες είμαστε τώρα; Καλύτερα κρυπτοαποικία, να έρχονται που και που και τίποτα ξένα δανεικά για τις ελίτ και τους πελάτες τους.
Και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη; Δε μετράει; Στην αρχή τουλάχιστον, δεν υπάρχει κίνδυνος να απομονωθούμε ως αιρετικοί και δύστροποι; Εδώ θα απαντήσω με ένα πραγματικό ανέκδοτο από συζήτηση αμερικανών μεγαλοεπιχειρηματιών σε καφέ της Βοστώνης: Επί ώρες έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες τρόμου και τρελής φάρσας για την Αργεντινή. Μίλησαν για τις απίστευτες περιπέτειές τους με τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, τις χρεοκοπίες, τη δύναμη των συνδικάτων, τον προστατευτισμό, τις αιφνίδιες κρατικοποιήσεις, το τυφλό πείσμα των πολιτικών και την εν γένει αντιεπιχειρηματική κουλτούρα της Αργεντινής. Αφού διεκτραγώδησαν τα παθήματά τους, αφού καταράστηκαν, αφού ξέσπασαν τελοσπάντων οι άνθρωποι, άλλαξαν θέμα. Τότε βρήκε την ευκαιρία ένας συνομιλητής τους από άλλο κλάδο, να τους ρωτήσει που επενδύουν τώρα τα χρήματά τους. «Μα, στην Αργεντινή φυσικά», απάντησε ένας από τους επιχειρηματίες. «Εκεί έχει τις πιο καλές αποδόσεις. Πολύ ζωντανή χώρα».