της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Έμαθα για εκείνη τυχαία, όπως συμβαίνει με όλες τις όμορφες συναντήσεις της ζωής μας. Γράφει ποιήματα. Μιλάει για την κοινωνία μας, μια κοινωνία που δεν της αρέσει. Μιλάει για τους ανεκπλήρωτους έρωτες και τις ψυχικές διαταραχές. Μιλάει και για όμορφα πράγματα -για τη μαμά της. Και σίγουρα κάπου ανάμεσα στις γραμμές των ποιημάτων της θα βρεις ένα δικό σου κομμάτι. «Ξεκίνησα γενικά να γράφω όταν ήμουν 14-15 χρονών, βαριόμουν στο σχολείο κι έγραφα ιστορίες. ερωτικές κατά βάση. Μετά πήραν τη μορφή ποιήματος και το περιεχόμενο έγινε κοινωνικό. Εκείνα μέσα, σε γραμμές τετραδίων έκλεινα τις κοινωνικές ανησυχίες μου». Το πρώτο της βιβλίο το έβγαλε στα 19 της χρόνια, κι όμως οι γύρω της της έλεγαν πως γράφει σα να είναι 50 χρονών. «Έβλεπαν ένα κορίτσι με τατουάζ και κόκκινα καρέ μαλλιά κι έλεγαν “τώρα αυτή τι ποιήτρια είναι;”. Στερεότυπα…». Αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή της. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη ηχοληψία και μουσική τεχνολογία. Σπούδασε συντηρήτρια έργων τέχνης. Άλλο ήταν όμως το μεράκι της.
Την γνώρισα μέσα απ’ όσα γράφει για τις ψυχικές διαταραχές. Γράφει για να νιώθει καλά. Γράφει για να ξέρει ο κόσμος. Να μάθει να ακούει τον διπλανό του και να τον αγαπάει με τα σημάδια του. Δεν είναι ταμπού οι ψυχικές διαταραχές. «Διάγνωση: οριακή διαταραχή προσωπικότητας, χρόνια κατάθλιψη, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Κρίσεις πανικού. Κλάμα. Απώλεια βάρους. Δε μ’ αρέσει η κοινωνία, με στεναχωρεί όπως είναι. Απόπειρες. Λίγο πριν τα 15 μου, άρχισα να αυτοτραυματίζομαι. Γυρνούσα από το σχολείο, το φροντιστήριο, έκλεινα την πόρτα του δωματίου, έκλαιγα κι αυτοτραυματιζόμουν. Δεν το έκανα για να ζητήσω βοήθεια ή να με προσέξουν. Το έκανα σε σημεία που δε φαινόταν. Ήθελα ο εσωτερικός πόνος που νιώθω να καλυφθεί με έναν σωματικό πόνο για να μη νιώθω τόσο τον εσωτερικό».
Γράφει κι έγραφε πάντα. «Για την κοινωνία, τον έρωτα, όσα μας στερούν. Για τη μαμά μου… Έγραφα ακόμη κι όταν δεν ήμουν σε κατάσταση για να πιάσω χαρτί. Αλλά ήθελα κάτι να βγάλω από μέσα μου, αλλιώς δε θα έβγαινε η μέρα. Έτσι την αντιλαμβάνομαι την ποίηση» θα πει. Πλέον, δημοσιεύει και βιντεοποιήματα. Ποιήματα που έχει ντύσει με εικόνες, βίντεο, μουσικές. Βίντεο πρόχειρα, όπως λέει. Αυτήν την προχειρότητα θέλει, όμως. Θέλει ο κόσμος να καταλάβει πώς είναι ο κόσμος των ψυχικών διαταραχών. Να μη φοβούνται οι άνθρωποι. Να γνωρίζουν για τον διπλανό τους, να καταλαβαίνουν. Θέλω να βγάλω τον κόσμο από τη ροή της καθημερινότητάς του, να καταλάβει όντως ποια είναι αυτή η καθημερινότητα και να αρχίσει να νοιάζεται για τον διπλανό κι όχι με τρόπο σχολιαστικό, όπως να σχολιάζει αν έβαλε ή έχασε λίγα κιλά. Να νοιάζεται πραγματικά» λέει, ενώ παρατηρεί χιλιάδες να περπατούν γρήγορα, μηχανικά, με σκυφτό κεφάλι να πάνε στις δουλειές τους.
Η Γωγώ χωράει σε γραμμές τετραδίου θλίψη και όνειρα. Όνειρα για έρωτες. Κι ας μην πιστεύει στους έρωτες. Βρίσκει γοητεία στους ανεκπλήρωτους. Έτσι τους αντιλαμβάνεται μόνο. «Οι ερωτικές σχέσεις πάντα κρύβουν έναν εγωισμό» μου λέει και μιλά, αντιπαραθετικά, για την ανιδιοτέλεια της φιλίας και τους φίλους που την περιτριγυρίζουν, την αγαπούν, τη δέχονται όπως είναι. Το ίδιο και οι γονείς της. Μιλά για εκείνους με τρυφερότητα. Περιγράφει δύο στοργικούς και φροντιστικούς γονείς. Μια μαμά που την λατρεύει -αδυναμία είναι αυτή. Μια μαμά που έχει κλάψει μαζί της, τη σκεπάζει για να κοιμηθεί, τη σηκώνει όταν πέφτει, την ακούει, την καταλαβαίνει. Δε ζει πλέον στο πατρικό της η Γωγώ. Ζει Αθήνα, αν και έχει κάνει πισωγυρίσματα, αντέχοντας να μείνει στη Στυλίδα -γενέτειρά της- για πέντε μέρες. Κομμάτι της καρδιάς της είναι εκεί, στους γονείς της. Η μαμά της διαβάζει τα ποιήματά της. Της αρέσουν. Έχει και στο κομοδίνο του κρεβατιού της τη Γωγώ.
Μιλήσαμε και για τις ταμπέλες, το στίγμα, το ταμπού σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας απέναντι στις ψυχικές ασθένειες και τους ασθενείς. Μιλήσαμε για το πόσο πίσω είναι ακόμη η ελληνική κοινωνία σε τέτοια θέματα, πόσο κλειστόμυαλη, πόσο εύκολα κρεμάει μια ταμπέλα στον άλλον και τον δείχνει με το δάχτυλο. Μου δίνει ένα παράδειγμα: «Χθες πήγα στη δουλειά, είχα ξεκινήσει ένα νέο φάρμακο και με πείραξε, ήμουν ζαλισμένη και γύρισα σπίτι. Όπως γύριζα, πήρα κάτι να φάω μήπως και συνέλθω, πήγαινα δεξιά-αριστερά, με το ζόρι κρατούσα ανοιχτά τα μάτια, κι έκατσα σε μια άκρη στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας να φάω. Περνάει ένας κύριος και μου λέει “αμάν με εσάς τα πρεζόνια, πιάνετε όλον τον δρόμο -κάνε άκρη να περάσουμε κι εμείς που δεν παίρνουμε τίποτα και κάνουμε και κάτι στη ζωή μας”. Ένιωσα απαίσια. Κάτσε ρε φίλε, τι ξέρεις για μένα;».