Τσόμσκι ιδιωτική παιδεία
Ακαδημαϊκή ελευθερία και ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων, μια σημαντική πρόσφατη ομιλία του Νόαμ Τσόμσκι
Ακαδημαϊκή ελευθερία και ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων
του Νόαμ Τσόμσκι
Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Σκάρμπορο, 6 Απριλίου 2011
[Μετάφραση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου από την επίσημη ιστοσελίδα του ομιλητή http://chomsky.info. Για την πλήρη διάλεξη, ο σύνδεσμος είναι http://bit.ly/oJEEUZ]
Πριν από λίγους μήνες, πήγα στο Μεξικό για διαλέξεις στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (UNAM). Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πανεπιστήμιο με εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές - φοιτητές υψηλού επιπέδου και αφοσιωμένους – εξαιρετικές σχολές. Και είναι δωρεάν. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση τους πριν από δέκα χρόνια αποπειράθηκε να προσθέσει και περιορισμένα δίδακτρα αλλά, μετά από μια εθνικού επιπέδου αποχή των φοιτητών, τελικά υποχώρησε. Και μάλιστα, υπάρχει ένα κτίριο διοίκησης που τελεί ακόμα υπό κατάληψη από τους φοιτητές και χρησιμοποιείται σαν κέντρο ακτιβισμού για όλη την πόλη. Υπάρχει επίσης, στην ίδια την πόλη, ένα άλλο πανεπιστήμιο το οποίο όχι μόνο είναι δωρεάν αλλά έχει και ελεύθερες εγγραφές. Παρέχει μάλιστα δυνατότητα ενισχύσεων σε όσους το χρειάζονται. Πήγα και εκεί: έχει και αυτό εντυπωσιακό επίπεδο σπουδών, φοιτητών, σχολών κλπ. Και μιλάμε για το Μεξικό: μια φτωχή χώρα.
Αμέσως μετά από αυτό το ταξίδι έτυχε να βρεθώ στην Καλιφόρνια, το πλουσιότερο πιθανώς μέρος του κόσμου. Και εκεί έτυχε να δίνω διαλέξεις σε πανεπιστήμια. Στην Καλιφόρνια τα κύρια πανεπιστήμια, Μπέρκλεϋ και Λος Άντζελες (UCLA), είναι ιδιωτικά πανεπιστήμια κατά βάση περιορισμένης πρόσβασης – με κολοσσιαία δίδακτρα, δεκάδες χιλιάδες δολάρια, και τεράστια πριμοδότηση. Κατά γενική παραδοχή αυτά πολύ σύντομα θα ιδιωτικοποιηθούν και το υπόλοιπο σύστημα παιδείας – που ήταν ένα πολύ καλό σύστημα, το καλύτερο δημόσιο σύστημα του κόσμου – θα περιοριστεί πιθανώς στην τεχνική εκπαίδευση ή σε κάτι παρεμφερές. Η ιδιωτικοποίηση αυτή φυσικά σημαίνει ιδιωτικοποίηση για του πλούσιους [και μία] κατά βάση τεχνική κατάρτιση χαμηλότερου επιπέδου για τους υπόλοιπους. Και αυτό συμβαίνει σε όλη τη χώρα. Στις περισσότερες πολιτείες τα δίδακτρα καλύπτουν περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού των κολλεγίων. Συμβαίνει επίσης στην πλειοψηφία των ερευνητικών πανεπιστημίων. Αρκετά σύντομα μόνο τα τοπικά κολλέγια – καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο του συστήματος – θα λαμβάνουν άξια λόγου χρηματοδότηση από το κράτος, αλλά ακόμα και αυτά ήδη δέχονται αντίστοιχη επίθεση. Και οι αναλυτές εν γένει συμφωνούν πως, σας το μεταφέρω αυτολεξεί: ‘Η εποχή των οικονομικά βιώσιμων δημόσιων πανεπιστημίων τετραετούς φοίτησης που επιδοτούνται υπερβολικά από το κράτος μάλλον έχει παρέλθει’.
Αυτό τώρα είναι σημαντικό πάτημα για να εφαρμόσει κανείς πολιτικές κατήχησης της νεολαίας. Άνθρωποι πιασμένοι στην παγίδα των χρεών έχουν ελάχιστες εναλλακτικές. Φυσικά αυτό ισχύει για τον κοινωνικό έλεγχο εν γένει. Αυτό επίσης είναι βασική σταθερά στην διεθνή πολιτική – όσοι από εσάς [τους φοιτητές του ακροατηρίου] μελετούν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους οργανισμούς το γνωρίζουν καλά. Όπως είναι εμφανές από το παράδειγμα Μεξικού/Καλιφόρνιας, τα αίτια για την συνειδητή καταστροφή του μεγαλύτερου δημόσιου συστήματος παιδείας στον κόσμο δεν είναι οικονομικά. Ο οικονομολόγος Νταγκ Χένγουντ (Doug Henwood) καταδεικνύει ότι θα ήταν αρκετά απλό να καταστήσουμε την ανώτατη παιδεία εντελώς δωρεάν. Στις ΗΠΑ η παιδεία δαπανά λιγότερο από 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Το κατά κεφαλήν μερίδιο – περίπου 1% του ΑΕΠ – είναι το ένα τρίτο του εισοδήματος των 10.000 πλουσιότερων νοικοκυριών της χώρας. Δηλαδή, περίπου όσο οι δαπάνες του Πενταγώνου για ένα τρίμηνο και λιγότερο από τέσσερεις μήνες χαμένων δαπανών για την διοίκηση του ιδιωτικοποιημένου συστήματος υγείας, το οποίο αποτελεί διεθνές σκάνδαλο.
[Το κόστος του συστήματος υγείας] είναι περίπου ίσο με δυο φορές την κατά κεφαλήν δαπάνη σε συγκρίσιμες χώρες, έχει να επιδείξει ορισμένα από τα χειρότερα αποτελέσματα, ενώ στην πράξη αποτελεί την βάση για το περίφημο [εθνικό] έλλειμμα. Εάν οι ΗΠΑ είχαν τον ίδιο τύπο συστήματος υγείας με άλλες βιομηχανικές χώρες, όχι μόνο δεν θα υπήρχε έλλειμμα, αλλά θα είχαμε και πλεόνασμα. Δυστυχώς, το να παρουσιάσει κανείς αυτά τα δεδομένα σε μία προεκλογική καμπάνια θα ήταν τρελά αυτοκτονικό, μας υποδεικνύει ο Χένγουντ. Φυσικά έχει δίκιο. Σε μια δημοκρατία όπου οι εκλογές στην ουσία εξαγοράζονται από τα συγκεντρωμένα ιδιωτικά κεφάλαια δεν έχει σημασία το τι θέλει το κοινωνικό σύνολο. Το κοινωνικό σύνολο μάλιστα έχει δώσει την έγκρισή του σε αυτή την κατάσταση εδώ και πολύ καιρό, αλλά είναι και αδιάφορο προς μια σωστά λειτουργούσα δημοκρατία.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης στην αμερικανική οικονομία περιλαμβάνει τις δεκαετίες αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ευρύτερα γνωστές μεταξύ των οικονομολόγων ως ‘Χρυσή Εποχή’. Η εποχή αυτή άντλησε ενέργεια από μια οικονομικά βιώσιμη δημόσια παιδεία και από την πανεπιστημιακή έρευνα. Η βιώσιμη δημόσια παιδεία περιλαμβάνει και την Πράξη Επαναπροσαρμογής Υπηρετούντων [1], η οποία παρείχε δωρεάν παιδεία στους βετεράνους – και θυμηθείτε ότι επρόκειτο για μια χώρα πολύ φτωχότερη απ΄ό,τι σήμερα. Ακόμα και στα ιδιωτικά κολλέγια συναντούσε κανείς εξαιρετικά χαμηλά δίδακτρα. Μάλιστα, και εγώ πήγα σε κολλέγιο περιορισμένης πρόσβασης και τότε κόστιζε εκατό δολάρια το χρόνο – και το ποσό μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία σήμερα, ξέρετε, αλλά δεν είναι υπερβολικό και φυσικά όχι τριάντα ή σαράντα χιλιάδες.
Τι συμβαίνει με την έρευνα στα πανεπιστήμια; Κοιτάξτε, όπως προανέφερα, αυτή αποτελεί τον πυρήνα της οικονομίας της υψηλής τεχνολογίας. Και αυτό περιλαμβάνει τους υπολογιστές, το ίντερνετ – στην πράξη όλη την επανάσταση της πληροφορικής και ένα σωρό άλλα.
Η αποδόμηση του συστήματος αυτού από την δεκαετία του ‘70 είναι μία από τις πολλές κινήσεις προς μία έξυπνα διπολική κοινωνία: πολύ στενή συγκέντρωση πλούτου από τη μια και στασιμότητα για σχεδόν όλους τους υπόλοιπους από την άλλη. Επίσης, έχει άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Πάρτε για παράδειγμα την Καλιφόρνια: αυτό που κάνουν στο σύστημα δημόσιας παιδείας πρόκειται να υπονομεύσει την οικονομία που στηρίζεται σε ένα εξειδικευμένο σώμα εργαζομένων και στην δημιουργική καινοτομία, στη Σίλικον Βάλεϊ και ούτω καθεξής. Όμως, πέραν από το τεράστιο ανθρώπινο κόστος της αποστέρησης των πολλών από αξιοπρεπείς ευκαιρίες εκπαίδευσης που επιφέρουν, οι πολιτικές αυτές υποσκάπτουν και την ανταγωνιστική δυνατότητα των ΗΠΑ. Και αυτό είναι επιβλαβές για την μάζα του πληθυσμού αλλά δεν έχει καμία σημασία για το απειροελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού που διαθέτει υπερσυγκέντρωση πλούτου και δύναμης. Στην πράξη, στα χρόνια μετά το Υπόμνημα Πάουελ [2] έχουμε περιέλθει σε μία φάση κρατικού καπιταλισμού εντός του οποίου το μέλλον δεν φαίνεται να υπόσχεται πολλά. Το κέρδος προέρχεται ολοένα και περισσότερο από χρηματοοικονομικά τερτίπια. Οι εταιρικές πολιτικές ρέπουν προς το βραχυπρόθεσμο κέρδος και αυτό μειώνει το ενδιαφέρον για μακροπρόθεσμη αφοσίωση στην επιχείρηση. Θα μιλήσουμε περισσότερο για αυτό αύριο, αλλά σήμερα θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τις επιπτώσεις στην παιδεία, οι οποίες είναι αρκετά σημαντικές.
Υποθέστε ότι, όπως ολοένα και περισσότερο συμβαίνει – και όχι μόνο στις ΗΠΑ παρεμπιπτόντως – ότι τα πανεπιστήμια δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος με την έννοια της κοινωνικού συνόλου. Τότε, πώς θα επιβιώσουν τα πανεπιστήμια; Τα πανεπιστήμια είναι παρασιτικά ιδρύματα. Δεν παράγουν αγαθά για το κέρδος, ευτυχώς – πιθανώς θα το κάνουν κάποια από αυτές τις μέρες. Το θέμα της χρηματοδότησης εγείρει πολλά ερωτήματα προβληματισμού, τα οποία δεν θα προέκυπταν εάν η υιοθέτηση της ανεξάρτητης σκέψης και η έρευνα θεωρούνταν δημόσια αγαθά, με πραγματική αξία καθ’ εαυτά. Αυτό είναι το παραδοσιακό ιδανικό των πανεπιστημίων, παρ’ όλο που γίνονται αξιοσημείωτες προσπάθειες να αλλάξει.
Για παράδειγμα, πάρτε τη Βρετανία: σύμφωνα με τον βρετανικό τύπο, το Συμβούλιο Τεχνών και Ανθρωπιστικών Ερευνών [3] πρόσφατα διετάχθη να δαπανήσει ένα σημαντικό ποσό χρηματοδότησης του οράματος του πρωθυπουργού για τη χώρα. Για αυτό που ο ίδιος αποκαλεί ‘Μεγάλη Κοινωνία’ και που σημαίνει μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις και οι άλλοι να πάνε να φροντίσουν μόνοι τους εαυτούς τους. Η κυβέρνηση παρήγαγε αυτό που η ίδια αποκαλεί επεξήγηση της Αρχής του Χαλντέιν (Haldane Principle). Πρόκειται για μία αρχή ηλικίας εκατό ετών που έφραζε τέτοιες κυβερνητικές επελάσεις στην ακαδημαϊκή έρευνα. Εάν κάτι τέτοιο ισχύει - και μου είναι αρκετά δύσκολο να το πιστέψω - αλλά εάν ισχύει, το χέρι του Μεγάλου Αδερφού θα πέσει αρκετά βαρύ στην έρευνα και την καινοτομία στο πεδίο των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών, διότι τα ‘αφεντικά της ανθρωπότητας’ ακολουθούν τις προτροπές του Υπομνήματος Πάουελ, προστατεύοντας φυσικά την ακαδημαϊκή ελευθερία με τρόπους που θα εγκρίνονταν σιωπηλά από τους ‘Ακατονόμαστους’ – για να δανειστώ και μια έκφραση από την ρητορική των εγγονών μου. Η Βρετανία του Κάμερον αναζητά την πρωτιά στην επίθεση κατά της δημόσιας παιδείας, ο υπόλοιπος Δυτικός Κόσμος δεν υπολείπεται σημαντικά και σε κάποια ζητήματα οι ΗΠΑ είναι ήδη μπροστά.
Γενικότερα, σε έναν πολιτισμό που διοικείται από τις εταιρείες, το παραδοσιακό ιδανικό της ελεύθερης και ανεξάρτητης σκέψης μπορεί στα λόγια να εξαίρεται, αλλά άλλες αξίες τείνουν να βρίσκονται ψηλότερα στην ατζέντα. Η υπεράσπιση της αυθεντικής ελευθερίας των ιδρυμάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση ανέλπιδη. Θα μιλήσω για την περίπτωση που γνωρίζω καλύτερα, τον δικό μου πανεπιστημιακό χώρο. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή περίπτωση εξ αιτίας της φύσης της χρηματοδότησής του. Τεχνικά είναι ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο αλλά δέχεται μια τεράστια κρατική χρηματοδότηση – συντριπτική - ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν μπήκα στη σχολή πριν από 55 χρόνια υπήρχαν στρατιωτικά εργαστήρια - από τότε έχουν στην πράξη αποκοπεί. Τα ακαδημαϊκά προγράμματα επίσης εκείνη την περίοδο, τη δεκαετία του ‘50, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από το Πεντάγωνο. Κάτω από την πίεση των φοιτητών στην ‘ταραγμένη περίοδο’ του ’60 υπήρξαν διαμαρτυρίες για την κατάσταση και εκκλήσεις για διερεύνηση. Το 1969 συστάθηκε μια επιτροπή φοιτητών της σχολής για να διερευνήσει το ζήτημα. Ήμουν μέλος της, χάρις εν μέρει στην πίεση των φοιτητών. Η επιτροπή έιχε ενδιαφέρον και ανακάλυψε ότι παρά την προέλευση της χρηματοδότησης (το Πεντάγωνο) σχεδόν στο σύνολο του ακαδημαϊκού προγράμματος δεν υπήρχε εργασία συνδεόμενη με το στρατό εντός του πανεπιστημιακού χώρου - υπό την αίρεση φυσικά ότι θεωρητικά οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει μια στρατιωτική εφαρμογή. Στην πραγματικότητα, υπήρχε και μια εξαίρεση σε αυτό: το τμήμα πολιτικών επιστημών ήταν βαθειά αναμεμιγμένο στον πόλεμο του Βιετνάμ κάτω από ένα πέπλο δήθεν ειρηνικής έρευνας. Από εκείνη την περίοδο και μετά, η χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο άρχισε να φθίνει και η χρηματοδότηση από κρατικά ιδρύματα του χώρου της υγείας άρχισε να διογκώνεται. Και υπάρχει λόγος γι΄ αυτό: αντανακλά αντίστοιχες αλλαγές στην οικονομία.
Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η αιχμή της οικονομίας βασιζόταν στα ηλεκτρονικά. Το Πεντάγωνο παρείχε έναν εύσχημο τρόπο να κλέβεις χρήματα από τους φορολογούμενους, αφήνοντάς τους να σκέπτονται πως προστατεύονται από τους Ρώσους ή κάποιους άλλους, και να τα κατευθύνεις προς τη δημιουργία επιχειρηματικού κέρδους. Και αυτό γινόταν πολύ αποτελεσματικά: περιελάμβανε τους υπολογιστές, το ίντερνετ, την επανάσταση της πληροφορικής. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης οικονομίας της υψηλής τεχνολογίας προέρχεται από εκεί. Σε πιο πρόσφατα χρόνια η οικονομία βασίστηκε περισσότερο στη βιολογία και κατά συνέπεια η δημόσια χρηματοδότηση αλλάζει ρώτα. Πριν από πενήντα χρόνια, εάν κοίταζες γύρω από το ΜΙΤ [4] έβρισκες μικρές εταιρείες φοιτητών στο ξεκίνημά τους. Αντλούσαν χρηματοδότηση για έρευνα από το Πεντάγωνο και εάν πετύχαιναν εξαγοράζονταν από μεγάλες εταιρείες. Όσοι από εσάς [τους ακροατές του ακροατηρίου] γνωρίζουν κάτι από την οικονομία της υψηλής τεχνολογίας θα καταλάβουν ότι αυτός ήταν η διάσημη Εθνική Οδός 128. Έτσι ήταν πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα εάν κυκλοφορήσετε λίγο στο πανεπιστήμιο αυτό [το ΜΙΤ] θα δείτε ότι οι μικρές αυτές εταιρείες είναι προσανατολισμένες στη βιολογία και η ίδια διαδικασία συνεχίζεται: με την γενετική μηχανική, την βιοτεχνολογία, την φαρμακευτική. Όλα τα μεγάλα κτίρια που υψώνονται ανήκουν στην εταιρεία Νοβάρτις (Novartis) και άλλες τέτοιες . Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί η αποκαλούμενη οικονομία του επιχειρείν. Επίσης, υπάρχει μεταστροφή προς την βραχυπρόθεσμη εφαρμοσμένη εργασία. Το Πεντάγωνο και τα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας ασχολούνται με το απώτερο μέλλον της προχωρημένης οικονομίας. Αντιθέτως, μία επιχείρηση συνήθως απαιτεί κάτι αξιοποιήσιμο: να το χρησιμοποιήσει αυτή, να μην το χρησιμοποιήσουν οι ανταγωνιστές της και να το χρησιμοποιήσει αύριο. Δεν έχω μάλιστα υπ΄ όψιν μου κάποια επισταμένη σχετική μελέτη, όμως μου φαίνεται αρκετά καθαρό ότι η μεταστροφή προς την εταιρική χρηματοδότηση οδηγεί περισσότερο προς τη βραχυπρόθεσμη εφαρμοσμένη έρευνα και λιγότερο προς την εξερεύνηση ενός πεδίου που θα μπορούσε να αποδειχθεί ενδιαφέρον και σημαντικό σε βάθος χρόνου.
Μία άλλη συνέπεια της εταιρικής χρηματοδότησης είναι η μυστικότητα. Κάτι που εκπλήσσει αρκετούς ανθρώπους είναι ότι τον καιρό της χρηματοδότησης από το Πεντάγωνο δεν υπήρχε μυστικότητα. Επίσης δεν υπήρχε και υπηρεσία ασφάλειας στον χώρο του πανεπιστημίου. Μπορεί να το θυμάστε αυτό: θα μπορούσες να κόβεις βόλτες σε εργαστήρια χρηματοδοτούμενα από το Πεντάγωνο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο χωρίς να χρειάζεται να βάζεις πουθενά καμία κάρτα. Καμία μυστικότητα, ήταν όλα ορθάνοιχτα. Όμως σήμερα υπάρχει μυστικότητα και βέβαια σε μια επιχείρηση δεν μπορούν να την επιβάλουν τη μυστικότητα, αλλά μπορούν να σου ξεκαθαρίσουν ότι δεν πρόκειται να δεις ανανέωση συμβολαίου εάν η δουλειά σου διαρρεύσει σε τρίτους – και έχουν συμβεί τέτοια, και μάλιστα έχουν οδηγήσει και σε σκάνδαλα, κάποια εκ των οποίων ήταν αρκετά κραυγαλέα ώστε δουν και το εξώφυλλο της Γουώλ Στρητ Τζέρναλ [5].
Η εξωτερική χρηματοδότηση έχει και άλλες παρενέργειες επί του πανεπιστημίου, εκτός αν είναι ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς και συμβατή με την Αρχή του Χαλντέιν. Πράγματι, αυτό ίσχυε σε σημαντικό βαθμό για την χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο και από άλλα εθνικά ιδρύματα. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε είδος εξωτερικής χρηματοδότησης έχει παρενέργειες, ακόμα και αν υπακούει στην Αρχή του Χαλντέιν. Υποθέστε π.χ. ότι χάρις σε αυτήν ιδρύεται μία εκπαιδευτική ή ερευνητική εγκατάσταση. Η ενέργεια αυτή αλλάζει αυτόματα την ισορροπία της ακαδημαϊκής δραστηριότητας και αυτό μπορεί να απειλήσει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του ιδρύματος – και στην περίπτωση της εταιρικη΄ς χρηματοδότησης πολύ σοβαρά.
Η ιδιωτικοποίηση είναι δυνατόν να έχει και άλλου τύπου επιρροές. Οι εταιρικοί μάνατζερς έχουν ένα καθήκον: πρέπει να εστιάσουν στην κερδοφορία και να μετατρέψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ζωής σε εμπορεύσιμα αγαθά. Και όχι επειδή είναι κακοί άνθρωποι - απλώς είναι η δουλειά τους αυτή. Στην αγγλο-αμερικανική νομοθεσία είναι επίσης και νομική τους υποχρέωση. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το θέμα αυτό, αλλά ένα συγκεκριμένο στοιχείο από αυτά αφορά τα πανεπιστήμια και πολλούς άλλους. Μία ειδική επίπτωση είναι η επικέντρωση στην αποκαλούμενη ‘αποδοτικότητα’ που είναι ενδιαφέρουσα σύλληψη και όχι αυστηρά οικονομική. Έχει κρίσιμη ιδεολογική διάσταση: εάν μια επιχείρηση μειώσει το προσωπικό της, μπορεί να καταστεί, με βάση τα τεχνικά κριτήρια, περισσότερο αποδοτική, καθώς μειώνει το κόστος της. Στη συνήθη περίπτωση κάτι τέτοιο μεταφέρει το βάρος στο κοινωνικό σύνολο, ένα πολύ οικείο φαινόμενο το οποίο συνεχώς παρατηρούμε. Τα κόστη για το κοινωνικό σύνολο δεν μετρώνται - και είναι κολοσσιαία. Αυτή είναι μία επιλογή που δεν βασίζεται στην οικονομική θεωρία, αλλά σε μία ιδεολογική απόφαση η οποία σχετίζεται άμεσα με τα αποκαλούμενα ‘επιχειρηματικά μοντέλα’ των πανεπιστημίων. Η αύξηση των φοιτητών ανά τμήμα ή η πρόσληψη φτηνού και προσωρινού ανθρώπινου δυναμικού, π.χ. τελειοφοίτων αντί προσωπικού μόνιμης απασχόλησης, μπορεί να έχει θετική αντανάκλαση στον ισολογισμό του πανεπιστημίου, αλλά ενέχει σημαντικά κόστη. Αυτά μεταβιβάζονται και δεν μετρώνται. Μεταβιβάζονται στους φοιτητές και στην κοινωνία ως εκπτώσεις στην ποιότητα της παιδείας και της διδασκαλίας.
Επιπλέον αυτών, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μετρηθούν τα ανθρωπιστικά και κοινωνικά κόστη της μετατροπής των σχολείων και των πανεπιστημίων σε εγκαταστάσεις που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά για την αγορά εργασίας, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα το παραδοσιακό ιδανικό των πανεπιστημίων, δηλ. την υιοθέτηση της δημιουργικής και ανεξάρτητης σκέψης και έρευνας, την αμφισβήτηση παγιωμένων πεποιθήσεων, την εξερεύνηση νέων οριζόντων και την αποδέσμευση από εξωτερικούς περιορισμούς. Το ιδανικό αυτό έχει αναμφισβήτητα αστοχήσει στην πράξη, όμως στο βαθμό που πραγματοποιείται αποτελεί ένα καλό μέτρο του επιπέδου του πολιτισμού μας.
Αυτή η ιδέα αμφισβητείται ανοιχτά από τους αποκαλούμενους από τον Άνταμ Σμιθ ‘αρχιτέκτονες της πολιτικής’ του συμπλέγματος κράτους – επιχειρήσεων με την κατά μέτωπο επίθεση στην Αρχή του Χαλντέιν στην Βρετανία. Πρόκειται για μία ακραία περίπτωση – μάλιστα τόσο ακραία ώστε εκτιμώ ότι μπορεί να αντικρουστεί. Υπάρχουν όμως και λιγότερο κραυγαλέα παραδείγματα και πολλά από αυτά είναι σύμφυτα με την εξάρτηση από τις πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης (κρατικές ή ιδιωτικές). Και οι δύο αυτές πηγές είναι δύσκολο να διαχωριστούν, με δεδομένο τον έλεγχο που ασκούν στο κράτος τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Ποια είναι όμως η σωστή αντίδραση στην εξωτερική χρηματοδότηση – αυτή που απειλεί το ιδανικό του ελεύθερου πανεπιστημίου; Λοιπόν, μία επιλογή είναι να την απορρίψει κανείς εξ υπ΄αρχής – και σε αυτή την περίπτωση το πανεπιστήμιο θα υποβαθμιστεί. Μία άλλη επιλογή είναι να αποδεχτεί κανείς ότι είναι και αυτό μέσα στη ζωή να πρέπει στο χώρο εργασίας μου να περνώ δίπλα από την Αίθουσα Διαλέξεων Μάρτιν Λόκχηντ και από το παράθυρό μου να βλέπω το Κτίριο Κόχ [6], τα οποία έχουν τα ονόματα πολυδισεκατομμυριούχων, οι οποίοι αποτελούν βασικούς χρηματοδότες του Tea Party και είναι ηγετικές φιγούρες στις καμπάνιες για την εξάλειψη του εργατικού κινήματος και την εγκαθίδρυση μιας ιδιότυπης εταιρικής τυραννίας.
Τώρα, εάν αυτή η εξωτερική χρηματοδότηση αναζητά την [επιρροή στη] διδασκαλία, την έρευνα και τις άλλες δραστηριότητες, τότε μας δίνεται ένα ισχυρό επιχείρημα ώστε πολύ απλά να αντιταχθούμε ή και να την απορρίψουμε απευθείας, ανεξάρτητα από όποιο κόστος. Τέτοιες έξωθεν επιβολές δεν είναι αναπόφευκτες και αυτό αξίζει να το έχουμε στο μυαλό μας.
-ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ -
Ο πυρήνας της ομιλίας του Τσόμσκι είναι η έννοια της εξωτερικότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή (έννοιες αλληλένδετες άλλωστε) και η εφαμογή της στην περίπτωση της πανεπιστημιακής παιδείας. Η εξωτερικότητα εν γένει δημιουργείται όταν μία πράξη μας (κοινωνική ή οικονομική ή πολιτική) έχει συνέπειες και για άλλους πέρα από εμάς. Αυτές συνήθως τις αγνοούμε ή επιλέγουμε να μην τις λαμβάνουμε υπ΄ όψιν. Κλασικά παραδείγματα είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος (παράγουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ΄ όψιν την περιβαλλοντική βλάβη που προκαλούμε), αλλά, όπως θα έλεγε και ο Steven Levitt (Freakonomics), ακόμα και για την τρομοκρατία (προκαλεί αισθήματα φόβου σε ευρύτερα στρώματα από αυτά που αποτελούν το στόχο της) και το ταλέντο (επηρεάζει θετικά όχι μόνο το φορέα του ταλέντου αλλά και τους γύρω του που υποβοηθούνται).
Και εδώ είναι η συγκεκριμένη διαφωνία μου με τον Τσόμσκυ: ο ίδιος λέει ότι ΄Τα κόστη για το κοινωνικό σύνολο δεν μετρώνται - και είναι κολοσσιαία. Αυτή είναι μία επιλογή που δεν βασίζεται στην οικονομική θεωρία, αλλά σε μία ιδεολογική απόφαση η οποία σχετίζεται άμεσα με τα αποκαλούμενα ‘επιχειρηματικά μοντέλα’ των πανεπιστημίων ΄ . Και όμως, η σύλληψη αυτή είναι αυθεντικά οικονομική και έχει ευρεία εφαρμογή σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Οι οικονομολόγοι σε αναλύσεις κόστους - οφέλους, την χρησιμοποιούν εάν τους συμφέρει για να φουσκώσουν κάποιο λογαριασμό, ή την αγνοούν συστηματικά για να ξεφουσκώσουν κάποιον άλλο λογαριασμό.
Δυστυχώς, απ΄ ό,τι διαπιστώνει ο Τσόμσκι, όπως και άλλοι που όμως δεν έχουν την απαραίτητη διαύγεια για να το διατυπώσουν ανάγλυφα, οι εξωτερικότητες της ιδιωτικοποίησης της πανεπιστημιακής ζωής αναμένεται να είναι μεγάλες και μη υπολογίσιμες και αφορούν την κοινωνία ως οργανισμό (όχι την θέση των καθηγητών ή των κομματικοποιημένων νεολαιών, οι οποίοι έχουν κάθε κίνητρο να υπερασπιστούν τη θέση τους και ως εκ τούτου είναι οι πρώτοι ύποπτοι για αντικοινωνική συμπεριφορά). Ως εκ τούτου είναι και εύκολα αγνοήσιμες. Προς αυτήν την κατεύθυνση νομίζω ότι πρέπει να κινηθεί ο αντίλογος προκειμενου να τεκμηριωθούν και να αποτιμηθούν αυτές οι εξωτερικότητες όσο το δυνατόν καλύτερα, πάνω στον δρόμο που εύστοχα χαράζει ο Τσόμσκι.
Μετάφραση - Σημειώσεις - Σχόλιο: Γιώργος Μ. Τέντες
Σημειώσεις
[1] ΗΠράξη Επαναπροσαρμογής Υπηρετούντων (Servicemen΄s Readjustment Act of 1944, P.L. 78-346, 58 Stat. 284m) είναι γνωστή στις ΗΠΑ ως ‘Ειδικός Λογαριασμός για τους Βετεράνους’ ή GI Bill
[2] http://reclaimdemocracy.org/corporate_accountability/powell_memo_lewis.html
[3] Arts and Humanities Research Council
[4] ΜΙΤ είναι το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης ή Massachusetts Institute of Technology
[5] Πρόκειται για τη γνωστή εφημερίδα Wall Street Journal
[6] Πρόκειται για το Lockheed Martin Lecture Hall και το Koch building
του Νόαμ Τσόμσκι
Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Σκάρμπορο, 6 Απριλίου 2011
[Μετάφραση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου από την επίσημη ιστοσελίδα του ομιλητή http://chomsky.info. Για την πλήρη διάλεξη, ο σύνδεσμος είναι http://bit.ly/oJEEUZ]
Πριν από λίγους μήνες, πήγα στο Μεξικό για διαλέξεις στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (UNAM). Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πανεπιστήμιο με εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές - φοιτητές υψηλού επιπέδου και αφοσιωμένους – εξαιρετικές σχολές. Και είναι δωρεάν. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση τους πριν από δέκα χρόνια αποπειράθηκε να προσθέσει και περιορισμένα δίδακτρα αλλά, μετά από μια εθνικού επιπέδου αποχή των φοιτητών, τελικά υποχώρησε. Και μάλιστα, υπάρχει ένα κτίριο διοίκησης που τελεί ακόμα υπό κατάληψη από τους φοιτητές και χρησιμοποιείται σαν κέντρο ακτιβισμού για όλη την πόλη. Υπάρχει επίσης, στην ίδια την πόλη, ένα άλλο πανεπιστήμιο το οποίο όχι μόνο είναι δωρεάν αλλά έχει και ελεύθερες εγγραφές. Παρέχει μάλιστα δυνατότητα ενισχύσεων σε όσους το χρειάζονται. Πήγα και εκεί: έχει και αυτό εντυπωσιακό επίπεδο σπουδών, φοιτητών, σχολών κλπ. Και μιλάμε για το Μεξικό: μια φτωχή χώρα.
Αμέσως μετά από αυτό το ταξίδι έτυχε να βρεθώ στην Καλιφόρνια, το πλουσιότερο πιθανώς μέρος του κόσμου. Και εκεί έτυχε να δίνω διαλέξεις σε πανεπιστήμια. Στην Καλιφόρνια τα κύρια πανεπιστήμια, Μπέρκλεϋ και Λος Άντζελες (UCLA), είναι ιδιωτικά πανεπιστήμια κατά βάση περιορισμένης πρόσβασης – με κολοσσιαία δίδακτρα, δεκάδες χιλιάδες δολάρια, και τεράστια πριμοδότηση. Κατά γενική παραδοχή αυτά πολύ σύντομα θα ιδιωτικοποιηθούν και το υπόλοιπο σύστημα παιδείας – που ήταν ένα πολύ καλό σύστημα, το καλύτερο δημόσιο σύστημα του κόσμου – θα περιοριστεί πιθανώς στην τεχνική εκπαίδευση ή σε κάτι παρεμφερές. Η ιδιωτικοποίηση αυτή φυσικά σημαίνει ιδιωτικοποίηση για του πλούσιους [και μία] κατά βάση τεχνική κατάρτιση χαμηλότερου επιπέδου για τους υπόλοιπους. Και αυτό συμβαίνει σε όλη τη χώρα. Στις περισσότερες πολιτείες τα δίδακτρα καλύπτουν περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού των κολλεγίων. Συμβαίνει επίσης στην πλειοψηφία των ερευνητικών πανεπιστημίων. Αρκετά σύντομα μόνο τα τοπικά κολλέγια – καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο του συστήματος – θα λαμβάνουν άξια λόγου χρηματοδότηση από το κράτος, αλλά ακόμα και αυτά ήδη δέχονται αντίστοιχη επίθεση. Και οι αναλυτές εν γένει συμφωνούν πως, σας το μεταφέρω αυτολεξεί: ‘Η εποχή των οικονομικά βιώσιμων δημόσιων πανεπιστημίων τετραετούς φοίτησης που επιδοτούνται υπερβολικά από το κράτος μάλλον έχει παρέλθει’.
Αυτό τώρα είναι σημαντικό πάτημα για να εφαρμόσει κανείς πολιτικές κατήχησης της νεολαίας. Άνθρωποι πιασμένοι στην παγίδα των χρεών έχουν ελάχιστες εναλλακτικές. Φυσικά αυτό ισχύει για τον κοινωνικό έλεγχο εν γένει. Αυτό επίσης είναι βασική σταθερά στην διεθνή πολιτική – όσοι από εσάς [τους φοιτητές του ακροατηρίου] μελετούν το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους οργανισμούς το γνωρίζουν καλά. Όπως είναι εμφανές από το παράδειγμα Μεξικού/Καλιφόρνιας, τα αίτια για την συνειδητή καταστροφή του μεγαλύτερου δημόσιου συστήματος παιδείας στον κόσμο δεν είναι οικονομικά. Ο οικονομολόγος Νταγκ Χένγουντ (Doug Henwood) καταδεικνύει ότι θα ήταν αρκετά απλό να καταστήσουμε την ανώτατη παιδεία εντελώς δωρεάν. Στις ΗΠΑ η παιδεία δαπανά λιγότερο από 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Το κατά κεφαλήν μερίδιο – περίπου 1% του ΑΕΠ – είναι το ένα τρίτο του εισοδήματος των 10.000 πλουσιότερων νοικοκυριών της χώρας. Δηλαδή, περίπου όσο οι δαπάνες του Πενταγώνου για ένα τρίμηνο και λιγότερο από τέσσερεις μήνες χαμένων δαπανών για την διοίκηση του ιδιωτικοποιημένου συστήματος υγείας, το οποίο αποτελεί διεθνές σκάνδαλο.
[Το κόστος του συστήματος υγείας] είναι περίπου ίσο με δυο φορές την κατά κεφαλήν δαπάνη σε συγκρίσιμες χώρες, έχει να επιδείξει ορισμένα από τα χειρότερα αποτελέσματα, ενώ στην πράξη αποτελεί την βάση για το περίφημο [εθνικό] έλλειμμα. Εάν οι ΗΠΑ είχαν τον ίδιο τύπο συστήματος υγείας με άλλες βιομηχανικές χώρες, όχι μόνο δεν θα υπήρχε έλλειμμα, αλλά θα είχαμε και πλεόνασμα. Δυστυχώς, το να παρουσιάσει κανείς αυτά τα δεδομένα σε μία προεκλογική καμπάνια θα ήταν τρελά αυτοκτονικό, μας υποδεικνύει ο Χένγουντ. Φυσικά έχει δίκιο. Σε μια δημοκρατία όπου οι εκλογές στην ουσία εξαγοράζονται από τα συγκεντρωμένα ιδιωτικά κεφάλαια δεν έχει σημασία το τι θέλει το κοινωνικό σύνολο. Το κοινωνικό σύνολο μάλιστα έχει δώσει την έγκρισή του σε αυτή την κατάσταση εδώ και πολύ καιρό, αλλά είναι και αδιάφορο προς μια σωστά λειτουργούσα δημοκρατία.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης στην αμερικανική οικονομία περιλαμβάνει τις δεκαετίες αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ευρύτερα γνωστές μεταξύ των οικονομολόγων ως ‘Χρυσή Εποχή’. Η εποχή αυτή άντλησε ενέργεια από μια οικονομικά βιώσιμη δημόσια παιδεία και από την πανεπιστημιακή έρευνα. Η βιώσιμη δημόσια παιδεία περιλαμβάνει και την Πράξη Επαναπροσαρμογής Υπηρετούντων [1], η οποία παρείχε δωρεάν παιδεία στους βετεράνους – και θυμηθείτε ότι επρόκειτο για μια χώρα πολύ φτωχότερη απ΄ό,τι σήμερα. Ακόμα και στα ιδιωτικά κολλέγια συναντούσε κανείς εξαιρετικά χαμηλά δίδακτρα. Μάλιστα, και εγώ πήγα σε κολλέγιο περιορισμένης πρόσβασης και τότε κόστιζε εκατό δολάρια το χρόνο – και το ποσό μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία σήμερα, ξέρετε, αλλά δεν είναι υπερβολικό και φυσικά όχι τριάντα ή σαράντα χιλιάδες.
Τι συμβαίνει με την έρευνα στα πανεπιστήμια; Κοιτάξτε, όπως προανέφερα, αυτή αποτελεί τον πυρήνα της οικονομίας της υψηλής τεχνολογίας. Και αυτό περιλαμβάνει τους υπολογιστές, το ίντερνετ – στην πράξη όλη την επανάσταση της πληροφορικής και ένα σωρό άλλα.
Η αποδόμηση του συστήματος αυτού από την δεκαετία του ‘70 είναι μία από τις πολλές κινήσεις προς μία έξυπνα διπολική κοινωνία: πολύ στενή συγκέντρωση πλούτου από τη μια και στασιμότητα για σχεδόν όλους τους υπόλοιπους από την άλλη. Επίσης, έχει άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Πάρτε για παράδειγμα την Καλιφόρνια: αυτό που κάνουν στο σύστημα δημόσιας παιδείας πρόκειται να υπονομεύσει την οικονομία που στηρίζεται σε ένα εξειδικευμένο σώμα εργαζομένων και στην δημιουργική καινοτομία, στη Σίλικον Βάλεϊ και ούτω καθεξής. Όμως, πέραν από το τεράστιο ανθρώπινο κόστος της αποστέρησης των πολλών από αξιοπρεπείς ευκαιρίες εκπαίδευσης που επιφέρουν, οι πολιτικές αυτές υποσκάπτουν και την ανταγωνιστική δυνατότητα των ΗΠΑ. Και αυτό είναι επιβλαβές για την μάζα του πληθυσμού αλλά δεν έχει καμία σημασία για το απειροελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού που διαθέτει υπερσυγκέντρωση πλούτου και δύναμης. Στην πράξη, στα χρόνια μετά το Υπόμνημα Πάουελ [2] έχουμε περιέλθει σε μία φάση κρατικού καπιταλισμού εντός του οποίου το μέλλον δεν φαίνεται να υπόσχεται πολλά. Το κέρδος προέρχεται ολοένα και περισσότερο από χρηματοοικονομικά τερτίπια. Οι εταιρικές πολιτικές ρέπουν προς το βραχυπρόθεσμο κέρδος και αυτό μειώνει το ενδιαφέρον για μακροπρόθεσμη αφοσίωση στην επιχείρηση. Θα μιλήσουμε περισσότερο για αυτό αύριο, αλλά σήμερα θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τις επιπτώσεις στην παιδεία, οι οποίες είναι αρκετά σημαντικές.
Υποθέστε ότι, όπως ολοένα και περισσότερο συμβαίνει – και όχι μόνο στις ΗΠΑ παρεμπιπτόντως – ότι τα πανεπιστήμια δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος με την έννοια της κοινωνικού συνόλου. Τότε, πώς θα επιβιώσουν τα πανεπιστήμια; Τα πανεπιστήμια είναι παρασιτικά ιδρύματα. Δεν παράγουν αγαθά για το κέρδος, ευτυχώς – πιθανώς θα το κάνουν κάποια από αυτές τις μέρες. Το θέμα της χρηματοδότησης εγείρει πολλά ερωτήματα προβληματισμού, τα οποία δεν θα προέκυπταν εάν η υιοθέτηση της ανεξάρτητης σκέψης και η έρευνα θεωρούνταν δημόσια αγαθά, με πραγματική αξία καθ’ εαυτά. Αυτό είναι το παραδοσιακό ιδανικό των πανεπιστημίων, παρ’ όλο που γίνονται αξιοσημείωτες προσπάθειες να αλλάξει.
Για παράδειγμα, πάρτε τη Βρετανία: σύμφωνα με τον βρετανικό τύπο, το Συμβούλιο Τεχνών και Ανθρωπιστικών Ερευνών [3] πρόσφατα διετάχθη να δαπανήσει ένα σημαντικό ποσό χρηματοδότησης του οράματος του πρωθυπουργού για τη χώρα. Για αυτό που ο ίδιος αποκαλεί ‘Μεγάλη Κοινωνία’ και που σημαίνει μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις και οι άλλοι να πάνε να φροντίσουν μόνοι τους εαυτούς τους. Η κυβέρνηση παρήγαγε αυτό που η ίδια αποκαλεί επεξήγηση της Αρχής του Χαλντέιν (Haldane Principle). Πρόκειται για μία αρχή ηλικίας εκατό ετών που έφραζε τέτοιες κυβερνητικές επελάσεις στην ακαδημαϊκή έρευνα. Εάν κάτι τέτοιο ισχύει - και μου είναι αρκετά δύσκολο να το πιστέψω - αλλά εάν ισχύει, το χέρι του Μεγάλου Αδερφού θα πέσει αρκετά βαρύ στην έρευνα και την καινοτομία στο πεδίο των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών, διότι τα ‘αφεντικά της ανθρωπότητας’ ακολουθούν τις προτροπές του Υπομνήματος Πάουελ, προστατεύοντας φυσικά την ακαδημαϊκή ελευθερία με τρόπους που θα εγκρίνονταν σιωπηλά από τους ‘Ακατονόμαστους’ – για να δανειστώ και μια έκφραση από την ρητορική των εγγονών μου. Η Βρετανία του Κάμερον αναζητά την πρωτιά στην επίθεση κατά της δημόσιας παιδείας, ο υπόλοιπος Δυτικός Κόσμος δεν υπολείπεται σημαντικά και σε κάποια ζητήματα οι ΗΠΑ είναι ήδη μπροστά.
Γενικότερα, σε έναν πολιτισμό που διοικείται από τις εταιρείες, το παραδοσιακό ιδανικό της ελεύθερης και ανεξάρτητης σκέψης μπορεί στα λόγια να εξαίρεται, αλλά άλλες αξίες τείνουν να βρίσκονται ψηλότερα στην ατζέντα. Η υπεράσπιση της αυθεντικής ελευθερίας των ιδρυμάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση ανέλπιδη. Θα μιλήσω για την περίπτωση που γνωρίζω καλύτερα, τον δικό μου πανεπιστημιακό χώρο. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή περίπτωση εξ αιτίας της φύσης της χρηματοδότησής του. Τεχνικά είναι ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο αλλά δέχεται μια τεράστια κρατική χρηματοδότηση – συντριπτική - ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν μπήκα στη σχολή πριν από 55 χρόνια υπήρχαν στρατιωτικά εργαστήρια - από τότε έχουν στην πράξη αποκοπεί. Τα ακαδημαϊκά προγράμματα επίσης εκείνη την περίοδο, τη δεκαετία του ‘50, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από το Πεντάγωνο. Κάτω από την πίεση των φοιτητών στην ‘ταραγμένη περίοδο’ του ’60 υπήρξαν διαμαρτυρίες για την κατάσταση και εκκλήσεις για διερεύνηση. Το 1969 συστάθηκε μια επιτροπή φοιτητών της σχολής για να διερευνήσει το ζήτημα. Ήμουν μέλος της, χάρις εν μέρει στην πίεση των φοιτητών. Η επιτροπή έιχε ενδιαφέρον και ανακάλυψε ότι παρά την προέλευση της χρηματοδότησης (το Πεντάγωνο) σχεδόν στο σύνολο του ακαδημαϊκού προγράμματος δεν υπήρχε εργασία συνδεόμενη με το στρατό εντός του πανεπιστημιακού χώρου - υπό την αίρεση φυσικά ότι θεωρητικά οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει μια στρατιωτική εφαρμογή. Στην πραγματικότητα, υπήρχε και μια εξαίρεση σε αυτό: το τμήμα πολιτικών επιστημών ήταν βαθειά αναμεμιγμένο στον πόλεμο του Βιετνάμ κάτω από ένα πέπλο δήθεν ειρηνικής έρευνας. Από εκείνη την περίοδο και μετά, η χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο άρχισε να φθίνει και η χρηματοδότηση από κρατικά ιδρύματα του χώρου της υγείας άρχισε να διογκώνεται. Και υπάρχει λόγος γι΄ αυτό: αντανακλά αντίστοιχες αλλαγές στην οικονομία.
Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η αιχμή της οικονομίας βασιζόταν στα ηλεκτρονικά. Το Πεντάγωνο παρείχε έναν εύσχημο τρόπο να κλέβεις χρήματα από τους φορολογούμενους, αφήνοντάς τους να σκέπτονται πως προστατεύονται από τους Ρώσους ή κάποιους άλλους, και να τα κατευθύνεις προς τη δημιουργία επιχειρηματικού κέρδους. Και αυτό γινόταν πολύ αποτελεσματικά: περιελάμβανε τους υπολογιστές, το ίντερνετ, την επανάσταση της πληροφορικής. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης οικονομίας της υψηλής τεχνολογίας προέρχεται από εκεί. Σε πιο πρόσφατα χρόνια η οικονομία βασίστηκε περισσότερο στη βιολογία και κατά συνέπεια η δημόσια χρηματοδότηση αλλάζει ρώτα. Πριν από πενήντα χρόνια, εάν κοίταζες γύρω από το ΜΙΤ [4] έβρισκες μικρές εταιρείες φοιτητών στο ξεκίνημά τους. Αντλούσαν χρηματοδότηση για έρευνα από το Πεντάγωνο και εάν πετύχαιναν εξαγοράζονταν από μεγάλες εταιρείες. Όσοι από εσάς [τους ακροατές του ακροατηρίου] γνωρίζουν κάτι από την οικονομία της υψηλής τεχνολογίας θα καταλάβουν ότι αυτός ήταν η διάσημη Εθνική Οδός 128. Έτσι ήταν πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα εάν κυκλοφορήσετε λίγο στο πανεπιστήμιο αυτό [το ΜΙΤ] θα δείτε ότι οι μικρές αυτές εταιρείες είναι προσανατολισμένες στη βιολογία και η ίδια διαδικασία συνεχίζεται: με την γενετική μηχανική, την βιοτεχνολογία, την φαρμακευτική. Όλα τα μεγάλα κτίρια που υψώνονται ανήκουν στην εταιρεία Νοβάρτις (Novartis) και άλλες τέτοιες . Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί η αποκαλούμενη οικονομία του επιχειρείν. Επίσης, υπάρχει μεταστροφή προς την βραχυπρόθεσμη εφαρμοσμένη εργασία. Το Πεντάγωνο και τα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας ασχολούνται με το απώτερο μέλλον της προχωρημένης οικονομίας. Αντιθέτως, μία επιχείρηση συνήθως απαιτεί κάτι αξιοποιήσιμο: να το χρησιμοποιήσει αυτή, να μην το χρησιμοποιήσουν οι ανταγωνιστές της και να το χρησιμοποιήσει αύριο. Δεν έχω μάλιστα υπ΄ όψιν μου κάποια επισταμένη σχετική μελέτη, όμως μου φαίνεται αρκετά καθαρό ότι η μεταστροφή προς την εταιρική χρηματοδότηση οδηγεί περισσότερο προς τη βραχυπρόθεσμη εφαρμοσμένη έρευνα και λιγότερο προς την εξερεύνηση ενός πεδίου που θα μπορούσε να αποδειχθεί ενδιαφέρον και σημαντικό σε βάθος χρόνου.
Μία άλλη συνέπεια της εταιρικής χρηματοδότησης είναι η μυστικότητα. Κάτι που εκπλήσσει αρκετούς ανθρώπους είναι ότι τον καιρό της χρηματοδότησης από το Πεντάγωνο δεν υπήρχε μυστικότητα. Επίσης δεν υπήρχε και υπηρεσία ασφάλειας στον χώρο του πανεπιστημίου. Μπορεί να το θυμάστε αυτό: θα μπορούσες να κόβεις βόλτες σε εργαστήρια χρηματοδοτούμενα από το Πεντάγωνο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο χωρίς να χρειάζεται να βάζεις πουθενά καμία κάρτα. Καμία μυστικότητα, ήταν όλα ορθάνοιχτα. Όμως σήμερα υπάρχει μυστικότητα και βέβαια σε μια επιχείρηση δεν μπορούν να την επιβάλουν τη μυστικότητα, αλλά μπορούν να σου ξεκαθαρίσουν ότι δεν πρόκειται να δεις ανανέωση συμβολαίου εάν η δουλειά σου διαρρεύσει σε τρίτους – και έχουν συμβεί τέτοια, και μάλιστα έχουν οδηγήσει και σε σκάνδαλα, κάποια εκ των οποίων ήταν αρκετά κραυγαλέα ώστε δουν και το εξώφυλλο της Γουώλ Στρητ Τζέρναλ [5].
Η εξωτερική χρηματοδότηση έχει και άλλες παρενέργειες επί του πανεπιστημίου, εκτός αν είναι ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς και συμβατή με την Αρχή του Χαλντέιν. Πράγματι, αυτό ίσχυε σε σημαντικό βαθμό για την χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο και από άλλα εθνικά ιδρύματα. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε είδος εξωτερικής χρηματοδότησης έχει παρενέργειες, ακόμα και αν υπακούει στην Αρχή του Χαλντέιν. Υποθέστε π.χ. ότι χάρις σε αυτήν ιδρύεται μία εκπαιδευτική ή ερευνητική εγκατάσταση. Η ενέργεια αυτή αλλάζει αυτόματα την ισορροπία της ακαδημαϊκής δραστηριότητας και αυτό μπορεί να απειλήσει την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του ιδρύματος – και στην περίπτωση της εταιρικη΄ς χρηματοδότησης πολύ σοβαρά.
Η ιδιωτικοποίηση είναι δυνατόν να έχει και άλλου τύπου επιρροές. Οι εταιρικοί μάνατζερς έχουν ένα καθήκον: πρέπει να εστιάσουν στην κερδοφορία και να μετατρέψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της ζωής σε εμπορεύσιμα αγαθά. Και όχι επειδή είναι κακοί άνθρωποι - απλώς είναι η δουλειά τους αυτή. Στην αγγλο-αμερικανική νομοθεσία είναι επίσης και νομική τους υποχρέωση. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το θέμα αυτό, αλλά ένα συγκεκριμένο στοιχείο από αυτά αφορά τα πανεπιστήμια και πολλούς άλλους. Μία ειδική επίπτωση είναι η επικέντρωση στην αποκαλούμενη ‘αποδοτικότητα’ που είναι ενδιαφέρουσα σύλληψη και όχι αυστηρά οικονομική. Έχει κρίσιμη ιδεολογική διάσταση: εάν μια επιχείρηση μειώσει το προσωπικό της, μπορεί να καταστεί, με βάση τα τεχνικά κριτήρια, περισσότερο αποδοτική, καθώς μειώνει το κόστος της. Στη συνήθη περίπτωση κάτι τέτοιο μεταφέρει το βάρος στο κοινωνικό σύνολο, ένα πολύ οικείο φαινόμενο το οποίο συνεχώς παρατηρούμε. Τα κόστη για το κοινωνικό σύνολο δεν μετρώνται - και είναι κολοσσιαία. Αυτή είναι μία επιλογή που δεν βασίζεται στην οικονομική θεωρία, αλλά σε μία ιδεολογική απόφαση η οποία σχετίζεται άμεσα με τα αποκαλούμενα ‘επιχειρηματικά μοντέλα’ των πανεπιστημίων. Η αύξηση των φοιτητών ανά τμήμα ή η πρόσληψη φτηνού και προσωρινού ανθρώπινου δυναμικού, π.χ. τελειοφοίτων αντί προσωπικού μόνιμης απασχόλησης, μπορεί να έχει θετική αντανάκλαση στον ισολογισμό του πανεπιστημίου, αλλά ενέχει σημαντικά κόστη. Αυτά μεταβιβάζονται και δεν μετρώνται. Μεταβιβάζονται στους φοιτητές και στην κοινωνία ως εκπτώσεις στην ποιότητα της παιδείας και της διδασκαλίας.
Επιπλέον αυτών, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μετρηθούν τα ανθρωπιστικά και κοινωνικά κόστη της μετατροπής των σχολείων και των πανεπιστημίων σε εγκαταστάσεις που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά για την αγορά εργασίας, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα το παραδοσιακό ιδανικό των πανεπιστημίων, δηλ. την υιοθέτηση της δημιουργικής και ανεξάρτητης σκέψης και έρευνας, την αμφισβήτηση παγιωμένων πεποιθήσεων, την εξερεύνηση νέων οριζόντων και την αποδέσμευση από εξωτερικούς περιορισμούς. Το ιδανικό αυτό έχει αναμφισβήτητα αστοχήσει στην πράξη, όμως στο βαθμό που πραγματοποιείται αποτελεί ένα καλό μέτρο του επιπέδου του πολιτισμού μας.
Αυτή η ιδέα αμφισβητείται ανοιχτά από τους αποκαλούμενους από τον Άνταμ Σμιθ ‘αρχιτέκτονες της πολιτικής’ του συμπλέγματος κράτους – επιχειρήσεων με την κατά μέτωπο επίθεση στην Αρχή του Χαλντέιν στην Βρετανία. Πρόκειται για μία ακραία περίπτωση – μάλιστα τόσο ακραία ώστε εκτιμώ ότι μπορεί να αντικρουστεί. Υπάρχουν όμως και λιγότερο κραυγαλέα παραδείγματα και πολλά από αυτά είναι σύμφυτα με την εξάρτηση από τις πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης (κρατικές ή ιδιωτικές). Και οι δύο αυτές πηγές είναι δύσκολο να διαχωριστούν, με δεδομένο τον έλεγχο που ασκούν στο κράτος τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Ποια είναι όμως η σωστή αντίδραση στην εξωτερική χρηματοδότηση – αυτή που απειλεί το ιδανικό του ελεύθερου πανεπιστημίου; Λοιπόν, μία επιλογή είναι να την απορρίψει κανείς εξ υπ΄αρχής – και σε αυτή την περίπτωση το πανεπιστήμιο θα υποβαθμιστεί. Μία άλλη επιλογή είναι να αποδεχτεί κανείς ότι είναι και αυτό μέσα στη ζωή να πρέπει στο χώρο εργασίας μου να περνώ δίπλα από την Αίθουσα Διαλέξεων Μάρτιν Λόκχηντ και από το παράθυρό μου να βλέπω το Κτίριο Κόχ [6], τα οποία έχουν τα ονόματα πολυδισεκατομμυριούχων, οι οποίοι αποτελούν βασικούς χρηματοδότες του Tea Party και είναι ηγετικές φιγούρες στις καμπάνιες για την εξάλειψη του εργατικού κινήματος και την εγκαθίδρυση μιας ιδιότυπης εταιρικής τυραννίας.
Τώρα, εάν αυτή η εξωτερική χρηματοδότηση αναζητά την [επιρροή στη] διδασκαλία, την έρευνα και τις άλλες δραστηριότητες, τότε μας δίνεται ένα ισχυρό επιχείρημα ώστε πολύ απλά να αντιταχθούμε ή και να την απορρίψουμε απευθείας, ανεξάρτητα από όποιο κόστος. Τέτοιες έξωθεν επιβολές δεν είναι αναπόφευκτες και αυτό αξίζει να το έχουμε στο μυαλό μας.
-ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ -
Ο πυρήνας της ομιλίας του Τσόμσκι είναι η έννοια της εξωτερικότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή (έννοιες αλληλένδετες άλλωστε) και η εφαμογή της στην περίπτωση της πανεπιστημιακής παιδείας. Η εξωτερικότητα εν γένει δημιουργείται όταν μία πράξη μας (κοινωνική ή οικονομική ή πολιτική) έχει συνέπειες και για άλλους πέρα από εμάς. Αυτές συνήθως τις αγνοούμε ή επιλέγουμε να μην τις λαμβάνουμε υπ΄ όψιν. Κλασικά παραδείγματα είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος (παράγουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ΄ όψιν την περιβαλλοντική βλάβη που προκαλούμε), αλλά, όπως θα έλεγε και ο Steven Levitt (Freakonomics), ακόμα και για την τρομοκρατία (προκαλεί αισθήματα φόβου σε ευρύτερα στρώματα από αυτά που αποτελούν το στόχο της) και το ταλέντο (επηρεάζει θετικά όχι μόνο το φορέα του ταλέντου αλλά και τους γύρω του που υποβοηθούνται).
Και εδώ είναι η συγκεκριμένη διαφωνία μου με τον Τσόμσκυ: ο ίδιος λέει ότι ΄Τα κόστη για το κοινωνικό σύνολο δεν μετρώνται - και είναι κολοσσιαία. Αυτή είναι μία επιλογή που δεν βασίζεται στην οικονομική θεωρία, αλλά σε μία ιδεολογική απόφαση η οποία σχετίζεται άμεσα με τα αποκαλούμενα ‘επιχειρηματικά μοντέλα’ των πανεπιστημίων ΄ . Και όμως, η σύλληψη αυτή είναι αυθεντικά οικονομική και έχει ευρεία εφαρμογή σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Οι οικονομολόγοι σε αναλύσεις κόστους - οφέλους, την χρησιμοποιούν εάν τους συμφέρει για να φουσκώσουν κάποιο λογαριασμό, ή την αγνοούν συστηματικά για να ξεφουσκώσουν κάποιον άλλο λογαριασμό.
Δυστυχώς, απ΄ ό,τι διαπιστώνει ο Τσόμσκι, όπως και άλλοι που όμως δεν έχουν την απαραίτητη διαύγεια για να το διατυπώσουν ανάγλυφα, οι εξωτερικότητες της ιδιωτικοποίησης της πανεπιστημιακής ζωής αναμένεται να είναι μεγάλες και μη υπολογίσιμες και αφορούν την κοινωνία ως οργανισμό (όχι την θέση των καθηγητών ή των κομματικοποιημένων νεολαιών, οι οποίοι έχουν κάθε κίνητρο να υπερασπιστούν τη θέση τους και ως εκ τούτου είναι οι πρώτοι ύποπτοι για αντικοινωνική συμπεριφορά). Ως εκ τούτου είναι και εύκολα αγνοήσιμες. Προς αυτήν την κατεύθυνση νομίζω ότι πρέπει να κινηθεί ο αντίλογος προκειμενου να τεκμηριωθούν και να αποτιμηθούν αυτές οι εξωτερικότητες όσο το δυνατόν καλύτερα, πάνω στον δρόμο που εύστοχα χαράζει ο Τσόμσκι.
Μετάφραση - Σημειώσεις - Σχόλιο: Γιώργος Μ. Τέντες
Σημειώσεις
[1] ΗΠράξη Επαναπροσαρμογής Υπηρετούντων (Servicemen΄s Readjustment Act of 1944, P.L. 78-346, 58 Stat. 284m) είναι γνωστή στις ΗΠΑ ως ‘Ειδικός Λογαριασμός για τους Βετεράνους’ ή GI Bill
[2] http://reclaimdemocracy.org/corporate_accountability/powell_memo_lewis.html
[3] Arts and Humanities Research Council
[4] ΜΙΤ είναι το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης ή Massachusetts Institute of Technology
[5] Πρόκειται για τη γνωστή εφημερίδα Wall Street Journal
[6] Πρόκειται για το Lockheed Martin Lecture Hall και το Koch building